1060
| CreativeProtagon

Ιστορίες κατασκοπείας: από το 1821 μετράμε…

Ελευθερία Κόλλια Ελευθερία Κόλλια 19 Μαρτίου 2023, 20:39

Ιστορίες κατασκοπείας: από το 1821 μετράμε…

Ελευθερία Κόλλια Ελευθερία Κόλλια 19 Μαρτίου 2023, 20:39

Η υπόθεση της Ιρίνα Αλεξάντροβνα Σμίρεβα από τη Ρωσία που βρέθηκε στο μαγαζάκι της οδού Αρριανού, στο Παγκράτι, να προσφέρει υπηρεσίες κατασκοπείας κρατώντας βελόνες και νήματα, έχει εξάψει –και ευλόγως– το δημόσιο ενδιαφέρον: καλά εκπαιδευμένη για να ζει ως «υπεράνω υποψίας Μαρία Τσάλλα», γερά δικτυωμένη ώστε να διαφύγει στην πατρίδα της χωρίς παρατράγουδα, τόσο για την ίδια όσο και για τις μυστικές υπηρεσίες που την είχαν στη δούλεψή τους.

Η ιστορία της κατασκοπείας στην Ελλάδα δεν μετρά πολλές γυναίκες, έχει όμως βάθος χρόνου, αγγίζοντας έως και τα χρόνια της Ελληνικής Επανάστασης. Τότε που ακόμη δεν αποκαλούνταν «illegals» οι πρωταγωνιστές, ούτε διέθεταν social media για να ρίχνουν στάχτη στα μάτια του κόσμου.

Στοιχεία – έγγραφα που έχουν αντληθεί από το τηρούμενο στα Γενικά Αρχεία του Κράτους αρχείο του υπουργείου Αστυνομίας κατά την περίοδο 1822-1827 («Η κατασκοπία κατά την Επανάσταση του 1821», Χρήστος Κ. Ρέππας), αποκαλύπτουν πλείστους όσους υπόπτους κατασκοπείας, πολλοί εκ των οποίων ασχολούνταν με το εμπόριο – όπως και η Σμίρεβα.

Ιθύνων νους, πρόσωπο-κλειδί και επικεφαλής κατασκοπευτικού δικτύου εκτιμάται ότι ήταν ο Μεχμέτ Αλί πασάς της Αιγύπτου (πατέρας του Ιμπραήμ, που θα κατέκαιγε αργότερα την Πελοπόννησο). Φέρεται, δε, να είχε στείλει πράκτορες του, σε μεγάλο ποσοστό εμπόρους, στον Μοριά από τις αρχές της Επανάστασης.

«Κάποιος Ιωάννης Κοκκίνης, σημαδευμένος από ευλογίας, σωματώδης, αδόγμητος (σ.σ.: μη ανήκων σε κάποιο θρησκευτικό δόγμα) και ομιλών δε την καθομιλουμένην ελληνικήν, το πρώτον δέ φραγκοφορεμένος και τώρα ελληνικά, είναι ύποπτος άνθρωπος και φαίνεται να εστάλη παρά του Αλή Πασά της Αιγύπτου δια να κατασκοπεύη τα μέρη ταύτα» αναφέρει σχετικό ντοκουμέντο.

Κατάλογοι και προσαγωγές (1825) είχαν μάλιστα σταθεί αφορμή για αναταραχή σε πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο. Ενδεικτική είναι η περίπτωση της λίστας που είχε συνταχθεί από τις αρχές με τα ονόματα 31  υπόπτων κατασκοπίας, στους οποίους συγκαταλέγονταν οι έμποροι Τζιτζίνιας, Τζιτζεκλής, Ταρπαχτζής, Μαλκότζης και Σατζλής. Μετά τον μαραθώνιο εξέτασής τους στο Ναύπλιο και τη μεταφορά τους στο επαρχείο της Σύρου, τους είχε επισκεφθεί ο εκεί αντιπρόξενος της Γαλλίας, επιμένοντας να μείνει μαζί τους, σε ένδειξη διαμαρτυρίας – κάποιοι είχαν γαλλικό διαβατήριο.

