1353
| Shutterstock

Και τι κάνουμε στο εξής για τον τουρισμό;

Χριστίνα Πουτέτση Χριστίνα Πουτέτση 18 Οκτωβρίου 2021, 09:28

Και τι κάνουμε στο εξής για τον τουρισμό;

Χριστίνα Πουτέτση Χριστίνα Πουτέτση 18 Οκτωβρίου 2021, 09:28

Είναι η εποχή του απολογισμού και της εκ νέου προετοιμασίας. Της ανασκόπησης και ανασυγκρότησης. Σε συνέχεια μιας χρονιάς κατά την οποία οι προσδοκίες στον τουρισμό ήταν χαμηλότερες του αποτελέσματος. Μια και εν τέλει, μετά το δεύτερο εξάμηνο, η ανάκαμψη ήταν ισχυρή, ιδιαίτερα στα οικονομικά αποτελέσματα.

Η πανδημία κατέδειξε την ανάγκη για ταξίδι. Και αυτό φάνηκε όταν ήρθησαν οι περιορισμοί. Η Ελλάδα κεφαλαιοποίησε τη θέση της ανάμεσα στις κορυφαίες επιλογές των ξένων αγορών.

Μια θετική εξέλιξη ύστερα από μια πολύ αρνητική διεθνή συγκυρία. Η ζήτηση αποδείχθηκε έντονη το 2021. Και έτσι δείχνει ότι συνεχίζει για το 2022.

Ο τουρισμός αντεπεξήλθε. Τι χρειάζεται όμως; Υποδομές, επενδύσεις, βιωσιμότητα, στήριξη, προώθηση, διαχείριση, ποιοτική αναβάθμιση;

Μια ακόμα θετική συγκυρία;

Αυτό που συνέβη μετά τον Ιούνιο και τον Ιούλιο στην τουριστική ζήτηση για τη χώρα «ήταν μια πολύ καλή αντίδραση της αγοράς. Ηταν μια επιβεβαίωση ότι είμαστε μια καλή αγορά, μας εκτιμούν σε επίπεδο επιλογών και αυτό έχει οικονομικό ορίζοντα. Αποτελούμε σαφώς ένα προϊόν που έχει μέλλον», σημειώνει ο Πάρις Τσάρτας, καθηγητής Τουριστικής Ανάπτυξης στο Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο και του Μεταπτυχιακού Προγράμματος Σπουδών στον Τουρισμό, του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου. Η ταχύτητα επαναφοράς καταγράφηκε «με ένα απίστευτο μπουμ, αλλά ατσούμπαλο», προσθέτει.

Η Ελλάδα απέδειξε ότι μετά την πανδημία μπήκε ξανά στο «τρένο» της τουριστικής ζήτησης.

Ομως αυτό θα φέρει σημαντικές προκλήσεις και πρέπει να διαμορφωθεί κεντρικά ο χάρτης της τουριστικής ανάπτυξης, «τώρα που αναπτύσσονται το σιδηροδρομικό δίκτυο, τα λιμάνια και τα αεροδρόμια» στην επικράτεια. «Δεν πρέπει να ριχτεί όλο το βάρος στην Τοπική Αυτοδιοίκηση», λέει ο Χάρης Κοκκώσης, ομότιμος καθηγητής Χωροταξίας και Περιβαλλοντικού Σχεδιασμού στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας. «Ανταποκρινόμαστε στη δυναμική, χωρίς να υπάρχει στρατηγική», τονίζει. Ο ίδιος διετέλεσε πρόεδρος του ΕΟΤ το 2004 και στη συνέχεια ειδικός γραμματέας Στρατηγικού Σχεδιασμού στο υπουργείο Τουρισμού, καθώς και διευθύνων σύμβουλος της Εταιρείας Τουριστικής Ανάπτυξης (ΕΤΑ) το 2007.

Οι πωλήσεις και η προώθηση, στον βραχυπρόθεσμο ορίζοντα, «είναι το πρώτο μέλημα για να διατηρήσουμε την ανταγωνιστικότητα. Και αυτό ισχύει για όλους, επιχειρηματίες και διοίκηση. Αυτό είναι μια ανάγκη, για να σταθούμε στα πόδια μας».

