1324
Το 1960 οι φοιτητές στις ΗΠΑ διαδήλωναν για το Βιετνάμ. Σήμερα, για το Παλαιστινιακό και το Μεταναστευτικό | Bettmann Contributor/ Getty Images / Ideal Images / Reuter / CreativeProtagon

Για τις ΗΠΑ, μοιάζει με τα 60s αλλά στο χειρότερο

Protagon Team Protagon Team 11 Ιουνίου 2025, 13:58
Το 1960 οι φοιτητές στις ΗΠΑ διαδήλωναν για το Βιετνάμ. Σήμερα, για το Παλαιστινιακό και το Μεταναστευτικό
|Bettmann Contributor/ Getty Images / Ideal Images / Reuter / CreativeProtagon

Για τις ΗΠΑ, μοιάζει με τα 60s αλλά στο χειρότερο

Protagon Team Protagon Team 11 Ιουνίου 2025, 13:58

Με το πού άρχισε η δεύτερη θητεία του Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο, ειδικά τις τελευταίες ημέρες με αφορμή τις ταραχές στο Λος Αντζελες, πολλοί Αμερικανοί που έζησαν την ταραχώδη δεκαετία του 1960, μπαίνουν στον πειρασμό να συγκρίνουν το παρόν με το παρελθόν, το τώρα με το τότε.

Μεταξύ αυτών είναι και ο Σερζ Σμέιμαν, πρώην ξένος ανταποκριτής και νυν αρθρογράφος των New York Times, ο οποίος γράφει σε άρθρο του πως οι ομοιότητες μεταξύ των δύο περιόδων είναι όντως αρκετές, ορισμένες, μάλιστα, προφανείς, όπως η ακραία πόλωση, οι αντιμαχόμενες ιδεολογίες, η επιστράτευση της Εθνοφρουράς εναντίον διαδηλωτών, η κατάχρηση της εξουσίας από τον Λευκό Οίκο καθώς και η αίσθηση ότι η Αμερική κινδυνεύει να απολέσει την ίδια την υπόστασή της.

«Ενώ η σιωπηλή πλειοψηφία του προέδρου Ρίτσαρντ Νίξον πολεμούσε το κίνημα των χίπις και τους κομμουνιστές, το κίνημα MAGA του Τραμπ επιτίθεται στην κουλτούρα της αφύπνισης και τη ριζοσπαστική Αριστερά. Ενώ τότε καταλάμβαναν τις πανεπιστημιουπόλεις για το Βιετνάμ, τώρα οι φοιτητές εξεγείρονται για τη Γάζα», συνοψίζει ο Σερζ Σμέιμαν.

Υπάρχουν όμως και ορισμένες, εξίσου προφανείς, διαφορές: Ο αμερικανός δημοσιογράφος αναφέρεται καταρχάς στις «επαναστατικές εξελίξεις των τελευταίων έξι δεκαετιών στην τεχνολογία και την επικοινωνία» και στην «απουσία ενός Ψυχρού Πολέμου να καθορίζει με σαφήνεια τις διεθνείς σχέσεις και μιας επιστράτευσης να απειλεί τους νέους με θάνατο σε μια μακρινή ζούγκλα», αναφερόμενος στο Βιετνάμ.

Επιπλέον, γράφει ο Σμέιμαν στους New York Times, οι διαδηλώσεις στο Λος Αντζελες κατά της μεταναστευτικής πολιτικής του Τραμπ δεν προσεγγίζουν σε κλίματα ούτε κατά διάνοια τις διαμαρτυρίες κατά του πολέμου του Βιετνάμ. Οι μονάδες της Εθνοφρουράς που άνοιξαν πυρ εναντίον φοιτητών στο Πολιτειακό Πανεπιστήμιο του Κεντ τον Μάιο του 1970 κλήθηκαν από τον κυβερνήτη του Οχάιο μετά από λίγες ημέρες βίαιων διαμαρτυριών. Αντιθέτως στο Λος Αντζελες, η Εθνοφρουρά επιστρατεύτηκε από τον πρόεδρο Τραμπ παρά την έντονη αντίθεση του κυβερνήτη της Καλιφόρνιας Γκάβιν Νιούσομ.

