1165
|

Ο θησαυρός του Διονύση Σαββόπουλου

Ο θησαυρός του Διονύση Σαββόπουλου

Τρεις το πρωί, με τα φώτα κλειστά, έκλαιγε στο σκοτάδι, ξαπλωμένη στο ξύλινο πάτωμα του σαλονιού. Η στενοχώρια την είχε σεληνιάσει. Τέλη του 1994, ένα χρόνο μετά από το θάνατο του παππού, οι αναμνήσεις είχαν στήσει χορό στο κεφάλι της μαμάς μου. Σε αυτόν τον ιδιότυπο πένθιμο μπάλο της μνήμης, που από τη μια χοροπηδούσε ζωντανό το παρελθόν κι από την άλλη το δίχως υποσχέσεις μέλλον, ρυθμό έδινε ο δίσκος του Διονύση Σαββόπουλου “Μην πετάξεις τίποτα”. Μάλιστα, ο στίχος “φτάσαμε στα ανείπωτα, μην πετάξεις τίποτα”, που τότε η μαμά μου τον επαναλάμβανε με συχνότητα προσευχής για να ξορκίσει το “κακό” του θανάτου, αργότερα εξελίχτηκε σε προσωπική στάση ζωής. Άτιμο πράγμα οι οικογενειακές επιρροές. Αρχίζεις να τις καταλαβαίνεις μεγαλώνοντας, συνειδητοποιείς την αξία τους όταν οι απαντήσεις που έχεις στο οπλοστάσιο σου δεν αρκούν για να αντιμετωπίσεις την πραγματικότητα.

Η μαμά μου πάντα έβρισκε λύσεις στους στίχους του Διονύση Σαββόπουλου. Δε ξέρω αν τις εφάρμοζε, αλλά σίγουρα τις απάλυναν τη ψυχή, όπως η μητρική αγκαλιά ηρεμεί το κλάμα του μωρού. Στην πορεία, διαπίστωσα ότι κι άλλοι συνομήλικοί της χρησιμοποιούσαν τα τραγούδια του για να στοκάρουν τις ρωγμές στη ζωή τους. Τους “εκδρομείς του ᾽60” τους συνάντησα για πρώτη φορά στο “Κατράκειο” -ημερομηνία δε θυμάμαι. Όλοι μαζί, τραγουδούσαν “σχεδόν 45 ετών, με μπλοκ επιταγών, χωρίς κανένα αντίκρισμα εξόν, τη γη του θησαυρού, τους τίτλους τ᾽ ουρανού, το αίμα του Θεού”. Λόγια ακαταλαβίστικα για μένα, χρυσάφι για τους περισσότερους θεατές. Στα καμαρίνια, ο “Νιόνιος”, φορώντας μαύρα ρούχα και κόκκινα αθλητικά μποτάκια, αφού αντάλλαξε φιλιά και συνομωτικές φιλοφρονήσεις με τη μαμά μου, τύπου “τα καταφέρνουμε καλά, συνεχίζουμε”, τις ευχήθηκε “για πάντα Άνοιξη”. Εκείνη χαμογέλασε συγκινημένη, εγώ πρόσθεσα άλλον ένα γρίφο στα κιτάπια μου.

Η συνέντευξη στη Φιλοθέη

​Ως σπουδαστής πλέον δημοσιογραφίας, όταν ο καθηγητής Βασίλης Πάικος μας ανέθεσε να κάνουμε μια ραδιοφωνική εκπομπή εξήντα λεπτών, η οποία θα ήταν αφιερωμένη σε έναν Έλληνα καλλιτέχνη, το μυαλό μου πήγε αυτόματα στο Διονύση Σαββόπουλο. Επιτέλους, είχα την ευκαρία να λύσω τις τις απορίες που μου είχε δημιουργήσει όλα αυτά τα χρόνια. Βέβαια, φοβόμουν ότι θα αρνηθεί. Τι λόγο είχε να αφιερώσει μια ώρα σε ένα επί πτυχίο φοιτητή δημοσιογραφίας; Κι όμως, παρά τη διστακτική μου φωνή στο τηλέφωνο, δέχθηκε αμέσως. Το ραντεβού κλείστηκε ένα ανοιξιάτικο πρωινό με λιακάδα στο σπίτι του, στη Φιλοθέη. Στη δεκαήμερη προετοιμασία, το πιο σημαντικό βοήθημα για να ξεναγηθώ στο σύμπαν του σαββοπουλικού έργου, ήταν το βιβλίο του Δημήτρη Καράμπελα “Δ. Σαββόπουλος:Ποιητική, Παράδοση, Πνεύμα” (εκδ. Μεταίχμιο), το οποίο με σαφή τρόπο αποτυπώνει την επίδραση του Θεσσαλονικιού καλλιτέχνη στο ελληνικό τραγούδι.