Χρειάζεται να δούμε «πού θέλουμε να πάμε και πώς».

Το δεδομένο είναι ότι και ο τουρισμός έχει επηρεαστεί από την πανδημία. Ξεκινά από το πώς επιλέγει ο κόσμος που θα ταξιδέψει. Το «safety and security» είναι το νούμερο ένα κριτήριο.

Ακολουθεί η πρόκληση της κλιματικής αλλαγής. «Και αυτό βάζει θέματα ασφάλειας». Ετσι «καταλαβαίνουμε ότι υπάρχει ενίσχυση της ατομικότητας, των ειδικών ενδιαφερόντων που έχει ο καθένας», επισημαίνει ο κ. Κοκκώσης.

Μπορώ να ικανοποιήσω αυτό που θέλω εγώ; Εκεί εντοπίζεται μια διάσπαση. Εμφανίζεται ο «τουρισμός ειδικών σκοπών». Και αυτό «δεν προτυποποιείται».

Ανάλογα και οι χώρες προέλευσης έχουν διαφορετικές αναζητήσεις. Αλλα ψάχνει ο Γάλλος, άλλα ο Πολωνός. Αρα, κανείς «πρέπει να καταλάβει τι ψάχνει ο κόσμος, γιατί ακόμα αυτό δεν έχει εκφραστεί». Αυτό δημιουργεί διάχυση ευκαιριών και έντονη διαφοροποίηση στο τι θέλει ο επισκέπτης/τουρίστας. «Η τυποποίηση είναι το δύσκολο», εξηγεί ο κ. Κοκκώσης, φέρνοντας ως παράδειγμα το Πήλιο, το οποίο εστιάζει σε διαφορετικούς τύπους τουρίστα.

Στην ίδια λογική, κάθε μέρος «πρέπει να αναζητήσει τα ιδιαίτερά του χαρακτηριστικά» και στη συνέχεια «να κινητοποιηθεί το σύστημα, η Τοπική Αυτοδιοίκηση και οι επιχειρηματίες».

Εξάλλου, αυτό που μετράει «είναι η εμπειρία του τόπου». Και ένα πράγμα που γνωρίζουμε είναι ότι «οι κύριες αγορές μας είναι γηρασκόμενοι πληθυσμοί».

Πώς λοιπόν διαχειριζόμαστε τον τόπο;

Ποιες είναι οι ευκαιρίες και ποια τα εμπόδια; Και τι μπορεί να κάνει η Πολιτεία;

Αυτά ξεπερνούν την προβολή και την προώθηση.

Σε όλη την επικράτεια και σε προορισμούς με δυναμική, έχουν δημιουργηθεί «πυρήνες», π.χ. οικοτουρισμού, ή δραστηριοτήτων όπως πεζοπορία, ποδήλατο κ.λπ.

«Χρειάζεται να δοθεί στήριξη σε αυτούς και διάχυση της γνώσης σε σχέση με το τι κάνουν. Οπως επίσης, κανόνες και ρυθμίσεις, αν χρειάζονται, στο πώς αναπτύσσεται το κάθε πράγμα σε κάθε χώρο», επισημαίνει.

Και αυτό, κατά τον καθηγητή Χωροταξίας και Περιβαλλοντικού Σχεδιασμού, έχει να κάνει πολύ με τον χωροταξικό σχεδιασμό.

«Διευκολύνουμε την πρωτοβουλία με εξαιρέσεις και παρεμβάσεις, όπως π.χ. ΕΣΧΑΣΕ και ΕΣΧΑΔΑ, χωρίς να υπάρχει όμως συνολική στρατηγική». Αυτές «οι παρεκκλίσεις θα πρέπει να αποκτήσουν μια συσχέτιση για τον τουρισμό σε τοπικό, περιφερειακό και εθνικό επίπεδο». Γιατί «η διάχυση δημιουργεί ευκαιρίες, αλλά μπορεί να είναι ανεξέλεγκτη».