Για τον αρθρογράφο, ωστόσο, «η μεγάλη διαφορά έγκειται στο πνεύμα της εποχής, στην αίσθηση τότε ότι η αλλαγή ήταν δυνατή ενώ σήμερα ότι οι πόρτες κλείνουν. Παρά το πάθος και τη βία, η δεκαετία του 1960 αποτέλεσε μια έκρηξη ιδεαλισμού, μια εξέγερση με επικεφαλής τους νέους ενάντια σε έναν άστοχο πόλεμο και ενάντια στον ρατσισμό και στον μισογυνισμό που παραμόνευαν στα ατάραχτα προάστια και την ευημερία του “Made in the U.S.A.” της δεκαετίας του 1950.

Υπήρχε μια πεποίθηση στα τραγούδια, στις μαζώξεις αγάπης, στις διαμαρτυρίες, ακόμη και στα παραισθησιογόνα ναρκωτικά ότι ο κόσμος θα μπορούσε να καταστεί καλύτερος», γράφει ο παλαίμαχος αμερικανός δημοσιογράφος, επικαλούμενος τον Μπομπ Ντίλαν ο οποίος τραγουδούσε πως «Οι Καιροί Αλλάζουν» ενώ ο Τζον Λένον προέτρεπε τον κόσμο να «φανταστεί» πως «δεν υπάρχουν κράτη / Δεν είναι δύσκολο να το κάνεις/ Τίποτα για το οποίο να σκοτώσεις ή να πεθάνεις / Και καμία θρησκεία επίσης».

Αντιθέτως οι φοιτητικές εξεγέρσεις στις ΗΠΑ την άνοιξη του 2024 για τη σφαγή στη Γάζα δεν μετεξελίχθηκαν σε ένα ευρύτερο κίνημα και σταδιακά άρχισαν να ατονούν, έως ότου διαλύθηκαν, υπό το βάρος κατηγοριών για αντισημιτισμό αλλά και της ταπείνωσης των πρυτανικών αρχών κορυφαίων πανεπιστημίων.

Στην προκειμένη περίπτωση η δυναμική ήταν με τον Τραμπ, όπως εξηγεί ο Σμέιμαν, προειδοποιώντας πως πραγματικός στόχος της εκστρατείας του κινήματος MAGA είναι τα κεκτημένα της δεκαετίας του 1960, καθώς αυτό που επιδιώκεται ουσιαστικά είναι να ανατραπούν τα πολιτικά δικαιώματα, η σεξουαλική ανοχή, η προστασία του περιβάλλοντος, ο ακτιβισμός στα πανεπιστήμια και όλα τα άλλα ζητήματα και οι καταστάσεις και οι αξίες που συγκεντρώνονται κάτω από τη σημαία της διαφορετικότητας, της ισότητας και της συμπερίληψης.

Φυσικά η απήχηση του Τραμπ σε μεγάλο αριθμό Αμερικανών είναι πολύ πιο σύνθετη. Ο αρθρογράφος των New York Times φρονεί πως ορισμένες φορές η κριτική κατά των πολιτικών υπέρ της Διαφορετικότητας, της Ισότητας και της Συμπερίληψης (DEI-Diversity, Equity, Inclusion) δεν ήταν άδικη και πως άνθρωποι που ψήφισαν τον Τραμπ είχαν κάποια βάσιμα παράπονα, το οποίο, όμως, δεν σημαίνει απαραίτητα πως επικροτούν τις οργισμένες, προσωπικές και, συχνά, δυνάμει παράνομες επιθέσεις του αμερικανού προέδρου σε διάφορους στόχους, περιλαμβανομένων των μεταναστών και του Χάρβαρντ.

