Συρία: Καταδότες και βασανισθέντες ζητούν εκδίκηση
Συρία: Καταδότες και βασανισθέντες ζητούν εκδίκηση
Το καθεστώς Ασαντ είχε μετατρέψει τη Συρία σε ένα κράτος που είχε στραφεί εναντίον του εαυτού του, ένα κράτος γεμάτο καταδότες, όπως ακριβώς είχε κάνει και η Ανατολική Γερμανία.
Γείτονες και συνάδελφοι κατασκόπευαν ο ένας τον άλλον και έδιναν αναφορά: τι έλεγαν, πού πήγαιναν, ποιος ερχόταν για φαγητό στο σπίτι τους.
Oταν ο Μπασάρ αλ Ασαντ διέφυγε από τη Συρία και βρέθηκε στη Μόσχα, τον Δεκέμβριο, άφησε πίσω του μία κοινωνία διαλυμένη, όχι μόνο από τον πολυετή εμφύλιο, αλλά και από την καχυποψία, καθώς ο κόσμος αναρωτιόταν ποιος από τους γείτονες και φίλους βοήθησε το τυραννικό καθεστώς, σημείωσε η Washington Post.
Στους μήνες μετά την πτώση του Ασαντ, έχουν καταγραφεί πολλά περιστατικά όπου πολίτες κυνήγησαν ή ακόμα και σκότωσαν, όσους θεωρούσαν ότι κατέδωσαν τους ίδιους ή συγγενείς τους με αποτέλεσμα να συλληφθούν, να βασανιστούν ή και να δολοφονηθούν.
Η δίψα για εκδίκηση είναι μία μεγάλη πρόκληση για τη νέα συριακή κυβέρνηση, η οποία αντιμετωπίζει επίσης θρησκευτικές διαιρέσεις που έχουν τις ρίζες τους στην ευρέως διαδεδομένη δυσαρέσκεια κατά της θρησκευτικής μειονότητας των Αλαουιτών, μέλος της οποίας ήταν ο Ασαντ.
Οι νέες Αρχές έχουν απευθύνει έκκληση για επούλωση και εθνική ενότητα, αλλά έχουν προσφέρει ελάχιστες προτάσεις για το πώς θα το επιτύχουν, σημείωσε η Post.
Ο καταδότης Μπαρμπάρι
Η συνοικία Τανταμόν της Δαμασκού διαφημιζόταν από το καθεστώς Ασαντ ως πρότυπο κοινωνικής αρμονίας. Ομως, κατά τη διάρκεια του πολέμου, χιλιάδες κάτοικοι της συνοικίας εξαφανίστηκαν -άλλοι σε φυλακές, άλλοι σε ρηχούς τάφους ανάμεσα στα σπίτια. Τα θύματα και οι δράστες ήταν συχνά γείτονες.
Στα σχολεία, οι δάσκαλοι μετέφεραν στο καθεστώς όσα έλεγαν ότι άκουγαν τα παιδιά στα σπίτια τους.
Τις εβδομάδες μετά την πτώση του Ασαντ, διηγούνται οι κάτοικοι στους δημοσιογράφους της αμερικανικής εφημερίδας, ένας από τους μαθητές -τώρα αντάρτης- επέστρεψε για να αντιμετωπίσει τη δασκάλα του, κατηγορώντας την για την εξαφάνιση των γονιών του.
Μια άλλη γυναίκα είπε ότι φίλοι του εν διαστάσει συζύγου της είχαν αναφέρει στις Αρχές ότι έτρεφε αντικυβερνητικές συμπάθειες.
Η Post ανέφερε την περίπτωση του Αμπού Αϊμάν Μπαρμπάρι, που είχε γίνει πλούσιος υπό το καθεστώς, φτάνοντας να κατέχει περίπου 12 ακίνητα και αρκετές μικρές επιχειρήσεις στην περιοχή του στη Δαμασκό.
Οταν μια ομάδα κατοίκων από μια κοντινή γειτονιά προσπάθησε να τον εκβιάσει για να του αποσπάσει χρήματα, βοήθησε τις δυνάμεις ασφαλείας να τους εντοπίσουν και ένα βράδυ τις οδήγησε στα σπίτια των ανθρώπων αυτών.
Είπε επίσης ότι είχε ενταχθεί σε μια τοπική φιλοκυβερνητική πολιτοφυλακή, γνωστή ως Δυνάμεις Εθνικής Αμυνας (NDF), που περιπολούσε στην περιοχή.
