Ποιανού «παιδί» είσαι εσύ;
Ποιανού «παιδί» είσαι εσύ;
«Για να δούμε, ποιανού παιδί είσαι εσύ;»
Σε αυτή την ερώτηση καταλήγουν όλα. Ακόμα και αν δεν διατυπώνεται ανοιχτά. Είτε θα έχει αποσαφηνιστεί ήδη, είτε θα ακολουθήσουν οι διαπιστεύσεις στη συνέχεια.
Ποιανού παιδί είσαι εσύ; Το «παιδί» ας μπει σε εισαγωγικά. Ή ας βγει: «Ποιανού είσαι εσύ;»
Ετσι για να καταλαβαινόμαστε. Για να έχουν γίνει οι «συστάσεις». Για να προχωρήσουν τα περαιτέρω. Αν προχωρήσουν.
Το σίγουρο είναι ότι δεν έχουν κανένα μέλλον, αν δεν υφίστανται τα κατάλληλα διαπιστευτήρια.
Αυτό ισχύει για κάθε πτυχή της καθημερινότητας, ιδιωτικής, επαγγελματικής, δημόσιας.
Αυτό έχει ριζώσει στο DNA της σύγχρονης Ελλάδας.
Μια ιδιότυπη κουλτούρα για την αξιολόγηση και αξιοποίηση προσώπων, διαχείριση ή επίλυση ζητημάτων, η οποία διατρέχει ευρεία γκάμα: από τη φιλική εξυπηρέτηση έως την εξόφθαλμη διαπλοκή.
Αυτή που κατά καιρούς αποκαλύπτεται και σοκάρει, αλλά στην ουσία δεν ξαφνιάζει. Γιατί όλοι κατά βάθος (δυστυχώς) το ξέρουμε.
Αποκαλύψεις ων ουκ έστιν αριθμός. Σε ποικίλα πεδία, ένας συνδυασμός παραβατικότητας και τεχνολογικής καινοτομίας. Παίγνια, real estate, όπλα, ναρκωτικά, επιδοτήσεις «μαϊμού», πάσης φύσεως διευκολύνσεις και τοποθετήσεις. Όλα τους ιδιαίτερα κερδοφόρα και αποδοτικά.
Δεν έχει σημασία αν είσαι της κάθε Κίμπερλι, της κάθε Μονής, του κάθε υπουργού και βουλευτή, του Δημάρχου ή του μπάρμπα από την Κορώνη. Ακόμα και του μαφιόζου της περιοχής. Αρκεί να είσαι κάποιου.
Να έχεις «πλάτες» που λένε. Κάποιον ισχυρότερο από σένα και ίσο ή ισχυρότερο από τον συνομιλητή σου. Ετσι θα σε «δει». Πριν του είσαι αόρατος. Ετσι θα σε ζυγίσει. Και θα ζυγίσει μόνο αυτό. Τα υπόλοιπα δεν έχουν σημασία, ηθικά ή νόμιμα. Η ιστορία θα δείξει.
Ολοι κατά βάθος (δυστυχώς) το ξέρουμε.
Απλά εσύ, που ζεις ακόμα σε αυτή τη χώρα, έχεις συμβιβαστεί (;) με την ιδέα. Εχεις συνηθίσει (;) Κουνάς το κεφάλι συγκαταβατικά και ενίοτε να αναρωτιέσαι, αν αυτή είναι η κυρίαρχη εικόνα της Ελλάδας σήμερα. Και απέχεις, με εσωστρέφεια. Μια και δεν έφυγες.
Αλλά είναι και εκείνες οι στιγμές, που ακούς για το brain drain και για τους 250.000 νέους που έχουν φύγει, εδώ και μια δεκαετία, όταν η Ελλάδα δεν μπορούσε να τους κρατήσει. Και παρότι όλοι έχουν στο μυαλό και στην καρδιά τα τοπία, το κλίμα, το τσαγανό του εγχώριου ταμπεραμέντου, είναι λίγοι αυτοί που αποφασίζουν να επιστρέψουν. Και ακόμα λιγότεροι αυτοί που το αποφασίζουν με τη λογική και όχι με το συναίσθημα.
Γιατί ακόμα και αν παραβλέψουν το ότι δεν θα βρουν παρόμοιες αμοιβές, όπως αυτές που απολαμβάνουν ή επαγγελματική απασχόληση συναφή με τις ακαδημαϊκές τους σπουδές και ανάλογες συνθήκες εργασίας, αυτό που «κλωτσάει» πιο πολύ είναι ότι θα πρέπει να κληθούν να απαντήσουν εκ νέου στο «ποιανού παιδί είσαι συ;»
Αυτή η περιρρέουσα ασφυξία ότι η «διασύνδεση» και η αναξιοκρατία κυριαρχούν, είναι το πιο απωθητικό υλικό στο μίγμα της χώρας.
Και η επικαιρότητα δεν σε αφήνει να το παραβλέψεις.
Όταν έχεις ζήσει έστω και λίγα χρόνια χωρίς αυτή την ερώτηση, καθώς διαπιστώνεις ότι είσαι ορατός, έχεις την αξία για την οποία κόπιασες, προοδεύεις και εξελίσσεσαι σε μια κοινωνία, η οποία αναγνωρίζει και αξιοποιεί προσόντα, εμπειρία και δεξιότητες και συνεννοείσαι σε υπηρεσιακή ή επιστημονική βάση, δύσκολα ξαναμπαίνεις στο «κοστούμι» του μπάρμπα.
Εκτός αν πλέον δεν το έχεις ανάγκη. Μέχρι τότε η επιστροφή θα περιορίζεται σε μερικές μέρες ή εβδομάδες σε παραθεριστικούς προορισμούς τους μήνες του καλοκαιριού. Θα ποστάρεις στα σόσιαλ φωτογραφίες από πύρινα ηλιοβασιλέματα, από απάτητες παραλίες και οικογενειακά τραπέζια, αλλά μέχρι εκεί. Τους υπόλοιπους μήνες θα αντέξεις και τη συννεφιά και τη βροχή και την απόσταση από τους οικείους και την πατρίδα.
Γιατί η διασύνδεση, η αναξιοκρατία και η διαπλοκή απωθεί. Ειδικά σε μια οικονομία που φιλοδοξεί να αναπτύσσεται.
Είναι το πιο οπισθοδρομικό αντίβαρο.
Και απωθεί όχι μόνο αυτούς που έφυγαν και δεν αποφασίζουν να επιστρέψουν. Αλλά και σένα που έμεινες, όμως το μυαλό σου θέλει πλέον να φύγει.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News
