Αρκούν οι κυρώσεις για να υποχωρήσει ο Πούτιν;
Αρκούν οι κυρώσεις για να υποχωρήσει ο Πούτιν;
Ο Τραμπ είναι εκνευρισμένος με τον Βλαντίμιρ Πούτιν, γράφει ο Economist. Διότι ο ρώσος πρόεδρος δεν δείχνει ουσιαστική διάθεση να προχωρήσει σε ειρηνευτική συμφωνία, αρκείται σε μερικά τηλεφωνήματα και κάποιες αόριστες υποσχέσεις.
Την περασμένη Τετάρτη, ο αμερικανός πρόεδρος αποφάσισε να δράσει. Στην πρώτη σοβαρή οικονομική επίθεση κατά της Ρωσίας μετά την επιστροφή του στον Λευκό Οίκο, επέβαλε κυρώσεις στους ρωσικούς πετρελαϊκούς κολοσσούς Rosneft και Lukoil, καθώς και σε 34 θυγατρικές τους. Σύμφωνα με το αμερικανικό υπουργείο Οικονομικών, στόχος είναι «να υπονομευτεί η δυνατότητα του Κρεμλίνου να συγκεντρώνει έσοδα για τον πολεμικό μηχανισμό του και να στηρίζει μια ήδη αδύναμη οικονομία». Την ίδια ημέρα, οι τιμές του πετρελαίου εκτοξεύτηκαν κατά 5%.
Το μείζον ρώτημα είναι ένα: Μπορούν οι κυρώσεις του Τραμπ να αναγκάσουν τον Πούτιν σε υποχώρηση; Μαζί, η Rosneft και η Lukoil αντιπροσωπεύουν το ήμισυ της ρωσικής παραγωγής αργού πετρελαίου (πέντε εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα) και των εξαγωγών (2 εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα). Οι νέες κυρώσεις ορίζουν ότι οποιαδήποτε τράπεζα διευκολύνει την αγορά ρωσικού πετρελαίου, ακόμη και από μη αμερικανούς αγοραστές, κινδυνεύει να αποκλειστεί από το αμερικανικό χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Αυτό, γράφει ο Economist, θα μπορούσε να αποθαρρύνει πελάτες από χώρες όπως η Κίνα και η Ινδία, που απορροφούν το μεγαλύτερο μέρος των ρωσικών εξαγωγών. Στις 23 Οκτωβρίου, αρκετές μεγάλες διυλιστικές εταιρείες από τις δύο χώρες δήλωσαν ότι θα αναστείλουν τις εισαγωγές ρωσικού πετρελαίου. Αν ακολουθήσουν περισσότερες εταιρείες, η Ρωσία θα δυσκολευτεί να διοχετεύσει την παραγωγή σε εγχώριες μονάδες, οι οποίες ήδη υποφέρουν από επιθέσεις με drones της Ουκρανίας.
Η κίνηση αυτή σηματοδοτεί αλλαγή όχι μόνο στη στάση του Τραμπ, αλλά και στη στρατηγική των ΗΠΑ σχετικά με τις κυρώσεις. Υπό την προεδρία Μπάιντεν, ο Λευκός Οίκος απέφευγε να προκαλέσει κατάρρευση των ρωσικών εξαγωγών, ώστε οι τιμές στα αμερικανικά πρατήρια να μην εκτοξευτούν. Αντ’ αυτού, πείστηκαν οι σύμμαχοι της G7 να επιβάλουν «οροφή τιμής» στις εισαγωγές ρωσικού πετρελαίου από χώρες εκτός του μπλοκ, περιορίζοντας τα έσοδα του Κρεμλίνου χωρίς να μειωθεί ο όγκος των πωλήσεων. Τώρα, οι ΗΠΑ φαίνεται να αδιαφορούν για τη μείωση των ποσοτήτων, ίσως επειδή η παγκόσμια αγορά έχει πλεόνασμα πετρελαίου. Ο αμερικανός υπουργός Οικονομικών, Σκοτ Μπέσεντ, έχει αφήσει να εννοηθεί ότι ενδέχεται να επιβληθούν κι άλλες κυρώσεις.
