Οι γριές στις πεζούλες
Οι γριές στις πεζούλες
Λατρεύω να τις παρατηρώ. Και η Τήνος, με τα 48 χωριά της, μου δίνει πλουσιοπάροχα αυτό το υλικό. Οι γριές στις πεζούλες. Παλιά ήταν μαυροφορεμένες. Ενα πένθος διαρκείας από μια στιγμή της ζωής τους και μετά. Τόσο, που δεν ήξερες αν πενθούσαν άνδρα, αδελφό, συγγενή ή τον εαυτό τους ότι γερνάει.
Αφηναν τα πόδια τους όπως όπως στο κάθισμα φορώντας κάτι μεταξύ παπουτσιού και παντόφλας ως δυο σε ένα. Εδώ και χρόνια έχουν πετάξει τα μαύρα, εννοείται και το τσεμπέρι. Οι κυρίες στις πεζούλες. Πάντα με φούστα, ένα πουκάμισο πολυχρονεμένο και μια ζακέτα, απαραιτήτως, ανάρηχη στους ώμους. Εχουν μαλλιά κοντά, τα βάφουν μόνες ή «τους τα περνάει μια γειτόνισσα».
Μ’ αρέσει ότι εμφανίζονται μια συγκεκριμένη ώρα. Να έχει δροσίσει. Απόγευμα στο μεταίχμιο νύχτας. Βγαίνει μια μια, τελετουργικά. Φέρνουν και από κανένα κουλουράκι να τρατάρουν την απέναντι πεζόύλα. «Ωραία τα πέτχες! Βάζς και κανέλα;», «Τόσο δα». «Εγώ δεν θα πάρω. Μ’ ανέβκε το ζάχαρο», «Πόσο έχς;». Τα ιατρικά πάντα παίζουν στις συζητήσεις. Προχωράνε την κουβέντα και για τον καιρό «Αέρας σήμερα», «Καλύτερα από το να μας καψαλιάσει η ζέστα».
Μετά, κάποτε, εξαντλώντας σύντομα τα θέματα, πέφτει σιωπή. Προσμένουν την δική σου άφιξη ως μια κάποια λύση. Από μπροστά τους θα διαβείς. Θα γίνεις το θέαμά τους κι αυτές το δικό σου. Θα απαντήσεις στο «Από πού είστε;» και συ θα πεις το κοινότυπο «Τι ωραία που είστε εδώ». Αν έχεις και παιδάκι θα τους δώσεις μεγάλη χαρά. Με συγκινεί βαθιά το τι συναισθήματα γλύκας πυροδοτεί ένα παιδάκι σε μια γιαγιά κι ας μην είναι δική του γιαγιά. Ολες μαζί ενώνονται, του μιλάνε, γελάνε σε ότι και να πει, θεωρώντας το έξυπνο ότι θα τους πει το όνομά του. Λες και δεν χόρτασαν ανατροφή παιδιών ή λες και ενώνονται «ταξίδι» σε ένα βαθύ παρελθόν που έπαιζαν όλες μαζί, στις ίδιες πεζούλες, με κούκλες.
Κάτι άλλο που με γοητεύει είναι μια πολύ συγκεκριμένη απάντηση που δίνουν σε έναν της στιγμής διάλογο. Αυτό, τον βιώνω πιο πολύ σε βουνίσια χωριά, όπως για παράδειγμα στα Ζαγοροχώρια. Βλέπεις, πλακώνουν πιο πολύ τα βουνά την ψυχή του ανθρώπου. Εσωτερικεύουν, μονάζουν. Οπως το κλαρίνο των αργοκίνητων ρυθμών, των δικών τους δημοτικών, εκεί που ο ήχος βγαίνει -φτάνει στο απέναντι βουνό και αντιγυρίζει στον ίδιο άνθρωπο.
Η θάλασσα είναι αλλιώς και οι άνθρωποί της, Ο ρυθμός του μπάλου είναι θάλασσα κίνησης. Ταξίδι, εξωτερίκευση.
Αλλο πράγμα τα βουνά. Αλλη η ψυχοσύνθεση των γυναικών τους στις πεζούλες. Αυτές τις ρωτάς με ευγένεια «Καλησπέρα σας. Τι κάνετε;» κάτι για να τις ρωτήσεις. Και στο δευτερόλεπτο, το νοιώθεις, ζυγίζουν τη ζωή τους, σουφρώνουν τα χειλάκια τους σε σκέψεις, πάνε οι κόρες των ματιών τους πέρα δώθε «Τι στην ευχή να σου πρωτοπώ;» μέσα τους αναρωτιούνται. Και στην πληθώρα των δυσκολιών του βίου τους, επιλέγουν να σου απαντήσουν λιγόλογα, πρώτα με ερώτηση «Τι να κάνω παιδάκι μ;» και μετά, για να το κλείσουν, λένε μια όλη κι όλη λέξη «Βάσανα, παιδάκι μ΄βάσανα». Τόσο απλά.
Οχι ως προϊόν μιζέριας αλλά ως παίχτες που εμπέδωσαν τους όρους του παιχνιδιού της ζωής. Βάσανα, παιδάκι μ΄, βάσανα….
Οι γριές στις πεζούλες…
Είτε στα χωριά της Τήνου, είτε στα Ζαγόρια.
Οι κυρίες στις πεζούλες. Απόγευμα στο μεταίχμιο νύχτας.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News
