908
| CreativeProtagon

Μπορούν οι δικαστές να βάλουν φρένο στον Τραμπ;

Protagon Team Protagon Team 27 Μαΐου 2025, 11:55
|CreativeProtagon

Μπορούν οι δικαστές να βάλουν φρένο στον Τραμπ;

Protagon Team Protagon Team 27 Μαΐου 2025, 11:55

«Παρά τις κατηγορίες, τον εκφοβισμό και τα κωλύματα, οι δικαστές είναι η μόνη δύναμη που περιορίζει τον πρόεδρο», γράφει σε ανάλυσή του για όσα συμβαίνουν στις ΗΠΑ ο Μάσιμο Γκάτζι της Corriere della Sera, κάνοντας λόγο για «μια παρτίδα που παίζεται σε τρία μέτωπα με τη δικαστική εξουσία να παραφυλάει ενώ ο Λευκός Οίκος κατηγορεί τα δικαστήρια ότι προσπαθούν να υπονομεύσουν τη λαϊκή βούληση».

Από τις απελάσεις παράτυπων μεταναστών στο Ελ Σαλβαδόρ και τις μαζικές απολύσεις υπαλλήλων της ομοσπονδιακής κυβέρνησης έως την πρόσφατη επιβολή απαγόρευσης εγγραφής αλλοδαπών φοιτητών στο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ, πλέον οι υποθέσεις στις οποίες η αμερικανική δικαιοσύνη πρέπει να παρέμβει για να μπλοκάρει αποφάσεις του Ντόναλντ Τραμπ που παραβιάζουν τους νόμους ή το Σύνταγμα είναι πάρα πολλές.

Δεδομένου ότι το Κογκρέσο, υπό την ηγεσία των Ρεπουμπλικάνων, δεν κάνει τίποτα για να ανακόψει τον ανεξέλεγκτο παρεμβατισμό της κυβέρνησης σε ολοένα περισσότερους τομείς καθώς και τις αυταρχικές τάσεις του αμερικανού προέδρου, πολλοί ευελπιστούν ότι «τα προστατευτικά κιγκλιδώματα της δικαστικής εξουσίας», όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο ιταλός δημοσιογράφος, θα βάλουν φρένο στις υπερβολές του Τραμπ.

Πόσο βάσιμες, όμως, είναι αυτές οι ελπίδες; Ορισμένες δικαστικές παρεμβάσεις λειτούργησαν όντως ως ανάχωμα στη λαίλαπα του Τραμπ, αλλά πρόκειται κατά βάση για ανασταλτικά μέτρα που επηρεάζουν περιορισμένο αριθμό υποθέσεων σε σύγκριση με τις καταιγιστικές αποφάσεις που λαμβάνονται από τον αμερικανό πρόεδρο με προφανή σκοπό να υποσκαφθεί η ικανότητα αντίδρασης της δικαστικής εξουσίας (και των ΜΜΕ). Οσον αφορά τον εξαιρετικά κρίσιμο τομέα της δικαιοσύνης, σύμφωνα με τον Μάσιμο Γκάτζι, οι κίνδυνοι για τη σταθερότητα της δημοκρατίας πηγάζουν από τουλάχιστον τρία μέτωπα.

Μείζον ζήτημα αποτελεί καταρχήν η μη αναγνώριση του ρόλου της δικαστικής εξουσίας από τον Τραμπ και οι επιφυλάξεις του αμερικανού προέδρου σχετικά με τα όρια που επιβάλλουν το Σύνταγμα και το κράτος δικαίου (rule of law) στις προεδρικές εξουσίες, τις οποίες ο ίδιος θεωρεί σχεδόν απόλυτες. Οπως θυμίζει ο σχολιαστής της Corriere, το πρώτο που δήλωσε ο  Ντόναλντ Τραμπ αμέσως μετά από την επανεκλογή του, τον περασμένο Νοέμβριο, ήταν πως ο αμερικανικός λαός του έδωσε εντολή να πραγματοποιήσει όλα όσα είχε υποσχεθεί κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας.

Πολλοί είχαν θεωρήσει πως επρόκειτο απλά για ακόμη μία κορόνα του Τραμπ, δεδομένου ότι στις προεκλογικές του συγκεντρώσεις είχε προβεί σε πλήθος ακραίων δηλώσεων, περί της παραδειγματικής δίωξης, για παράδειγμα, των πολιτικών του αντιπάλων. Ομως περισσότερο από τέσσερις μήνες αφού ανέλαβε και επίσημα τα καθήκοντά του ο πρόεδρος των ΗΠΑ εξακολουθεί να δηλώνει πως δεν είναι βέβαιος εάν πρέπει να σέβεται το σύνταγμα, ασκώντας τα προεδρικά του καθήκοντα, ενώ έφτασε στο σημείο να αμφισβητήσει ακόμη και το δικαίωμα όλων σε μια δίκαιη δίκη.

