801
|

Σαν τα μαθητούδια

Αύγουστος Κορτώ Αύγουστος Κορτώ 11 Σεπτεμβρίου 2013, 00:08

Σαν τα μαθητούδια

Αύγουστος Κορτώ Αύγουστος Κορτώ 11 Σεπτεμβρίου 2013, 00:08

Όχι, δεν νοσταλγώ την ολοκαίνουργια σάκα και την κασετίνα με τα τσίλικα γραφικά είδη, ούτε τη μυρωδιά των ατσάκιγων τετραδίων. Ούτε τον ενθουσιασμό – μαζί με μια δόση φόβου – της επαφής με τον έξω κόσμο, μ’ ένα σύμπαν άγνωστων παιδιών που μπορούν να γίνουν φίλοι ή αντίπαλοί σου. Και δεν τα νοσταλγώ όλα αυτά γιατί θυμάμαι πως τα ακολουθούν δώδεκα χρόνια μόχθου και άγχους που ολοένα μεγαλώνει, και που παρά τις χαρές (όπως η πρωτόγνωρη αίσθηση της αργίας, των διακοπών, της μέρας που το χιόνι σκεπάζει τους δρόμους και τα σχολεία μένουν κλειστά) μοιάζει ώρες-ώρες με φυλακή που ταλαιπωρεί το εύπλαστο, αεικίνητο μυαλό σου με προπαίδειες και συντακτικά κι ακατάληπτες ασκήσεις χημείας. Θυμάμαι την εφηβική μου φαντασίωση (να δραπετεύσω διά παντός από τον σχολικό κλοιό), καθώς και τα καψόνια που υπέστην ως υπέρβαρος διοπτροφόρος με πρόδηλη προτίμηση στο φύλο μου, και γι’ αυτό πολλές φορές λέω ότι δεν με πειράζει που η ζωή είναι μία κι άλλη δεν έχει, διότι δεν έχω καμία όρεξη να ξαναπεράσω απ’ το τρενάκι του τρόμου που λέγεται σχολείο, που μαζί με τη γνώση σου διδάσκει την υποταγή, τη σύμπλευση με κανόνες που μπορεί να σφίγγουν την ψυχή σου σαν τη μέγγενη.

Και οι κολλητοί; Και το παιχνίδι; Τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα, η ξεγνοιασιά της παιδικής ηλικίας; Δεν πλέκονται όλα αυτά με τα σχολικά χρόνια, δεν είναι χαραγμένα ανεξίτηλα στη μικρή καρδιά που μεγαλώνει και θεριεύει για να χωρέσει τον κόσμο; Σαφώς. Μόνο που κι αυτοί οι ψυχικοί θησαυροί δεν είναι δίκαια και ίσα μοιρασμένοι σ’ όλα τα παιδιά. Διότι πάντα υπάρχει το μαμμόθρεφτο αγοράκι που δειλιάζει μπρος στην επιβεβλημένη κοινωνικοποίηση της τάξης, που δεν γουστάρει τα ομαδικά παιχνίδια επειδή είναι δυσκίνητο και άχαρο και μοιάζει περισσότερο με την μπάλα παρά με τον μπαλαδόρο – κι όσο για την ξεγνοιασιά, ρωτήστε τα παιδιά που γυρνάνε σπίτι και δεν ξέρουν τι τα περιμένει, τι καυγά ή ένταση θα κληθούν να αντιμετωπίσουν ως πανικόβλητοι ειρηνοποιοί, ή τα παιδιά που κουβαλούν στους ασθενικούς τους ώμους έναν άρρωστο ή προβληματικό γονιό, κι εξαναγκάζονται σε μια πρόωρη, βεβιασμένη ενηλικίωση για να μην τα συνθλίψει το βάρος που τους έχει φορτωθεί σαν μαύρη μοίρα.