Για τη σύλληψη ειδικά του Τζιτζίνια, 40 έμποροι της Σύρου (οι περισσότεροι χιώτες συμπατριώτες του) είχαν υποβάλει στις Αρχές υπόμνημα, όπου δινόταν έμφαση στην επιβαρυμένη υγεία του και στα προσόντα του. Κατά την εξέτασή του, φέρεται να υπέπεσε σε αντιφάσεις, κυρίως ως προς οικογενειακά ζητήματα και τη σχέση του με τον Μεχμέτ Αλή και τους Γάλλους.

Μυστικά κονδύλια

Σύμφωνα πάντα με την εν λόγω μελέτη, μετά την καταστροφική επέλαση του Ιμπραήμ, το καλοκαίρι του 1825, η Γενική Αστυνομία αδυνατούσε να βάλει στο Ναύπλιο τα πράγματα σε τάξη. Στις 22 Ιουνίου πληροφορούσε το υπουργείο Αστυνομίας για τη συνεχιζόμενη μεγάλη συρροή κόσμου στην πόλη, τονίζοντας ότι ανάμεσά του βρίσκονταν «πολλοί προδόται και κατάσκοποι υπό το πρόσχημα των εμπόρων». Για ποιους δούλευαν; Για τους Τούρκους, φυσικά: «Από το Εκτελεστικό Σώμα και τον έπαρχο Μυκόνου και Σύρου έφθαναν πληροφορίες για κατασκοπευτικές δραστηριότητες κατασκόπων υπέρ των Τούρκων στην πόλη του Ναυπλίου και την περιοχή του Σαρωνικού».

Εχει, ασφαλώς, ενδιαφέρον ότι έναν χρόνο νωρίτερα το υπουργείο Αστυνομίας είχε ζητήσει από το Εκτελεστικό Σώμα να εξοικονομηθεί χρηματικό ποσό «δια να πληρώνη υποληπτικούς τινας ανθρώπους οίτινες να παρευρίσκωνται εις τους καφενέδες και ξενοδοχεία προς εξακρίβωσιν των κατασκόπων και άλλων τινών κακόβουλων εχθρών του ελληνικού Γένους, οίτινες είναι ενδεχόμενον να διατρίβωσιν εις ταύτην την πόλιν». Δυστυχώς, η συνέχεια δεν είναι γνωστή, εν τούτοις είναι βέβαιο από τα κατάστιχα ότι και η Αστυνομία πλήρωνε τους δικούς της κατασκόπους, και μάλιστα με μηνιαίο κονδύλι-μισθό, στο Ναύπλιο, την Τριπολιτσά, τη Γαστούνη.

Το φαινόμενο ήταν, προφανώς, ανησυχητικό σε πολιτικό επίπεδο. Η κυβέρνηση Κουντουριώτη, στην προσπάθειά της να έχει εικόνα των πραγμάτων, προχώρησε στη δημιουργία δικτύου παρακολούθησης υπόπτων, με τρεις κινήσεις: τον ορισμό ανωνύμων «μυστικών υποκειμένων» σε κατασκοπευτικές αποστολές, τη συγκρότηση ειδικής επιτροπής στο Αιγαίο καθώς και την αποστολή ως μυστικού αστυνόμου στο Γενικό Στρατόπεδο Πελοποννήσου, του Αριστομένη Κουβαρά.

Ο Κολοκοτρώνης και οι διπλοί πράκτορες

Εχει ενδιαφέρον ότι κάποιοι από τους κατασκόπους συλλαμβάνονταν και οδηγούνταν στα πόδια του Κολοκοτρώνη. Οταν ο μυστικός αστυνόμος Κουβαράς ανέφερε στο υπουργείο «του» τον Αύγουστο του 1825 ότι έπιασε τον πρώτο «σωστό τζιασίτη» (κατάσκοπο), ενημέρωσε και ότι τον έστειλε «προς τον Γέρον δια να τον εξετάση».