Ο αντιπρόεδρος Τζέι Ντι Βανς ήταν πολύ πιο σαφής σε πρόσφατη συνέντευξή του στον Ρος Ντάουθατ, έναν συντηρητικό αρθρογράφο των New York Times: «Νομίζω ότι βλέπετε, και γνωρίζω ότι αυτό είναι εμπρηστικό, αλλά νομίζω ότι βλέπετε μια προσπάθεια των δικαστηρίων να ανατρέψουν κυριολεκτικά τη βούληση του αμερικανικού λαού. Για να είμαστε σαφείς, όχι τα περισσότερα δικαστήρια. Αλλά είδα πρόσφατα μια συνέντευξη του (συντηρητικού) προέδρου του Ανώτατου Δικαστηρίου Τζον Ρόμπερτς στην οποία έλεγε ότι ο ρόλος του δικαστηρίου είναι να ελέγχει τις υπερβολές της εκτελεστικής εξουσίας. Θεώρησα ότι αυτό είναι μια βαθιά λανθασμένη νοοτροπία».

Μεγάλη ανησυχία πρέπει να προκαλεί και η πολιτικοποίηση (ο δημοσιογράφος της Corriere κάνει λόγο για «στρατιωτικοποίηση») του υπουργείου Δικαιοσύνης, το οποίο ανέκαθεν απολάμβανε μια σχετική ανεξαρτησία.

Ο Τραμπ κατηγορούσε τον Τζο Μπάιντεν ότι το είχε στρέψει εναντίον του, ωστόσο, στην πραγματικότητα, ο πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ είχε διορίσει ως υπουργό τον Μέρικ Γκάρλαντ, έναν νομικό εγνωσμένου κύρους και μεταξύ των συντηρητικών, ο οποίος, μάλιστα, διεξήγαγε έρευνες και για τον άνθρωπο που του έδωσε το χαρτοφυλάκιο της Δικαιοσύνης.

Αντιθέτως ο Τραμπ επέλεξε μια υπουργό (Παμ Μπόντι) και δύο υφυπουργούς που συγκαταλέγονται μεταξύ των πιο πιστών οπαδών του, ενώ στο παρελθόν υπήρξαν και δικηγόροι του. Και μετά ο αμερικανός πρόεδρος εξεδίωξε κακήν κακώς τους εισαγγελείς που μετείχαν στις έρευνες εναντίον του και εναντίον των 1.200 οπαδών του που έλαβαν μέρος στην επίθεση στο Κογκρέσο την 6η Ιανουαρίου του 2021, οι οποίοι όλοι, πλέον, είναι ελεύθεροι και απαλλαγμένοι από κάθε κατηγορία (ακόμη και εκείνοι που κατηγορούνταν για βία) καθώς ο Ντόναλντ Τραμπ έσπευσε να τους απονείμει χάρη, μόλις ανέλαβε τα καθήκοντά του.

Το τρίτο ζήτημα που θίγει στο άρθρο του ο Μάσιμο Γκάτζι είναι ο υψηλός αριθμός τιμωρητικών παρεμβάσεων, συχνά παράνομων, οι οποίες ενδέχεται, μάλιστα, να πραγματοποιούνται εν γνώσει πως θα μπορούσαν να αμφισβητηθούν από τη δικαιοσύνη: εκτελούνται, όμως, ούτως ή άλλως, είτε επειδή οι δικαστές, λόγω υπερβολικού φόρτου εργασίας, αποφαίνονται αφότου εορτής (όπως, για παράδειγμα, κατά της απέλασης παράτυπων μεταναστών, στο Ελ Σαλβαδόρ οι οποίοι συχνά απελαύνονται κυριολεκτικά μέσα στη νύχτα) είτε γιατί ορισμένες από τις παρεμβάσεις αποσκοπούν αποκλειστικά στο να τρομάξουν και να σοκάρουν.

Σε αυτό το πλαίσιο η κυβέρνηση Τραμπ έφτασε στο σημείο ακόμη και συλλάβει μία δικαστή (Χάνα Ντάγκαν) με την κατηγορία ότι παρεμπόδισε τη σύλληψη ενός παράτυπου μετανάστη: η κατηγορία είναι αβάσιμη σύμφωνα με τους νομικούς, δεν θα υπάρξει, φυσικά, καμία καταδίκη, αλλά το μήνυμα που στέλνεται στη δικαστική εξουσία είναι πολύ ισχυρό. Αίσθηση προκάλεσε και η απόφαση περί άρσης της φρούρησης πρώην αξιωματούχων της πρώτης κυβέρνησής Τραμπ (παρότι έχουν δεχτεί απειλές από τρομοκράτες για τη συμμετοχή τους στον αγώνα κατά της ισλαμικής τζιχάντ) επειδή τόλμησαν να επικρίνουν το πρόεδρο των ΗΠΑ.

Πρόσφατα στο στόχαστρο του αμερικανού προέδρου μπήκαν και οι Κρις Κρεμπς και Μάιλς Τέιλορ, επίσης πρώην αξιωματούχους της κυβέρνησής του, οι οποίοι στη συνέχεια αποστασιοποιήθηκαν.

Η τελευταία υπόθεση είναι αυτή του Χάρβαρντ, το οποίο «διώκεται» επίσημα για αντισημιτισμό, στην πραγματικότητα με σκοπό να πληγεί και να εκφοβιστεί ένας ακαδημαϊκός κόσμος που χαρακτηρίζεται από την κυβέρνηση Τραμπ ως υπέρ το δέον προοδευτικός. Η υπουργός Εσωτερικής Ασφάλειας Κρίστι Νόεμ το δήλωσε ρητά: «Η απόφαση που ελήφθη για το Χάρβαρντ θα πρέπει να αποτελέσει προειδοποίηση για ολόκληρη την ακαδημαϊκή κοινότητα».

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News

Διαβάστε ακόμη...

Διαβάστε ακόμη...