Μα καλά, θα με ρωτήσετε, δεν έχεις κρατήσει από όλα αυτά τα χρόνια, απ’ αυτή τη μαγική διαδρομή που σε μεταμορφώνει, καθώς περνάς απ’ τη μία σχολική αίθουσα στην επόμενη, σε ενήλικο; Μόνο που η ενηλικίωση δεν είναι ημερολογιακή συνθήκη. Κι όσα κι αν σου προσφέρει η δωδεκαετής μαθητεία, ποτέ δεν σε προετοιμάζει γι’ αυτό που συνιστά την ουσιαστική σου ένταξη στον κόσμο των μεγάλων – κοινώς, τον βιοπορισμό και τα αναρίθμητα άγχη του. Ακόμα και οι σπουδές στο πανεπιστήμιο, που υποτίθεται ότι λειτουργούν ως προθάλαμος της επαγγελματικής σου σταδιοδρομίας, στην Ελλάδα τουλάχιστον λειτουργούν μάλλον ως παράταση της σχολικής ανεμελιάς: τέσσερα με έξι χρόνια χαβαλέ και περιστασιακής μελέτης στο πόδι (τουλάχιστον για μας που υπήρξαμε κωλοφοιτητές), κι από κει κι έπειτα επιβράβευση του νέου για την αντοχή και την υπομονή του, με μεθύσια, ταξίδια κι έρωτες. Ξεβράκωτους μας βρίσκει ο πρώτος λογαριασμός, το πρώτο νοίκι που θα πρέπει να πληρώσουμε.

Κι ωστόσο υπάρχει κάτι από τα χρόνια εκείνα που εξακολουθεί να κάνει την καρδιά μου να σκιρτά κάθε φορά που το θυμάμαι. Μια αίσθηση αποκομμένη απ’ τον χώρο και τον χρόνο, μια ευτυχία που η μνήμη της δεν λέει να ξεθωριάσει.

Είναι τα χέρια. Τα χέρια που έσκυβαν πάνω σου – το μεγάλο σώμα να προστατεύει πάντα το μικρό – για να σου δώσουν φροντίδα και παρηγοριά, αγάπη κι αδιάκοπη έγνοια. Τα χέρια του πατέρα μου όταν πρωί-πρωί με χτένιζε μπρος στον καθρέφτη με νερό, συμμορφώνοντας τα μαλλιά μου σε μια χωρίστρα ίδια με τη δική του, τα χέρια της μάνας μου γύρω απ’ το πρόσωπό μου όταν έσκυβε να με φιλήσει το πρώτο εκείνο σχολικό πρωινό (μα και τη μέρα της αποφοίτησής μου από το λύκειο, όταν πια δεν έσκυβε αλλά σηκωνόταν στις μύτες) τα χέρια που δούλευαν, χάιδευαν, μαγείρευαν, πλήρωναν κι έκρυβαν το σκοτάδι της ζωής να μην το δεις και τρομάξεις. Αυτό το ανεκτίμητο άγγιγμα μονάχα νοσταλγώ.

Και κάποιοι τυχεροί το απολαμβάνουμε ακόμα το δώρο αυτού του αγγίγματος, κι ας μεγαλώσαμε πια, κι ας κλοτσάει ο εγωισμός του τριανταπεντάρη όταν ο γκριζομάλλης μπαμπάς (που πάντα τον θυμάσαι νέο, όπως κι αυτός εσένα μωρό στον κόρφο του) ορμάει να σε αγκαλιάσει στο αεροδρόμιο, ή βάζει το χέρι στην τσέπη να σε βοηθήσει κι ας ξέρει ότι η τσέπη θα μείνει άδεια – ή, μες στον ύπνο που ζωντανεύει τους νεκρούς, το αέρινο χάδι της μάνας που η ψυχή επιμένει να πιστεύει πως από κάπου σε κοιτάει, σε στέργει, και ξορκίζει κάθε κακό.

Σαν τα μαθητούδια πλανιόμαστε στο περίφημο σχολείο της ζωής (που ουαί κι αλίμονο αν αποφοιτήσεις), και περιμένουμε, κι ελπίζουμε, τα χέρια αυτά να βρουν – σε φίλο, ταίρι, ή σε παιδί δικό μας – τον διάδοχό τους.

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News