Κάθε Σεπτέμβριο στη ΔΕΘ εμφανίζονται δύο εκδοχές «για τη νέα Ελλάδα», μία για κάθε Σαββατοκύριακο. Και όλοι γνωρίζουμε ότι η Θεσσαλονίκη δεν είναι και το ιδανικό σημείο για να συναντηθούν με την αλήθεια ο Πρωθυπουργός και ο αρχηγός της αντιπολίτευσης. Εκεί ακούσαμε το «λεφτά υπάρχουν» του Παπανδρέου, εκεί έσκισε και το μνημόνιο ο Σαμαράς.
Εκεί και η ξεχωριστή περίπτωση του Αλέξη Τσίπρα: το 2014 περιέγραψε το Πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης που έγινε ανέκδοτο ικανό να σταθεί δίπλα στο μετρό της πόλης. Στη συνέχεια έκλεινε αξιολογήσεις, μείωνε τη φορολογία, τις εισφορές και την ανεργία, έφερνε ανάπτυξη και επενδύσεις. Αν, τέλος πάντων, δεν έλεγε ψέματα, οι αναφορές του διατηρούσαν απόσταση από τις πράξεις του και την ίδια την πραγματικότητα. Ε, και; Κανένας δεν θυμάται τι λέγεται στη ΔΕΘ ή κανένας δεν δίνει σημασία -το ίδιο είναι. Και αν μάλιστα βρισκόμαστε σε προεκλογικές χρονιές, ελάχιστοι ασχολούνται με αυτά που εξαγγέλλει ο απερχόμενος. Όλοι περιμένουν να ακούσουν τον επόμενο. Έχει συγκρατήσει κανείς την τελευταία χρονιά του Σαμαρά; Όχι. Τον Τσίπρα θυμόμαστε να μοιράζει χρήμα σε μας και πόνο στους δανειστές.
Φέτος, όμως, σημειώνεται μία εξαίρεση. Διότι ο Τσίπρας ανέβηκε στο βήμα με το χέρι στην τσέπη. Τι θα κρατήσουμε από αυτήν την ομιλία του; Σίγουρα όχι την Ελλάδα ως «παγκόσμιο πρότυπο ανάπτυξης», ούτε την «ολιστική αναπτυξιακή στρατηγική που θα φέρει επενδυτική έκρηξη».
Θα κρατήσουμε τις εξαγγελίες που αφορούν άμεσα την τσέπη μας – τα «σε βάθος χρόνου» είναι περίπου «ποιος ζει, ποιος πεθαίνει». Οι συνταξιούχοι θα συνεχίσουν να ελπίζουν και να περιμένουν. Η μείωση του ΕΝΦΙΑ και των ασφαλιστικών εισφορών είναι θετικά μέτρα. Η μικρή μείωση της φορολογίας των επιχειρήσεων δεν φτάνει. Και δεν θα μπορούσε να γίνει αλλιώς. Η πολιτική παροχών και το σχέδιο Τσίπρα στηρίζεται στα υψηλά πλεονάσματα που δημιουργεί η υπερφορολόγηση. Πρόκειται βέβαια για μία συνειδητή πολιτική επιλογή αναδιανομής εισοδήματος μέσω της φορολογίας. Οι υψηλοί φόροι που πληρώνει η παραγωγική οικονομία μετατρέπονται σε επιδόματα και παροχές προς την εκλογική πελατεία. Κάπως έτσι, θα πάρουν αναδρομικά οι στρατιωτικοί, οι δικαστικοί, θα επιδοτηθούν ενοίκια νεαρών ζευγαριών και ασφαλιστικές εισφορές νέων εργαζομένων. Στη μέση παρεμβάλλεται ένα ερώτημα πώς θα επιταχυνθούν οι ρυθμοί ανάπτυξης με τόσο μεγάλη φορολογική επιβάρυνση.
Το ενδιαφέρον μετατίθεται τώρα στην επόμενη εβδομάδα, όπου ο Μητσοτάκης θα πρέπει από τη μία να απαντήσει στις παροχές (ενδεχομένως και να πλειοδοτήσει) και από την άλλη να αποσαφηνίσει όσα λέει για τη μείωση της φορολογίας -και τα δύο δύσκολα συνδυάζονται.
Aναλυτικά τα μέτρα που ανακοίνωσε ο Πρωθυπουργός
Καταβολή αναδρομικών 1 δισ. ευρώ σε ενστόλους των σωμάτων ασφαλείας και των ενόπλων δυνάμεων, καθώς και σε δικαστικούς και πανεπιστημιακούς.
Νομοθέτηση, μέχρι το τέλος του έτους, σταδιακής μείωσης του ΕΝΦΙΑ, η οποία μεσοσταθμικά θα είναι 30%, ενώ για 1,2 εκατ. μικρές περιουσίες θα φτάσει το 50%. Η μείωση θα γίνει σε δύο φάσεις, η πρώτη από 1/1/2019 και η δεύτερη από 1/1/2020.
Ταυτόχρονα θα αλλάξει η δομή του φόρου, με ελάφρυνση της «λαϊκής κατοικίας», και περισσότερο φόρο για τη μεγάλη ακίνητη περιουσία.
Μείωση των ασφαλιστικών εισφορών από 1/1/2019 για τους ελεύθερους επαγγελματίες με εισόδημα πάνω από 7.000 ευρώ. Η μείωση θα φτάσει το 35% και θα γίνει με μείωση του συντελεστή για την κύρια σύνταξη σε 13,3% από 20% που είναι σήμερα.
Αντίστοιχη μείωση 35% θα γίνει και για τους αγρότες.
Μείωση της φορολογίας των επιχειρήσεων σε βάθος τετραετίας, αρχής γενομένης από 1/1/2019, κατά τέσσερις ποσοστιαίες μονάδες, από 29% που είναι σήμερα, στο 25%.
Εκτεταμένο πρόγραμμα επιδότησης ενοικίου με ποσά από 70 έως 200 ευρώ τη μήνα με εισοδηματικά κριτήρια για 300.000 οικογένειες.
Τρεις χιλιάδες προσλήψεις μόνιμου εξειδικευμένου προσωπικού για το πρόγραμμα Βοήθεια στο Σπίτι.
Κατάργηση του Φόρου Επιτηδεύματος για συνεταιρισμούς, ΚΟΙΝΣΕΠ και ανενεργές επιχειρήσεις, από 1/1/2019.
Επιδότηση του συνόλου των ασφαλιστικών εισφορών για νέους μισθωτούς στον ιδιωτικό τομέα, εως 25 ετών, σε βάθος διετίας. Κατά 50% από 1/1/19 και 100% από 1/1/20.
Αλλαγή των συντελεστών του ΦΠΑ, από 1/1/21 μείωση κατά δύο μονάδες του μεγάλου συντελεστή, από 24% σε 22% και του μικρού από 13% σε 12%.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News