Επίσης, όταν, στις 28 Αυγούστου, ο ίδιος (ο Κουβαράς) συνέλαβε έναν Ελληνα από τη Θεσσαλονίκη, υποτακτικό του Χουσεΐν μπέη της Τριπολιτσάς –γαμπρό του Ιμπραήμ–, δεν τον έστειλε στο υπουργείο, ούτε τον κράτησε αιχμάλωτο: τον έκανε διπλό πράκτορα, αφού προηγουμένως του απέσπασε πληροφορίες για τα σχέδια του Ιμπραήμ. Σκόπευε, μεταξύ άλλων, να πολιορκήσει τη Μονεμβασία και, εφόσον αποτύγχανε, να την καταλάβει, να κάψει τα χωριά της και να συγκεντρώσει όσους περισσότερους σκλάβους μπορούσε, μαζί με πρόβατα και άλλα ζώα.

H θησαυροθηρία

Σε κάποιες περιπτώσεις, πάντως, τα κίνητρα των κατασκόπων ή υπόπτων για κατασκοπεία δεν ήταν πολιτικά, αλλά οικονομικά: η κατασκοπεία έχει ταυτισθεί και με τη  θησαυροθηρία. Στην Τριπολιτσά, το 1823, βρέθηκε μαχαιρωμένη Οθωμανίδα, θεραπαινίδα του πασά, μέσα σε πηγάδι, κοντά σε καμένο σεράι. Οδηγήθηκε από πρόσωπα στον χώρο του σεραγιού, για να τους υποδείξει το ακριβές σημείο όπου ήταν κρυμμένος ο θησαυρός, και αφού τον βρήκαν, τη δολοφόνησαν. Σε άλλο πηγάδι της ίδιας πόλης, την ίδια χρονιά, η Αστυνομία συνέλαβε βούλγαρους στρατιώτες την ώρα που ανέσυραν χαλκώματα που είχαν «θαφτεί« εκεί για ασφάλεια από τους κατόχους τους αλλά παρέμεναν στα αζήτητα δυο χρόνια μετά την άλωση της Τριπολιτσάς.

Και «ιερέας» κατάσκοπος!

Αν η χειροτεχνία και η πλεκτική της «Τσάλλα» προξενούν εντύπωση ως προκάλυμμα κατασκοπευτικό, τι να πει κανείς για τον χριστιανικό κατασκοπευτικό μανδύα ενός «αγύρτη αυτόκλητου ασκητή» –πάντα κατά τον ιστοριοδίφη Ρέππα–, του αποκαλούμενου «Παπουλάκη» ή «Αγιοπατέρα»…  Διακηρύσσοντας από την ιδιόκτητη και χρυσοφόρο για τον ίδιο «μονή» των Τριποτάμων Ηλείας,  ο Παπουλάκης έμελλε να γραφεί στα μαύρα κατάστιχα του 1821, σε ρόλο υπονομευτή του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα (αν και δεν είναι σαφές για ποιον «δούλευε»).

Εκμεταλλευόμενος με προκλητικό τρόπο το βαθύ θρησκευτικό συναίσθημα του κόσμου, την τυφλή ευλάβεια και την αμάθειά του, απαιτούσε από τους πιστούς να πετάξουν τα όπλα και να περιμένουν την απελευθέρωσή τους από τη Θεία Πρόνοια – με την προσωπική του μεσιτεία και παράκληση. «Ωσπου στις 14 Σεπτεμβρίου του 1826 επέδραμε εκεί στρατιωτικό απόσπασμα του Ιμπραήμ, λεηλάτησε και κατέστρεψε τη “μονή” και σκότωσε τον ιδρυτή της, συναποκομίζοντας  χρήματα και τιμαλφή  συνολικής αξίας  700 έως 800 χιλιάδων γροσίων».

Κάθε εποχή, φυσικά, έχει τα δικά της δεδομένα, τις ιδιαίτερες εκείνες παραμέτρους που δομούν το ιστορικό σκηνικό δράσης των όποιων κατασκόπων ή υπόπτων για κατασκοπεία. Στα χρόνια της Επανάστασης, η εκπαίδευση, η προετοιμασία, η «λειτουργία» και η προοπτική των πρακτόρων ουδεμία σχέση είχαν, έχουν με τις αντίστοιχες σημερινές. Φαίνεται όμως ότι πάντα υπήρχαν, υπάρχουν και θα υπάρχουν δούρειοι ίπποι.

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News

Διαβάστε ακόμη...

Διαβάστε ακόμη...