Αν δεν το έκανε, είπε, η πολιτοφυλακή μπορεί να είχε καταλάβει κάποιο από τα σπίτια του. Αντ’ αυτού, οι πολιτοφύλακες των NDF έστησαν ένα σημείο ελέγχου έξω από την εξώπορτα του Μπαρμπάρι και πυροβολούσαν τυχαία τους κατοίκους στον δρόμο.
Ο Αχμέντ Μοχραμπί δήλωσε ότι συνελήφθη λίγο αφότου η αδελφή του εθεάθη «να προσβάλλει» μια φωτογραφία του Ασαντ. Ο ξάδελφός του, Μούσα, συνελήφθη αρκετούς μήνες αργότερα, είπε, μετά από έναν καβγά με έναν γείτονα από τον επάνω όροφο, ο οποίος είχε επίσης ενταχθεί στις Δυνάμεις Εθνικής Αμυνας.
Αστυνομικοί με πολιτικά τον έβγαλαν από το φορτηγό του, αφήνοντας τους μικρούς του γιους μόνους στο πίσω κάθισμα.
Δεσμοφύλακες τρύπησαν τα άκρα του Μούσα «με γυαλιά και αναμμένα τσιγάρα» και κρέμασαν τον Αχμέντ από τους καρπούς του μέχρι που έσπασαν. Οταν επέτρεψαν στους συγγενείς τους να τους επισκεφθούν τη φυλακή, είπαν ότι δεν τους αναγνώρισαν μέχρι που φώναξαν τα ονόματά τους.
Καθώς οι τζιχαντιστές πλησίαζαν στη Δαμασκό, η οικογένεια Μπαρμπάρι αποφάσισε ότι ο Αμπού Αϊμάν έπρεπε να φύγει άμεσα μήπως και σωθούν οι υπόλοιποι.
Ηταν μόνο θέμα χρόνου να έρθουν να τον πάρουν. Κατάφερε να φτάσει στον γειτονικό Λίβανο τρεις ημέρες αργότερα με τη σύζυγό του και τον γιο του.
Τρεις ημέρες μετά την κατάληψη της Δαμασκού, 12 μασκοφόροι μπήκαν με όπλα στον φούρνο της οικογένειας Μπαρμπάρι, πήραν τους άνδρες και τους έστησαν σε έναν τοίχο. Γύρω τους, πολλοί τους χλεύαζαν. «Ο πατέρας σας ήταν αναμεμειγμένος σε δολοφονίες», φώναξε ένας.
«Σας παρακαλώ, αν πρόκειται να τον κατηγορήσετε, πρέπει να έχετε αποδείξεις», φώναζε ο γιος του. Η γυναίκα του έκλαιγε με λυγμούς και παρακαλούσε τους άνδρες να δείξουν έλεος. Στο τέλος, υποχώρησαν.

Η διαδικασία συμφιλίωσης
Στην πρώτη του ομιλία ως νέος πρόεδρος της Συρίας, ο Αχμέντ αλ-Σάρα, είπε στο έθνος ότι η νίκη επί του Ασαντ ανήκει στα θύματα του κρατικού συστήματος ασφαλείας του.
Η πραγματική δικαιοσύνη θα έρθει από την «επίτευξη της πολιτικής ειρήνης και την καταδίωξη των εγκληματιών που έχουν ποτιστεί με συριακό αίμα», είπε, «είτε μεταξύ εκείνων που έχουν κρυφτεί εντός της χώρας είτε έχουν διαφύγει εκτός αυτής».
Η κυβέρνηση δημιούργησε «κέντρα συμφιλίωσης», όπου ανήσυχοι και χλωμοί πρώην στρατιώτες και πράκτορες των μυστικών υπηρεσιών παρέδωσαν επισήμως τα όπλα τους με αντάλλαγμα πολιτικές ταυτότητες. Αλλά η διαδικασία ήταν προαιρετική και ένας αυξανόμενος αριθμός πιστών στο καθεστώς Ασαντ δεν εμφανίστηκε, φεύγοντας για άλλα μέρη της χώρας.
Στην Τανταμόν, πολλοί κάτοικοι σοκαρίστηκαν, σημείωσε η Post, όταν διαδόθηκε η είδηση ότι ο πρώην επικεφαλής του NDF, είχε επιστρέψει για λίγο, αφού «συμφιλιώθηκε» επίσημα με τις νέες Αρχές.
