Ο Στίβεν Σπίλμπεργκ αναπολεί τα «Σαγόνια του Καρχαρία»
Ο Στίβεν Σπίλμπεργκ αναπολεί τα «Σαγόνια του Καρχαρία»
Ο Στίβεν Σπίλμπεργκ, ένας από τους κορυφαίους δημιουργούς στην ιστορία του κινηματογράφου, με τις μεγαλύτερες εισπράξεις όλων των εποχών και πρωτοπόρος της έννοιας του blockbuster, ήταν μόλις 26 ετών όταν αποφάσισε να γυρίσει τη δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του, μετά το «Duel» του 1971.
Τα «Σαγόνια του Καρχαρία» («Jaws», 1975) ήταν ένα θρίλερ για έναν καρχαρία-δολοφόνο, που γυρίστηκε σε πραγματικό ωκεανό, στο νησί Μάρθας Βίνγιαρντ – δημοφιλή καλοκαιρινό προορισμό πλουσίων οικογενειών στην ανατολική ακτή. Θα γνώριζε τεράστια εμπορική επιτυχία, σπάζοντας το φράγμα των 100 εκατ. δολαρίων (blockbuster), ενώ θα γινόταν και ταινία-σταθμός της ποπ κουλτούρας.
Ωστόσο ο ίδιος πίστευε πως ήταν η τελευταία ταινία που θα του επιτρεπόταν να γυρίσει, γράφει στον Guardian η Λόις Μπέκετ, ανταποκρίτρια της βρετανικής εφημερίδας στο Λος Αντζελες, η οποία παρευρέθηκε στη συνέντευξη Τύπου για την έκθεση «Jaws: The Exhibition», που εγκαινιάζεται την Κυριακή 14 Σεπτεμβρίου στο Μουσείο της Ακαδημίας Κινηματογράφου στο Λος Αντζελες και θα διαρκέσει μέχρι τις 26 Ιουλίου 2026, τιμώντας την 50ή επέτειο από τα «Σαγόνια του Καρχαρία».
«Η αλαζονεία μου ήταν ότι μπορούσαμε να πάρουμε ένα συνεργείο του Χόλιγουντ, να πάμε 12 μίλια (περίπου 19 χλμ.) μέσα στον Ατλαντικό Ωκεανό και να γυρίσουμε μια ολόκληρη ταινία με έναν μηχανικό καρχαρία. Νόμιζα ότι όλα θα πήγαιναν ρολόι», δήλωσε ο Στίβεν Σπίλμπεργκ στο δημοσιογραφικό κοινό. Θυμήθηκε, όμως, και το εξής: «Νόμιζα ότι η καριέρα μου είχε ουσιαστικά τελειώσει στα μισά της παραγωγής του “Jaws”, επειδή όλοι μου έλεγαν “Δεν θα σε προσλάβουν ποτέ ξανά”».
Το Μουσείο της Αμερικανικής Ακαδημίας Κινηματογράφου στο Λος Αντζελες άνοιξε τις πύλες του τον Σεπτέμβριο του 2021 και το «Jaws: The Exhibition» είναι η πρώτη έκθεση από την ίδρυσή του που επικεντρώνεται σε μόνο μία ταινία. Η έκθεση ανατρέχει στις μεγάλες περιπέτειες των γυρισμάτων, όπως οι απανωτές μηχανικές βλάβες του ψεύτικου καρχαρία, αλλά και στις καλλιτεχνικές συνεργασίες που οδήγησαν στην τεράστια επιτυχία της.
Η Βέρνα Φιλντς, η οποία διαμόρφωσε τις θρυλικές σκηνές αγωνίας και τρόμου, κέρδισε το Οσκαρ καλύτερου μοντάζ. Και ο συνθέτης Τζον Γουίλιαμς κέρδισε το Οσκαρ μουσικής χάρη στο δυσοίωνο θέμα που έγραψε για τα «Σαγόνια του καρχαρία», ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα soundtrack παγκοσμίως.
Η εμπορική επιτυχία της ταινίας –απέφερε 260,7 εκατ. δολάρια μόνο στο αμερικανικό box office– σηματοδότησε, εξάλλου, την έναρξη της καριέρας του Σπίλμπεργκ, ο οποίος θα αναγνωριζόταν στη συνέχεια ως ένας από τους πιο επιδραστικούς αμερικανούς σκηνοθέτες, γράφει η Λόις Μπέκετ στον Guardian.