Παρά ταύτα, παραμένει αβέβαιο αν η αλλαγή στρατηγικής των ΗΠΑ θα αποτρέψει τους αγοραστές από το να συνεχίσουν να προμηθεύονται ρωσικό πετρέλαιο σε χαμηλότερη τιμή. Σύμφωνα με το Reuters, στις 23 Οκτωβρίου οι κρατικές μονάδες διύλισης της Κίνας ανέστειλαν τις αγορές αργού από θαλάσσης, αλλά εισάγουν ακόμη σημαντικές ποσότητες μέσω αγωγών. Επιπλέον, τα περισσότερα βαρέλια που πωλούνται μέσω θαλάσσης αγοράζονται από μικρότερα, ιδιωτικά διυλιστήρια, τα οποία δεν χρειάζονται δολάρια και επομένως είναι σχετικά άτρωτα στις αμερικανικές κυρώσεις.
Στην Ινδία, οι περισσότερες διυλιστικές εταιρείες αγοράζουν ρωσικό πετρέλαιο μέσω τρίτων, οι οποίοι δεν έχουν μπει στη λίστα κυρώσεων, προσθέτει ο Economist. Η μείωση των αγορών τους εξαρτάται από πολιτικές οδηγίες και ο πρωθυπουργός, Ναρέντρα Μόντι, ζητά ανταλλάγματα από τις ΗΠΑ. Η Reliance, η μεγαλύτερη διυλιστική εταιρεία της Ινδίας, έχει συμφωνία απευθείας με τη Rosneft και ανακοίνωσε ότι θα προσαρμόσει τις αγορές της σύμφωνα με τις οδηγίες της κυβέρνησης.
Πάντως, ακόμη και αν οι κυρώσεις Τραμπ δεν προκαλέσουν καταστροφή των ρωσικών εξαγωγών, θα δημιουργήσουν σοβαρές αναταράξεις. Το πετρέλαιο θα πρέπει να ανακατευθυνθεί, οι αγοραστές θα γίνουν πιο προσεκτικοί και οι πωλητές θα αναπροσαρμόσουν τα δίκτυα εμπορίας. Η διαδικασία αυτή απαιτεί χρόνο, ιδιαίτερα με τις πρόσφατες βρετανικές και ευρωπαϊκές κυρώσεις σε «σκιώδη» δεξαμενόπλοια και τράπεζες που παρακάμπτουν τους περιορισμούς.
Βραχυπρόθεσμα, οι τριβές αυτές πιθανότατα θα μειώσουν τις ρωσικές εξαγωγές, καταλήγει ο Economist. Για πιο μόνιμο αποτέλεσμα, όμως, ο Τραμπ θα πρέπει είτε να προσφέρει ανταλλάγματα στον Μόντι, είτε να δείξει ότι οι κυρώσεις έχουν κάποια πραγματική δύναμη, επιβάλλοντας περιορισμούς σε ινδικά ή κινεζικά διυλιστήρια και τράπεζες. Οπως επισημαίνει ο Αντι Ιμσιρόβιτς, πρώην στέλεχος της Gazprom, η πλήρης ινδική απαγόρευση θα πλήξει πραγματικά τη Ρωσία, αλλά θα αυξήσει και τις παγκόσμιες τιμές κατά 10-15 δολάρια το βαρέλι, σε σύγκριση με την αύξηση των 4 δολαρίων που έχει καταγραφεί μέχρι τώρα.
Ο Τραμπ επιθυμεί απεγνωσμένα μια ειρηνευτική συμφωνία στην Ουκρανία. Είναι, όμως, όσο αποφασισμένος χρειάζεται;
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News
