824
O Γκόρντον Λίντι, το 2003, στην Ουάσινγκτον, σε εκδήλωση υπέρ της εισβολής του αμερικανικού στρατού στο Ιράκ | EPA PHOTO AFPI / DAVID S. HOLLOWAY

Πέθανε αμετανόητος στα 90 του ο «εγκέφαλος» του σκανδάλου Γουότεργκεϊτ

Protagon Team Protagon Team 31 Μαρτίου 2021, 12:58
O Γκόρντον Λίντι, το 2003, στην Ουάσινγκτον, σε εκδήλωση υπέρ της εισβολής του αμερικανικού στρατού στο Ιράκ
|EPA PHOTO AFPI / DAVID S. HOLLOWAY

Πέθανε αμετανόητος στα 90 του ο «εγκέφαλος» του σκανδάλου Γουότεργκεϊτ

Protagon Team Protagon Team 31 Μαρτίου 2021, 12:58

To Γουότεργκεϊτ, το σκάνδαλο που οδήγησε στην παραίτηση του Ρίτσαρντ Νίξον το 1974, είχε πολλούς πρωταγωνιστές με διάσημα ονόματα ή εξωτικά προσωνύμια: από τον ίδιο τον 37ο πρόεδρο των ΗΠΑ μέχρι τους δημοσιογράφους Μπομπ Γούντγουορντ και Καρλ Μπέρνσταϊν που αποκάλυψαν την υπόθεση στη Washington Post και από το «βαθύ λαρύγγι» που διέρρευσε τα επιβαρυντικά στοιχεία, ως τον αρχηγό των περιβόητων «Υδραυλικών». Αυτός ο τελευταίος δεν υπάρχει πια. Ηταν ο Τζέι Γκόρντον Λίντι, θεωρούμενος ως «εγκέφαλος» της υπόθεσης, άφησε την τελευταία του πνοή στα 90 του.

Ο Λίντι δεν μετάνιωσε ποτέ για τα έργα και τις ημέρες των «Plumbers», της παρα-ομάδας του Λευκού Οίκου που είχε αναλάβει την υποστήριξη «με κάθε μέσο» του Νίξον. Ούτε φυσικά μετάνιωσε για εκείνη την θρυλική διάρρηξη στο κτίριο του Γουότεργκεϊτ στην Ουάσινγκτον το 1972 –κι ήταν αυτή η πράξη που οδήγησε σε ένα από τα μεγαλύτερα πολιτικά σκάνδαλα στην ιστορία των ΗΠΑ και στην παραίτηση του Νίξον δύο χρόνια αργότερα. Ο Λίντι έκανε καριέρα μετά χάρη στη συμμετοχή του σε αυτό.

Ο Τζέι Γκόρντον Λίντι ήταν ένας φανατικός ακροδεξιός και πρώην πράκτορας του FBI, που ήθελε «να σώσει την Αμερική από τα ναρκωτικά, τους κομμουνιστές και τους κακοποιούς», όπως έλεγε.

Στις αρχές της δεκαετίας του ’70, προσελήφθη στην επιτροπή για την επανεκλογή του Νίξον. Αποστολή του ήταν να προτείνει μέτρα που θα βοηθούσαν στην επανεκλογή του Ρεπουμπλικανού προέδρου, ο οποίος στο τέλος της πρώτης θητείας του βίωνε και αυτός τους πολιτικούς κραδασμούς του Πολέμου του Βιετνάμ: τη λαϊκή δυσαρέσκεια αλλά και τη διαρκή κριτική από τα ΜΜΕ που αποκάλυπταν τις παλινωδίες και τα ψέματα της κυβέρνησης.

Μαζί με τον Ι. Χάουαρντ Χαντ, πρώην πράκτορα της CIA, απεργάζονταν σχέδια τόσο έκνομα, που οι ανώτεροί τους συχνά τα απέρριπταν χωρίς δεύτερη σκέψη. Ανάμεσά τους: η ιδέα να δολοφονήσουν τον δημοσιογράφο-ερευνητή Τζακ Αντερσον, σφοδρό επικριτή του προέδρου Νίξον, να προκαλέσουν σκάνδαλο σε βάρος Δημοκρατικών πολιτικών οργανώνοντας πάρτι με ιερόδουλες ή να απαγάγουν αντιπολεμικούς διαδηλωτές και να τους πάνε στο Μεξικό.

Ωστόσο δεν απορρίφθηκαν όλα τα σχέδια. Το 1971, μερικούς μήνες πριν από τη διάρρηξη στο κτίριο Γουότεργκεϊτ, ο Λίντι ήταν μέλος της ομάδας που έκανε διάρρηξη στο Μπέβερλι Χιλς, στο γραφείο του ψυχίατρου που επισκεπτόταν ο Ντάνιελ Ελσμπεργκ, πρώην αναλυτής του αμερικανικού στρατού που άφησε να διαρρεύσουν τα περίφημα Pentagon Papers για τον Πόλεμο του Βιετνάμ.