Το 1974, ωστόσο, κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων στο Μάρθας Βίνγιαρντ, δεν διαφαινόταν ότι η ταινία θα εξασφάλιζε μια θέση στην ιστορία του Χόλιγουντ, ενώ δεν ήταν καν σίγουρο ότι θα ολοκληρωνόταν. Η προσπάθεια του Σπίλμπεργκ να γυρίσει το θρίλερ του στον πραγματικό ωκεανό οδήγησε σύντομα σε τεράστια υπέρβαση του προϋπολογισμού της παραγωγής και σε καθυστέρηση του χρονοδιαγράμματος, όπως είπε ο ίδιος ο σκηνοθέτης, λόγω των συνεχών προβλημάτων με «τον καρχαρία, τον καιρό, τα ρεύματα και τους ιστιοπλοϊκούς αγώνες».
«Ποτέ στη ζωή μου δεν έχω ξαναδεί τόσο πολύ εμετό», είπε ο Σπίλμπεργκ για τη ναυτία των συντελεστών της ταινίας στη θάλασσα, προκαλώντας τα γέλια των δημοσιογράφων. «Δεν το έχω ξαναδεί! Στους έξι μήνες που ήμαστε στη θάλασσα δεν έχω ξαναδεί ποτέ τόσους πολλούς ανθρώπους να αρρωσταίνουν», παρατήρησε. Ο ίδιος ο Σπίλμπεργκ, όμως, «δεν έπαθε ποτέ ναυτία», όπως είπε, «και νομίζω ότι αυτό οφείλεται απλά στο ότι είχα το βάρος αυτής της παραγωγής στους ώμους μου, οπότε δεν είχα χρόνο να αρρωστήσω»…
Τα γυρίσματα στον ωκεανό προκάλεσαν ασταμάτητες προκλήσεις, πολλές από τις οποίες επισημαίνονται στη νέα έκθεση, που επικεντρώνεται στην αξία της καλλιτεχνικής επίλυσης προβλημάτων, σημειώνει στον Guardian η Μπέκετ. Κάποια στιγμή ένα ταχύπλοο που έσερνε την μηχανική Ορκα –το μικρό σκάφος που χρησιμοποιούσαν οι κύριοι χαρακτήρες για να κυνηγήσουν τον μεγάλο λευκό καρχαρία– πήγε πολύ γρήγορα, με αποτέλεσμα να φύγει η σανίδα της καρίνας του και ο Τζον Κάρτερ, ο βραβευμένος με Οσκαρ ήχου της ταινίας, να βρεθεί στο νερό με το μαγνητόφωνό του στα χέρια.
H Amity Island Regatta είναι ένα βασικό στοιχείο της πλοκής της ταινίας, ωστόσο οι πραγματικοί ιστιοπλοϊκοί αγώνες που γίνονταν γύρω από το Μάρθας Βίνγιαρντ προκάλεσαν ατέλειωτους πονοκεφάλους κατά τις ευρυγώνιες λήψεις του Σπίλμπεργκ στον ωκεανό.

«Δεν μπορώ να σας περιγράψω πόσο αγχωτικό είναι να τοποθετήσεις τις κάμερες στη θέση τους. Η παλίρροια είναι χαλαρή. Δεν έχουμε ρεύματα που να τραβούν τις άγκυρές μας. Το σκάφος της ταινίας απομακρύνεται από την Ορκα, απομακρύνεται και από το σκάφος που παράγει ηλεκτρική ενέργεια και είμαστε, επιτέλους, έτοιμοι για γύρισμα. Ολοι είναι έτοιμοι. Και ξαφνικά το πρώτο λευκό πανί εμφανίζεται στον ορίζοντα, ακολουθούμενο από ένα άλλο, ακολουθούμενο από άλλα 25 λευκά πανιά, μικρές ρεγκάτες που περνούν από το κάδρο», είπε ο Σπίλμπεργκ στη συνέντευξη Τύπου.
Το 1974, όμως, δεν υπήρχαν τα απλά εργαλεία που έχουν σήμερα στη διάθεσή τους οι σκηνοθέτες για να σβήσουν τα πανιά από την ταινία μετά τα γυρίσματα. «Ετσι, τις περισσότερες φορές απλώς περιμέναμε», είπε ο Σπίλμπεργκ και πρόσθεσε: «Πολλοί έπαιζαν χαρτιά. Αλλοι έκαναν εμετό».
Υπήρχαν επίσης όλα τα τεχνικά προβλήματα με τους τρεις animatronic καρχαρίες, στους οποίους ο Σπίλμπεργκ έδωσε το παρατσούκλι Μπρους, από το όνομα του δικηγόρου του, Μπρους Ρέιμερ.