Επείγον ζητούμενο είναι το θέμα της ταυτότητας. Η αναζήτηση και η ανάδειξή της.

Και εδώ είναι η πρόκληση για την επόμενη μέρα: «Να βρεθεί ένας τρόπος διακυβέρνησης, που να διαχειρίζεται αυτά τα συστήματα και τους (φυσικούς) πόρους. Αλλιώς είναι τυχαία η ανάπτυξη», υπογραμμίζει.

Δεν αρκεί μόνο η προώθηση.

Τα τελευταία χρόνια αυτό καθίσταται ολοένα και πιο ξεκάθαρο.

Μια και η ώθηση που έχει δώσει η διέξοδος των βραχυχρόνιων μισθώσεων σε περιοχές «καταλήγει να απειλεί αυτά τα χαρακτηριστικά που προσελκύουν τους βασικούς επισκέπτες. Οπως το τοπίο και την κλίμακα των οικισμών». Και μπορεί να οδηγήσει σε μια συσσώρευση και αντιγραφή κακοαναπτυγμένων προτύπων.

«Για εμάς το κλειδί είναι η μεγαλύτερη περίοδος», τονίζει ο καθηγητής Πάρις Τσάρτας. Το ότι αυτό χρειάζεται, το συζητάμε χρόνια. Το τι φταίει, επίσης. «Αλλά εδώ υπάρχουν αντιδράσεις και εκ των έσω».

Ο ανταγωνισμός θα είναι ιδιαίτερα σκληρός την επόμενη χρονιά, ιδιαίτερα στους προορισμούς που πήγαν καλά το 2021.

Οι πωλήσεις και η ενίσχυσή τους προφανώς δεν μπορούν να αγνοηθούν.

Κατά τον καθηγητή Τουριστικής Ανάπτυξης, δύο πράγματα προκύπτουν.

Το πρώτο είναι «μια αντίφαση σε σχέση με την ποιότητα». Γίνεται μεγάλη συζήτηση για να διατηρηθούν ποιοτικές προδιαγραφές, «αλλά το σύστημα πρέπει να λειτουργήσει με όρους τιμολογιακής προώθησης». Ζητούμενο, η ποιότητα και το επιχειρείν με κέρδη.

Οσοι έχουν δημιουργήσει ένα καλό προϊόν –είναι ποιοτικοί και σε λογικές τιμές– θα είναι σε καλή θέση.

Το δεύτερο στοιχείο που επισημαίνει ο κ. Τσάρτας έχει να κάνει με τη συζήτηση περί προορισμών και επιχειρήσεων. «Οι προορισμοί είναι καθοριστικής σημασίας σε σχέση με τις επιχειρήσεις. Χρειάζεται μια βιώσιμη και πολύ τακτοποιημένη κατάσταση και «νόμισμα» τα ειδικά προϊόντα για να λειτουργούν σε μια μακρύτερη περίοδο».

Αυτά είναι αντιφατικά στο ράλι που θα ακολουθήσει.

Φέτος «πετύχαμε σε μια πιο σωστή λογική το value for money. Η λογική δεν πρέπει να είναι οι πάντες παντού», σχολιάζει. Στόχος είναι «να παραμείνουμε σε αυτό που πετύχαμε, στο value for money. Και υπάρχουν διαβαθμίσεις».

Αυτό που έχει μεγάλη σημασία είναι να δει κανείς τα στοιχεία.

Ανάμεσα σε αυτά που θα πρέπει να γνωρίζουμε «είναι ότι τα long haul ταξίδια θα έχουν θέμα για καιρό. Εμείς κερδίζουμε. Εχουμε δύο-τρία χρόνια για να βελτιώσουμε το προϊόν».

Ωστόσο, για τον υπερτουρισμό η συζήτηση δεν πρέπει να παραβλέπεται. «Τα δημοσιεύματα που είναι θετικά για τη χώρα είναι πλέον ισοδύναμα με αυτά που μιλούν για υπερτουρισμό», σημειώνει ο κ. Τσάρτας.