Αλλά το ξεκάθαρο μήνυμα του τραμπικού «Make America Great Again» είναι ότι «οι δυνάμεις αλλαγής που απελευθερώθηκαν τη δεκαετία το 1960 είναι αντιαμερικανικές και πρέπει να εξαλειφθούν, προκειμένου να αποκατασταθεί η «πραγματική» Αμερική – μια Αμερική με χριστιανικές αξίες, πειθαρχικούς φοιτητές, δημόσια τάξη και παρωπίδες όσον αφορά τις φυλετικές διακρίσεις, την ανισότητα και άλλα ζητήματα», όπως επισημαίνει ο Σμέιμαν.

Θεωρεί, όμως, πως «αυτό το ρόδινο παρελθόν μπορεί να είναι εξίσου απατηλό με το “όλοι οι άνθρωποι να ζουν ειρηνικά”, όπως φανταζόταν ο Λένον. Αλλά εάν είναι τα όνειρα αυτά που διαμορφώνουν μια γενιά, τότε εκείνα των σχεδόν μισού εκατομμυρίου συνομήλικων μου (εξαιρουμένου εμού, δυστυχώς) που συγκεντρώθηκαν για το θρυλικό φεστιβάλ ροκ Γούντστοκ τον Αύγουστο του 1969 για τρεις ημέρες ειρήνης και μουσικής ήταν πολύ πιο εμπνευσμένα από την επιθυμία να επιστρέψουμε στο “Pleasantville”» (ταινία του 1998 που τρόπον τινά συμπυκνώνει, για να το κατακρίνει, το συντηρητικό ιδεώδες των ΗΠΑ της δεκαετίας του 1950, ΣτΜ.)

Στο πλαίσιο του παραλληλισμού του τότε και του τώρα, αρκετοί προβαίνουν επίσης στη σύγκριση του Ντόναλντ Τραμπ και του Ρίτσαρντ Νίξον, ο οποίος κατέληξε -αδίκως σύμφωνα με τον δημοσιογράφο των New York Times- να συμβολίζει όλα όσα εναντίον των οποίων εξεγέρθηκε ο κόσμος κατά τη δεκαετία του 1960.

Είναι αλήθεια πως τα κοινά μεταξύ των δύο προέδρων είναι πολλά, καταρχάς τα πολλά και διαρκή σκάνδαλα και η δυναμική επιστροφή τους στην πρώτη γραμμή της πολιτικής καθώς και το γεγονός πως αμφότεροι αναδείχθηκαν ως στόχοι των φιλελεύθερων ελίτ αλλά και εκφραστές της σιωπηλής πλειοψηφίας. Επιπλέον και ο Νίξον, όπως ο Τραμπ, είχε συντάξει μια λίστα με πρόσωπα και θεσμούς που ήθελε τρόπον τινά να τιμωρήσει.

Αλλά οι διαφορές μεταξύ των δύο ανδρών είναι πολύ πιο ουσιαστικές από τις ομοιότητες. Ο Ρίτσαρντ Νίξον μπήκε στην μάχη μόνο στα τέλη της δεκαετίας του ’60 (ορκίστηκε τον Ιανουάριο του 1969) το οποίο σημαίνει πως οι προκάτοχοί του, Τζον Κένεντι και Λίντον Τζόνσον, ήταν πολύ πιο υπεύθυνοι για το εκρηκτικό κλίμα εκείνης της εποχής, δεδομένου ότι επί των ημερών τους εκφράστηκε το ιδεολόγημα του «μην ρωτάς τι μπορεί να κάνει η χώρα σου για σένα αλλά τι μπορείς να κάνεις εσύ για τη χώρα σου» και έλαβε χώρα το μεγαλύτερο μέρος της τραγωδίας του πολέμου του Βιετνάμ.