Κάποιοι είπαν ότι επέστρεψε για μια συνάντηση της κοινότητας, άλλοι ισχυρίστηκαν, λανθασμένα, ότι είχε ξεναγηθεί στον τόπο μιας σφαγής για την οποία είχε κατηγορηθεί ευρέως το NDF. Εκατοντάδες κάτοικοι έτρεξαν να διαμαρτυρηθούν στις Αρχές.
«Η ίδια η ύπαρξη αυτού του τύπου σημαίνει ότι ολόκληρο το σχέδιο της ανατροπής του καθεστώτος ήταν μια αποτυχία», είπε ο Μούσα.
Ανοικτοί λογαριασμοί
Σε ολόκληρη την Τανταμόν, οι κάτοικοι ανέφεραν ότι ορισμένοι από τους γνωστούς πληροφοριοδότες και τους πιστούς στο καθεστώς είχαν προσπαθήσει να διαπραγματευτούν με τους γείτονές τους.
Ενας άνδρας παρέδωσε το διαμέρισμά του σε αντάρτες που επέστρεψαν με την πτώση του Ασαντ. Η οικογένεια που ο Μούσα κατηγόρησε για τη φυλάκισή του εμφανίστηκε στην πόρτα του για να του προσφέρει ένα ακριβό αυτοκίνητο.
Η οικογένεια Μοχραμπί είχε καταστραφεί οικονομικά από τις συλλήψεις, πληρώνοντας περισσότερα από 200.000 δολάρια σε δωροδοκίες για πληροφορίες σχετικά με το πού βρισκόταν ο Μούσα και για να κερδίσει την ελευθερία του.
Οι πρώην κρατούμενοι υποφέρουν από εφιάλτες, καθώς οι μνήμες από τα βασανιστήρια τούς στοιχειώνουν. «Υπάρχουν κάποια εγκλήματα που δεν συγχωρούνται», είπε ο Μούσα στην WP. «Η σύζυγός μου είναι αυτή που με πιέζει να συγχωρήσω. Μου λέει ότι όλοι εδώ έχουν παιδιά».
Μετά το άδειασμα των φυλακών και την απελευθέρωση των κρατουμένων τους, δημοσιογράφοι-ερευνητές δημοσίευσαν ιστορίες που περιέγραφαν τι αποκαλύφθηκε στα αρχεία που είχαν συσσωρευτεί εκεί: ποιες οικογένειες είχαν πληροφοριοδότες ανάμεσά τους και τι έλεγαν στις αναφορές τους, όπως φαίνονταν στις εκθέσεις των μυστικών υπηρεσιών.
Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης υποδαύλισαν το αυξανόμενο αίσθημα ανασφάλειας μεταξύ των πρώην πιστών του Ασαντ, συμπεριλαμβανομένων των πληροφοριοδοτών, με μια συνεχή ροή αναφορών για επιθέσεις εκδικητών εναντίον ανθρώπων με πραγματικούς ή θεωρούμενους δεσμούς με το πρώην καθεστώς.
Οι αδελφοί Μπαρμπάρι έμεναν κλεισμένοι στο σπίτι όταν δεν δούλευαν. Μια ομάδα ανταρτών άρχισε να χτυπά την πόρτα όταν χρειάζονταν βοήθεια σε διάφορες δουλειές. Ο Χάμντι τις ολοκλήρωνε σιωπηλά, χωρίς να τους κοιτάζει στα μάτια. Του έδωσαν το παρατσούκλι «ο μικρός σκύλος».
Ο Χάμντι εγκατέλειψε την προσπάθεια να πολεμήσει τους ισχυρισμούς εναντίον του πατέρα του, είπε, αλλά δεν του κρατούσε κακία. Τώρα απλά παρακαλούσε τους ανθρώπους να πιστέψουν ότι δεν ήταν σαν τον πατέρα του.
«Τους λέω, “κοιτάξτε: Το έσκασε. Εσείς πρέπει να ασχοληθείτε μαζί του, όχι εγώ”. Αλλά αν κάποιος έχει χάσει έναν αδελφό ή έναν πατέρα, ανησυχώ ότι θα είμαι εγώ αυτός που θα την πληρώσει, ώστε να νιώσουν ότι έκαναν κάτι».
Ο ίδιος θέλει και αυτός να φύγει από τη Συρία. «Δεν είχαμε επιλογή να μην είμαστε με το καθεστώς. Δεν υπερασπίζομαι τον πατέρα μου. Προσπαθώ να είμαι ειλικρινής», είπε στην Post.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News