Και το προσωπικό είναι ένα μεγάλο ζήτημα. «Δεν μπορεί να μην είναι επαρκές και έμπειρο. Αλλά πρέπει να επαναπροσσδιοριστούν οι σχέσεις και οι όροι εργασίας», υπογραμμίζει.

Ταυτόχρονα, διαπιστώνει έναν «ιδιόμορφο υπερεπαγγελματισμό. Ανοίγουν επιχειρήσεις στο “πουθενά” και κλείνουν σε τρεις μήνες. Δεν βγαίνει κέρδος μέσα σε τρεις μήνες. Ολο το κομμάτι της εστίασης και ένα κομμάτι του καταλύματος λειτουργεί με όρους ασαφείς», παρατηρεί. «Επενδύουν όπου υπάρχει δυνατότητα βραχυπρόθεσμου κέρδους. Στο κατάλυμα αυτό συμβαίνει με αλλαγές θεσμικές, π.χ. από ξενοδοχείο σε διαμερίσματα. Υπάρχουν και όρια στον “υπερεπαγγελματισμό”. Οι επιχειρηματίες λειτουργούν εν θερμώ», τονίζει.

Και εκτιμά ότι χρειάζεται να μπει σε συζήτηση με το κράτος και τους επιχειρηματίες το τι και πόσες άδειες δίνονται.

«Υπάρχει νόημα για νέα καταλύματα ή θα πρέπει να βελτιώσουμε υφιστάμενες υποδομές;».

Τελικά, τι χρειάζεται στο εξής ο τουρισμός;

Ανασκόπηση και προετοιμασία

Πρόσφατα ο πρόεδρος του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΣΕΤΕ) Γιάννης Ρέτσος εκτίμησε ότι το 2022 μπορεί να φθάσουμε στα νούμερα του 2019, χρονιά που οι τουριστικές εισπράξεις ξεπέρασαν τα 18 δισεκατομμύρια ευρώ.

Σε αυτή την προσπάθεια, ο υπουργός Τουρισμού Βασίλης Κικίλιας, σε συνέχεια συνάντησής του με την ηγεσία της TUI, την περασμένη εβδομάδα, ζήτησε η χώρα να είναι έτοιμη για το άνοιγμα της σεζόν από τα τέλη Μαρτίου, δηλώνοντας ότι «σε κάθε περίπτωση 1η Απριλίου εκκινούμε».

Εδώ να σημειωθεί η αναφορά του προέδρου της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Ξενοδόχων (ΠΟΞ) Γρηγόρη Τάσιου στην Ετήσια Τακτική Γενική Συνέλευση της ΠΟΞ, στις 14 Οκτωβρίου, ότι μετά από δύο χρονιές πανδημίας, η μεσοσταθμική μείωση τζίρου στις επιχειρήσεις αγγίζει το 55%-60% σε σχέση με το 2019. Θα απαιτηθούν τρεις με πέντε χρονιές για να οδηγηθούν στην πλήρη οικονομική ανάκαμψη.

Ενώ διαπιστώνονται έντονες διαφοροποιήσεις, κυρίως στα συνεχούς λειτουργίας ξενοδοχεία των πόλεων και του ορεινού όγκου της χώρας, τις οποίες επισήμανε ο πρόεδρος του Ξενοδοχειακού Επιμελητηρίου Ελλάδος (ΞΕΕ) Αλέξανδρος Βασιλικός, στη συνεδρίαση του Δ.Σ. στις 13 Οκτωβρίου, παρουσία του υπουργού Τουρισμού. Με τον τελευταίο να εστιάζει στις δημόσιες επενδύσεις 320 εκατομμυρίων ευρώ για τον τουρισμό μέσα από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης, δίνοντας έμφαση στις υποδομές, στο crisis management, στην ψηφιοποίηση και στο upskilling και reskilling του ανθρώπινου δυναμικού.

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News

Διαβάστε ακόμη...

Διαβάστε ακόμη...