Ακολούθησε η διάρρηξη που θα οδηγούσε στην πτώση του Νίξον. Οι Λίντι και Χαντ πρότειναν τη διάρρηξη στα κεντρικά γραφεία της Εθνικής Επιτροπής του Δημοκρατικού Κόμματος στο κτίριο Γουότεργκεϊτ, ενώ ο Ρεπουμπλικάνος πρόεδρος διεξήγαγε εκστρατεία για την επανεκλογή του. Στόχος ήταν η κλοπή σημαντικών εγγράφων, που θα βοηθούσαν τον Νίξον να κερδίσει ξανά τις εκλογές, και η εγκατάσταση κοριών στις τηλεφωνικές συσκευές για να παρακολουθούνται οι συνομιλίες των Δημοκρατικών.

Ο Λίντι, επιχειρησιακός διευθυντής των «Plumbers, έκανε το λάθος να την αναθέσει στον υπεύθυνο ασφαλείας της επιτροπής επανεκλογής, Τζέιμς ΜακΚόρντ Τζούνιορ. Οταν η αστυνομία συνέλαβε τον ΜακΚόρντ μαζί με τέσσερις Κουβανούς μέσα στο κτίριο Γουότεργκεϊτ, γρήγορα αποκαλύφθηκε η διασύνδεσή τους με τον Λίντι και τον Λευκό Οίκο –μέχρι και το Οβαλ Γραφείο.

Ο Λίντι κρίθηκε ένοχος για συνωμοσία, διάρρηξη και τηλεφωνικές υποκλοπές. Καταδικάστηκε να εκτίσει 20 χρόνια κάθειρξη και εξέτισε επτά, προτού αφεθεί ελεύθερος χάρη στη μετατροπή του υπολοίπου της ποινής του το 1977 από τον Δημοκρατικό πρόεδρο Τζίμι Κάρτερ, που θεωρούσε υπερβολικές τις ποινές που επιβλήθηκαν για την υπόθεση στον Λίντι και άλλους.

Αντίθετα με τους έξι συγκατηγορούμενούς του, ο Λίντι αρνήθηκε να συνεργαστεί με τους εισαγγελείς ή να απαντήσει στα ερωτήματα του σώματος των ενόρκων, γεγονός που ώθησε τον δικαστή να προσθέσει 18 μήνες στην ποινή του. Παρέμεινε αμετανόητος μετά τη φυλάκισή του: είχε πει στην εφημερίδα New York Times ότι εάν μπορούσε να γυρίσει πίσω στον χρόνο, θα έκανε ξανά αυτά για τα οποία καταδικάστηκε.

Οπως γράφει η Washington Post, στη συνέχεια, εκμεταλλεύθηκε στο έπακρο τη φήμη του στους κύκλους των Ρεπουμπλικάνων για να γίνει διάσημος. Ιδρυσε εταιρεία σεκιούριτι, έγραψε βιβλία που έγιναν μπεστ σέλερ, έπαιξε ρόλους σε τηλεοπτικές σειρές και ταινίες, ενώ επί 20 χρόνια ήταν παρουσιαστής εκπομπής που αναμεταδιδόταν από 225 συντηρητικούς ραδιοφωνικούς σταθμούς.

Ο Λίντι ήταν γνωστός για τους παλικαρισμούς του –καυχιόταν πως μπορούσε να κρατήσει το χέρι του πάνω από μια φλόγα ή να σκοτώσει κάποιον μ’ ένα μολύβι. Στην αυτοβιογραφία του έγραψε ότι τον συνέπαιρνε ο τόνος των ομιλιών του Αδόλφου Χίτλερ που άκουγε στο ραδιόφωνο η γερμανίδα οικιακή βοηθός των γονιών του όταν ήταν παιδί.

Γεννημένος το 1930 στη Νέα Υόρκη, ο Λίντι σπούδασε Νομική. Αποφοίτησε το 1957. Επειτα από διετή στρατιωτική θητεία, έγινε πράκτορας του FBI, προτού παραιτηθεί για να ασκήσει τη δικηγορία στο Μανχάταν. Κατόπιν έγινε εισαγγελέας στην κομητεία Ντάτσες της Νέας Υόρκης, όπου απέκτησε φήμη διότι οπλοφορούσε μέσα στα δικαστήρια. «Πίστευε παθιασμένα ότι τα ναρκωτικά, οι κακοποιοί και οι κομμουνιστές» αποτελούσαν μεγάλους «κινδύνους» για τις ΗΠΑ, θα έγραφαν οι Τάιμς της Νέας Υόρκης σ’ ένα προφίλ του το 1973.

Πέθανε την Τρίτη στο σπίτι της κόρης του στην κομητεία Φέρφαξ, στην πολιτεία Βιρτζίνια. Ο γιος του, Τόμας, επιβεβαίωσε τον θάνατό του χωρίς να διευκρινίσει τα αίτια. Περιορίστηκε να πει απλώς ότι δεν οφειλόταν στην Covid-19.

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News

Διαβάστε ακόμη...

Διαβάστε ακόμη...