​Μόλις άνοιξε η πόρτα, ταράχτηκα. Με υποδέχθηκε μια Φιλιππινέζα, λέγοντας μου ότι ο κύριος Διονύσης θα έρθει σε πέντε λεπτά. Δε μπορούσα να φανταστώ ότι ο μυθικός, στα δικά μου μάτια τουλάχιστον, Σαββόπουλος, θα είχε υπηρέτρια. Η άγουρη αυθάδεια ξύπνησε εντός μου μια έντονη αμφισβήτηση. Προβληματισμένος, στρογγυλοκάθισα στο σαλόνι, παρατηρώντας τα έπιπλα γύρω μου. Όση ώρα περίμενα, η εικόνα με τη βουρκωμένη μαμά μου στο πάτωμα ροκάνιζε τις ερωτήσεις που είχα προγραμματίσει να του απευθήνω. Κοιτώντας τον να βγαίνει από το δωμάτιο του, ένιωσα ένα παράξενο δέος. Αρχοντικός, γλυκός, σαν παππούς που ετοιμάζεται να σε νανουρίσει με τους μύθους του Ηρακλή, μα συνάμα απόμακρος, με καλωσόρισε ευγενικά, μιλώντας μου στον πληθυντικό, και με προέτρεψε να αρχίσουμε την κουβέντα. Από το άγχος, και κυρίως από το μπέρδεμα των συναισθημάτων, η ερευνητική μου δουλειά πήγε στράφι.

​Λαχταρώντας, τουλάχιστον για μια δεκαετία, να μάθω τι στο καλό σήμαινε αυτό το “για πάντα Άνοιξη”, παρέκαμψα όλες τις ερωτήσεις, και ξεφούρνισα την παιδική μου απορία. Χάιδεψε με τον αντίχειρα το δαχτυλίδι στο τέταρτο δάχτυλο, έξυσε για λίγο την άσπρη του γενειάδα, κι έσκυψε ελαφρώς προς το μέρος μου. “Σημαίνει ότι στην ψυχή ταιριάζει το φως, αυτό οφείλουμε να αναζητούμε. Μια ζωή γεμάτη Άνοιξη είναι μια φωτεινή ζωή”, εξήγησε με ζηλευτή απλότητα. Επέμενα, μάλλον με μπουνταλίστικο τρόπο. “Μα για να υπάρξει Άνοιξη, δε θα πρέπει να έχει προηγηθεί χειμώνας; Αυτό δεν καταρρίπτει το πάντα;”, ρώτησα ξανά. Αλλά που να αναμετρηθείς με τον γίγαντα της έκφρασης. “Μια φορά Άνοιξη, για πάντα Άνοιξη κύριε Παπαδημητρίου. Η φωτισμένη ψυχή λιώνει τους χειμώνες”, μου είπε ορθά-κοφτά. Η απάντηση του δε χωρούσε συνέχεια. Ήταν καθαρή σαν κρύσταλλο.

Το σηκωμένο δάχτυλο

​Λίγα χρόνια πιο πριν, το 2000, από το μπαλκόνι μου στη Ροβέρτου Γκάλλι, τον άκουγα να τραγουδάει “Πρώτη, πρώτη του 2000”, εγκαινιάζοντας την καινούργια χιλιετία στο πάρτι που είχε στηθεί στον λόφο του Φιλοπάππου. Τότε, μου είχε φανεί συμβολικό να μπαίνει το νέο έτος με τη φωνή του. Γουρλίδικο! Κι όμως, πολλοί, αριστερά και δεξιά, είχαν αρχίσει να λένε ότι πρόκειται για την οριστική πτώση της γενιάς του Πολυτεχνείου, ότι ο Σαββόπουλος συμβιβαζόταν με το κατεστημένο, ότι γιόρταζε μαζί του, ότι για τα φράγκα πούλησε τηψυχή του. Στα σχόλια αυτά, που με ενδιαφέρον διάβαζα, δεν είχα κάτι να ανταπαντήσω. Μικρός, κι άψητος από τη ζωή, αισθάνομουν αυτή την κριτική ως μαύρα στίγματα σε μια κατάλευκη επιφάνεια -δεν τα έβλεπα.

