Φέρνει ψήφους το «έξω πάμε καλά»;
Φέρνει ψήφους το «έξω πάμε καλά»;
Με εξαίρεση την ομιλία και τη συνολική παρουσία του Κυριάκου Μητσοτάκη στο αμερικανικό Κογκρέσο την άνοιξη του 2022, δεν πρέπει να έχει υπάρξει μεγαλύτερη επικοινωνιακή επιτυχία της κυβέρνησης από το διήμερο της 6ης και 7ης Νοεμβρίου.
Ακόμη και με τις πλέον μετριοπαθείς διαθέσεις αν το αντιμετωπίσει κανείς, η Σύνοδος για τη Διατλαντική Ενεργειακή Συνεργασία του Ζαππείου ήταν ένας θρίαμβος.
Λίγες μόλις εβδομάδες έπειτα από το ταξίδι του Πρωθυπουργού στη Νέα Υόρκη για στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ, και την αίσθηση που προκάλεσε η ματαίωση της συνάντησης με τον Ταγίπ Ερντογάν και η επικοινωνιακή επιτυχία του προέδρου της Τουρκίας στη δική του κατ’ ιδίαν συνάντηση με τον Ντόναλντ Τραμπ, όλα μοιάζουν διαφορετικά.
Η παρουσία των αμερικανών υπουργών στην Αθήνα, οι συμφωνίες που υπογράφηκαν και ανακοινώθηκαν, οι προοπτικές που απορρέουν από αυτές, αλλά και όσα παράπλευρα αυτές ενεργοποιούν, διαμορφώνουν μια νέα εικόνα για τη χώρα.
Η στρατηγική σχέση με τις ΗΠΑ επαναβεβαιώνεται και αναβαθμίζεται, πέραν του στρατιωτικού σκέλους, και στο ενεργειακό, ο ρόλος της Ελλάδας ως πύλης εισόδου του αμερικανικού LNG προς την Ευρώπη έχει προφανή κομβική σημασία, τα όσα αυτά συνεπάγονται για την ενεργειακή ασφάλεια, την άμυνα και την επιρροή της χώρας στη ΝΑ Ευρώπη είναι αδιαμφισβήτητα.
Παράλληλα, οι προοπτικές εξόρυξης υδρογονανθράκων στα κοιτάσματα νότια της Κρήτης και της Πελοποννήσου και στο ΒΔ Ιόνιο ανοίγουν νέα παράθυρα για πολλαπλούς μετασχηματισμούς στο ενεργειακό και οικονομικό προφίλ της Ελλάδας, εφόσον δρομολογηθούν και υλοποιηθούν βάσει του σχεδιασμού.
Ολα αυτά δεν έγιναν, φυσικά, τυχαία και συμπτωματικά. Είναι αποτέλεσμα προετοιμασίας, μελέτης και ενορχηστρωμένης προσπάθειας της κυβέρνησης. Και από όποια οπτική γωνιά και αν το δει κανείς, ανατρέπουν κάθε θεωρία περί απομόνωσης της χώρας, περιφρόνησης του Ντόναλντ Τραμπ προς τον Κυριάκο Μητσοτάκη και αμερικανικών σχεδίων ανατροπής του.
Οσα εκτυλίχθηκαν τις τελευταίες ημέρες στην Αθήνα είναι στοιχεία που, μέχρι νεωτέρας τουλάχιστον, διαλύουν τις εντυπώσεις που κυριάρχησαν στο διάστημα που προηγήθηκε για τη διεθνή θέση και εικόνα της χώρας.
Ως τέτοια όμως, φανερώνουν και μία μεγάλη αντίφαση.
Ενώ σε αυτό το πεδίο τα αντανακλαστικά και η μεθοδικότητα του Πρωθυπουργού και των συναρμοδίων υπουργών λειτούργησαν υποδειγματικά, εξακολουθούν να παρουσιάζονται ζητήματα και υποθέσεις όπου διαπιστώνεται ακριβώς το αντίθετο.
Το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ εξακολουθεί να προσφέρει στοιχεία για τους μηχανισμούς και τα δίκτυα κατασπατάλησης πόρων και για τις εκμαυλιστικές πολιτικές πρακτικές, οι καταβολές προς τους αγρότες παραμένει άγνωστο πότε θα γίνουν, η υπόθεση των ΕΛΤΑ φανέρωσε για μία ακόμη φορά ανεπάρκειες στο πεδίο των χειρισμών, οι ομάδες και ομαδούλες βουλευτών της συμπολίτευσης είναι έτοιμοι για διαφοροποιήσεις ή και «αντάρτικα» εκ τους ασφαλούς, όπου και όποτε θεωρήσουν ότι η συγκυρία ευνοεί κάτι τέτοιο, και το Μέγαρο Μαξίμου μοιάζει να έχει επιλέξει ρόλο παρατηρητή σε όλα αυτά.
Η αντίφαση αυτή μεταξύ της διαχειριστικής υπερεπάρκειας της κυβέρνησης στα θέματα υψηλής πολιτικής, και της σημαντικής υστέρησής της σε ζητήματα καθημερινά ή και θεωρητικώς δευτερεύοντα, που όμως επιδρούν διαβρωτικά με πολλούς τρόπους, είναι κρίσιμη.
Αυτό συμβαίνει επειδή το ισοζύγιο των δύο αυτών πεδίων κυβερνητικής δραστηριότητας εμφανίζεται ελλειμματικό. Τα «μικρά και καθημερινά» έχουν πολύ μεγαλύτερη εκλογική επίδραση από τις επιτυχίες της υψηλής διπλωματίας. Είναι διαπιστωμένο διαχρονικά.
Οσο παράδοξο και αν το θεωρούν ορισμένοι, ακόμη και εντός κυβέρνησης, το αλαλούμ των ΕΛΤΑ, η σαπίλα του ΟΠΕΚΕΠΕ, η εγκατάλειψη του πρωτογενούς τομέα, το κόστος της στέγης και της ενέργειας –περιττό να επαναλαμβάνεται η γενικευμένη ακρίβεια και οποιαδήποτε άλλη ταλαιπωρία υφίσταται ο πολίτης– βαραίνουν δημοσκοπικά και εκλογικά πολύ περισσότερο από τα ενεργειακά megadeals.
Με άλλα λόγια, η υποθετική ερώτηση ενός πολίτη «γιατί δεν κάνετε κάτι για όλα αυτά;» δεν απαντιέται με το «φέραμε τη Chevron και την ExxonMobil».
Δεν σημαίνουν αυτά ότι οι αδιαμφισβήτητες επιτυχίες των τελευταίων ημερών είναι αμελητέες· το αντίθετο.
Οπως όμως γνωρίζουν και οι παλαιότεροι, το «έξω πάμε καλά», όσο κρίσιμο και αν είναι, δεν προσφέρει πολύ ισχυρά εκλογικά εχέγγυα. Απαιτείται συνεπώς κάτι στοιχειώδες: ο επαγγελματισμός που επιδεικνύει το κυβερνητικό κέντρο αποφάσεων στα «μεγάλα» και σημαντικά να επικρατήσει και στα «μικρά», που δεν είναι ασήμαντα.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News