Αντιθέτως σήμερα είναι ο ίδιος ο Ντόναλντ Τραμπ αυτός που καθορίζει τις εξελίξεις: «τα προβλήματα των ΗΠΑ και του κόσμου – είτε πρόκειται για τις διαμαρτυρίες για τη Γάζα είτε για τον πόλεμο στην Ουκρανία ή την ανεξέλεγκτη μετανάστευση- μπορεί να προηγούνται της δεύτερης θητείας του, αλλά ο τρόπος με τον οποίο τα έχει ενσωματώσει στην ευρεία επίθεσή του στους αμερικανικούς θεσμούς και αξίες σφραγίζει αυτήν την εποχή με το όνομά του», αναφέρει το άρθρο των New York Times.

Επιπλέον ο Ρίτσαρντ Νίξον υπήρξε πολιτικός καριέρας, εξαιρετικός δικηγόρος αλλά και επιδέξιος παίκτης στη διεθνή σκηνή. Επί τούτου ο αμερικανός δημοσιογράφος σημειώνει πως είχε την τύχη να τον συναντήσει στη Μόσχα, όταν ήταν επικεφαλής του γραφείου των New York Times ενώ ο Νίξον ένας ηλικιωμένος πολιτικός που είχε προσκληθεί να μιλήσει σε ρώσους φοιτητές, με τον Σμέιμαν να εντυπωσιάζεται, τότε, από τη βαθιά κατανόηση της ρωσικής ιστορίας και πολιτικής από τον ατιμασμένο πρώην πρόεδρο των ΗΠΑ. Οσον αφορά ειδικά την ατίμωση, ο Τομ Γουίκερ, αρθρογράφος των New York Times την εποχή του Νίξον, έγραψε σε μια μελέτη για την προεδρία του, ότι το Γουότεργκεϊτ επισκίασε «τα επιτεύγματα ενός προέδρου που συχνά αντιδρούσε στις πιέσεις της εποχής του με γνώσεις και δεξιότητες και μερικές φορές ακόμη και με θάρρος».

«Το ίδιο δεν μπορεί να ειπωθεί για τον Τραμπ», γράφει ο Σμέιμαν, χαρακτηρίζοντας τον 47ο πρόεδρο των ΗΠΑ ως «πλανόδιο πωλητή με φαινομενικά ελάχιστη κατανόηση της διακυβέρνησης και του Συντάγματος, που εκτιμά το ένστικτο περισσότερο από την εμπειρία, που δεν γνωρίζει τι σημαίνει αισχύνη ούτε συστολή, που αντιμετωπίζει τις εξωτερικές υποθέσεις ως ένα παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος στο οποίο η Αμερική είναι o χαζός και που εκτιμά την κολακεία περισσότερο από την ικανότητα».

Ολοκληρώνοντας την ανάλυσή του ο Σμέιμαν αναγνωρίζει πως το να παραλληλίζονται εποχές ενδεχομένως να μην είναι ιδιαίτερα διαφωτιστικό, καθώς κάθε εποχή έχει τις δικές της ιδιαιτερότητες, συνθήκες και τάσεις. Επιπλέον η μνήμη είναι πολύ επιρρεπής  στο να εξιδανικεύει το καλό και να ξεχνάει το κακό, όπως ο έμπειρος δημοσιογράφος αναγνωρίζει πως μπορεί να έκανε και ο ίδιος, γράφοντας για τον Νίξον στο άρθρο του. Θεωρεί, όμως, πως «εάν υπάρχει κάποια αξία στο να αναγνωρίζουμε τις ανατρεπτικές ενέργειες της κυβέρνησης Τραμπ ως την αντίθεση του κινήματος για αλλαγή πριν από έξι δεκαετίες, έγκειται στο να αναρωτιόμαστε ποιος από τους δύο προσπάθησε πραγματικά να κάνει την Αμερική μεγάλη».

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News

Διαβάστε ακόμη...

Διαβάστε ακόμη...