​Πέρσι, διαβάζοντας το άρθρο του κυρίου Κώστα Λογαρά για τον “Πλούτο”, τον οποίο μάλιστα είχα παρακολουθήσει εις διπλούν, ανασκουμπώθηκα. Καλά, για την πλειοψηφία των σχολίων δεν το συζητώ, σαν ο Σαββόπουλος να είναι καλλιτέχνης του συρμού. Ωστόσο, γιατί άραγε ένιωθε την ανάγκη, σύμφωνα με την ερμηνεία του κ. Λογαρά, να κουνήσει το δάχτυλο και να πει “σας τα έλεγα εγώ;”. Ήταν η έπαρση της επιβεβαίωσης που τροφοδοτούσε τα λόγια του ή μήπως για πολλοστή φορά δεν τον καταλαβαίναμε; Μήπως επρόκειτο για παρεξήγηση; Στάθηκα στο άρθρο τόσο, που τα στίγματα είχαν εξελιχτεί σε μαύρες κηλίδες. Παρόλα αυτά, ακόμη κι αν αυτο-επαινούσε τον εαυτό του, χοντρό ολίσθημα για κάποιον που το “μέτρο” είναι βασικός κανόνας της ζωής, για εμένα παρέμεινε ακηλίδωτος. Πραγματικά, το έργο του είναι τόσο πλούσιο, τόσο μεστό κι ολοκληρωμένο, που καμιά ατυχής στιγμή του -άλλωστε τα παραπτώματα είναι συχνά στην ανθρώπινη φύση- δεν είναι ικανή να τον μικρύνει.

Γκα-γκαν, γκα-γκαν

​Για αυτό, δε χάνω ποτέ την ευκαιρία να τον δω από κοντά. Παρακολούθησα τους “Γκαγκαντίν” στην Αθήνα, θα τους επισκεφτώ και τώρα που ανεβαίνουν στη Θεσσαλονίκη για τέσσερις παραστάσεις στην “Πύλη Αξιού”. Δεν με ενδιαφέρουν πλέον οι συνεντεύξεις του, οι σημερινές πολιτικές του τοποθετήσεις. Όπως η μαμά μου, εξερευνώ με μανία τους στίχους του, αυτή τη σύγχρονη ποίηση που εξυμνεί τον άνθρωπο, αναγνωρίζοντας ότι η αγάπη είναι μια “θεϊκή” δύναμη που δίνει φως στη ζωή μας. Λόγια άφθαρτα, που χωράνε το παρόν στο παρελθόν και τανάπαλιν, λόγια ενός ατόφιου “Χρονοποιού”. Τα τραγούδια του Σαββόπουλου αποτελούν έναν θησαυρό ανεκτίμητης αξίας, λαμπιρίσματα του οποίου αποκαλύπτονται όταν ανεβαίνει ο ίδιος στη σκηνή.

​Μπορεί τη “γη του θησαυρού” να μην τη βρούμε ποτέ, να είναι άπιαστο όνειρο, μπορεί τότε ο κόσμος στο Κατράκειο να υμνούσε το αδύνατο. “Εκκρεμείς” όμως δεν είμαστε γιατί ξέρουμε από πρώτο χέρι ότι “δόξα είναι η ευθύνη της δικής μας αλλαγής”. Σε μια εποχή  όπου όλα γύρω μας είναι τόσο τρομαγμένα, ο Σαββόπουλος εξακολουθεί να μας δίνει “λόγια” για να μην αισθανόμαστε μοναξιά. Έχουμε κάπου να ακουμπάμε τα “γιατί” που δεν απαντάμε. Και μιας και σήμερα είναι πρωτομαγιά: “Μέσα απ’ τη ζέστα του σφαγείου και με στεφάνια δροσερά, θ’ ανταμωθούμε μια τρελή πρωτομαγιά”. Αδέλφια, καλό μήνα.

Info: ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ & ΣΑΒΒΑΤΟ 2-3 & 9-10 ΜΑΙΟΥ

Στην «ΠΥΛΗ ΑΞΙΟΥ»

Τηλ. κρατήσεων: 2310 553 158-553198

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News