Το Γλέντι: Η παράδοση χορεύει με sneakers
Το Γλέντι: Η παράδοση χορεύει με sneakers
Η παράδοση αποτελεί ένα πολύτιμο συστατικό της πολιτιστικής ταυτότητας κάθε λαού. Μια από την προκλήσεις, ωστόσο, των σύγχρονων κοινωνιών, είναι να μην διατηρήσουμε την παράδοση σαν εύθραυστη πορσελάνη στη βιτρίνα, αλλά να την αφήσουμε να μπει στην καθημερινότητά μας, να ζήσει, να εμπνεύσει και να συνομιλήσει με το παρόν. Γι’ αυτό και κάθε γενιά καλείται να βρει τον δικό της τρόπο να περπατήσει το παλιό μονοπάτι χωρίς να σβήσει τα ίχνη των προηγούμενων: να μεταφέρει την ουσία, αλλά να δώσει νέα πνοή. Υπό αυτό το πρίσμα, σε μια εποχή ραγδαίων πολιτισμικών μετατοπίσεων και παγκοσμιοποιημένων ακουσμάτων, η ανάδειξη ενός παραδοσιακού – νησιώτικου τραγουδιού σε φαινόμενο του φετινού καλοκαιριού μοιάζει σχεδόν ανατρεπτική.
Στον Αύγουστο του ελληνικού πανηγυριού, όπου κάθε χωριό έχει ή δημιουργεί αυτοσχεδιάζοντας μια γιορτινή αφορμή, οι πρώτες νότες του βιολιού από το τραγούδι «Το Γλέντι» του Νίκου Οικονομίδη προκαλούν αυτομάτως παροξυσμό στο κοινό. Σε όλο το κοινό, χωρίς διακρίσεις, αλλά κυρίως στους νεότερους οι οποίοι εκτοξεύονται σαν με ελατήριο από την καρέκλα τους και αίφνης ίπτανται σ’ αυτόν τον χαρούμενο συρτό ρυθμό. Το τραγούδι σιγοψήνονταν στα παραδοσιακά πανηγύρια εδώ και χρόνια, από το 2006 που πρωτοκυκλοφόρησε, από τον δημιουργό του, έναν άνθρωπο ο οποίος έχει μελετήσει και αναδείξει – όσο λίγοι- την μουσική μας παράδοση.
Ωστόσο τον τελευταίο χρόνο, έχει γνωρίσει αρκετές διασκευές και ερμηνείες. Ξεχωρίζω αυτή της Ιουλίας Καραπατάκη, η οποία έχει απογειώσει το «γλέντι», ειδικά – νομίζω- στην τελευταία συναυλία των Γκιντίκι, με μια πολύ ενδιαφέρουσα ενορχήστρωση. Η ερμηνεία και το απλό στυλ της λειτούργησε καταλυτικά στην ανάδειξη του τραγουδιού σε σύμβολο μιας συλλογικής επιθυμίας για ένα γλέντι χωρίς εισαγωγικά.
Η Καραπατάκη δεν είναι απλώς μια χαρισματική τραγουδίστρια. Προσφέρει το τραγούδι όχι ως μουσειακό έκθεμα αλλά ως ζωντανή – και κατά τη γνώμη ιδιαίτερα ποιοτική και εκλεπτυσμένη- εμπειρία. Δεν είναι τυχαίο ότι στις εμφανίσεις της, το κοινό αφήνει το κινητό και πιάνει τον χορό τραγουδώντας με πάθος έναν στίχο που μοιάζει να προέρχεται από κάποιο βαθύτερο συλλογικό ασυνείδητο: «Μάτια μου εγώ για σένα έχω, έρωτα που άλλο δεν αντέχω». Ένα λιτό αλλά ουσιαστικό μήνυμα, που δίνει υπόσταση σε κάθε θερινή έκρηξη συναισθήματος.
Η ελληνική παραδοσιακή μουσική συχνά αντιμετωπίστηκε ως πολιτιστικό απολίθωμα, χρήσιμο για επετείους ή φολκλορικές αναπαραστάσεις. Η περίπτωση του «Γλεντιού» όμως ανατρέπει αυτό το σχήμα. Δείχνει ότι η παράδοση, όταν μεταγγίζεται με ειλικρίνεια και ενσυναίσθηση, δεν αποτελεί παρελθόν.
Το φαινόμενο «Γλέντι» επανατοποθετεί τη δημοτική μουσική στο επίκεντρο ενός διαλόγου που δεν αφορά μόνο στην αισθητική αλλά και στην πολιτισμική ταυτότητα. Σ’ έναν κόσμο κατακερματισμένο από την ταχύτητα και την ατομικότητα, η συλλογική χαρά που αναδύεται μέσα από τέτοιες μουσικές στιγμές λειτουργεί σχεδόν θεραπευτικά.
Εξάλλου και ο τίτλος του τραγουδιού, «Το Γλέντι», δεν είναι τυχαίος. Δεν αναφέρεται απλώς σε μια διασκέδαση ή μια εύθυμη εκτόνωση. Στην ελληνική παράδοση, το γλέντι είναι τελετουργία: μια πράξη κοινοτικής συνύπαρξης όπου συναισθήματα και βιώματα αρθρώνονται μέσα από τον χορό, το τραγούδι, την αυθόρμητη συμμετοχή.
Το «Γλέντι» δεν είναι ένα τραγούδι που απλώς άρεσε. Είναι ένα τραγούδι που αγκαλιάστηκε. Δεν νομίζω βεβαίως ότι δημιουργεί ένα «ρεύμα αναβίωσης» ή «επιστροφής στην παράδοση». Πιστεύω (με μια αυθαίρετη -ρομαντική ίσως- αισιοδοξία) ότι πρόκειται για μια επιθυμία των genΖ για ρίζες – όχι για να μείνουν εκεί, αλλά για να στηριχθούν και να προχωρήσουν.
Ανεξάρτητα από αυτό πάντως, ακόμα και όταν το τραγούδι φθαρεί από την «υπερβολική χρήση», θα έχει αποδείξει ότι εάν η παράδοση δεν αντιμετωπίζεται ως φολκλόρ, αλλά ως ζώσα εμπειρία, μπορεί να γίνει σύγχρονη, επίκαιρη και βαθύτατα συγκινητική. Και αυτό, εν τέλει, είναι το πιο ουσιαστικό
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News