Οι καρχαρίες, που τροφοδοτούνταν από πνευματικά και υδραυλικά συστήματα, έπρεπε να συναρμολογηθούν σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, αφού το κινηματογραφικό στούντιο προχώρησε γρήγορα το χρονοδιάγραμμα της παραγωγής του «Jaws» ώστε να εκμεταλλευθεί καλύτερα την επιτυχία του μπεστ σέλερ μυθιστορήματος στο οποίο βασίστηκε η ταινία, δήλωσε στον Guardian η επιμελήτρια της έκθεσης Τζένι Χι. Αλλά πολλοί ειδικοί στα ειδικά εφέ αρνήθηκαν την ανάθεση, λέγοντας ότι χρειάζονταν χρόνια για να δημιουργηθούν οι καρχαρίες.
«Η ομάδα ειδικών εφέ που σχεδίασε και κατασκεύασε τον καρχαρία δεν είχε ποτέ την ευκαιρία να τον δοκιμάσει σε αλμυρό νερό», εξήγησε η Χι. «Η πρώτη φορά που τον έβαλαν στον ωκεανό ήταν στο Μάρθας Βίνγιαρντ», είπε.

Οπως, δε, παρατήρησε ειρωνικά, «οι μηχανισμοί και το αλμυρό νερό πραγματικά δεν ταίριαζαν». Τα συστήματα πεπιεσμένου αέρα που είχαν σχεδιαστεί για τον χειρισμό των καρχαριών χρησιμοποιούσαν μεγάλους υποβρύχιους σωλήνες, οι οποίοι μερικές φορές αποσυνδέονταν ή γέμιζαν με λάδι ή απλώς δυσλειτουργούσαν λόγω των αποστάσεων που έπρεπε να διανύσουν μέσα στη θάλασσα.
Καθώς τα γυρίσματα συνεχίζονταν, «στην πραγματικότητα μού προσφέρθηκε αρκετές φορές η ευκαιρία να αποχωρήσω με χάρη από την ταινία, όχι για να αντικατασταθώ από άλλον σκηνοθέτη, αλλά για να σταματήσουν τα γυρίσματα», είπε ο Σπίλμπεργκ. Αλλά αρνήθηκε.
Τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας παραγωγής, τα πιο σημαντικά, στάθηκαν δίπλα του ακόμη και όταν η μεγάλη καθυστέρηση έθεσε σε δοκιμασία ολόκληρο το συνεργείο: «Κάθε εβδομάδα, πέντε ή έξι άτομα έρχονταν να μου πουν: “Δεν έχω δει την οικογένειά μου. Είμαι εδώ πέντε μήνες. Δώσε μου ένα κίνητρο να συνεχίσω να δουλεύω στην ταινία σου. Δώσε μου μια ημερομηνία, μια εγγύηση για το πότε θα τελειώσουμε”. Και εγώ δεν ήξερα πότε θα τελειώναμε», είπε ο σκηνοθέτης.
Αυτό που βοήθησε το καστ και το συνεργείο να τα αντέξουν όλα αυτά «ήταν η συντροφικότητα… η συντροφικότητα που δημιουργείται όταν απλώς προσπαθείς να επιβιώσεις από κάτι», τόνισε ο Σπίλμπεργκ.

Αν και πιθανότατα θα ήταν πιο εύκολο να κινηματογραφηθούν οι ψεύτικοι καρχαρίες στο ελεγχόμενο περιβάλλον μιας δεξαμενής, η επιλογή του Σπίλμπεργκ να κάνει τα γυρίσματα στη θάλασσα του Μάρθας Βίνγιαρντ υπήρξε κρίσιμη για την καλλιτεχνική δύναμη της ταινίας, σχολίασε η επιμελήτρια της έκθεσης: «Σου έδινε την αίσθηση ότι μπορούσες να συναντήσεις τον Μπρους στον ωκεανό», είπε η Τζένι Χι. «Παρ’ όλο που υπήρχαν προκλήσεις, δεν νομίζω ότι το “Jaws” θα είχε τόσο μεγάλη επιτυχία χωρίς αυτές τις προκλήσεις», τόνισε.
Ο Σπίλμπεργκ, ο οποίος έκτοτε υπήρξε υποψήφιος για σχεδόν δύο δωδεκάδες βραβεία Οσκαρ, εξήρε την έκθεση του Μουσείου της Ακαδημίας Κινηματογράφου. Είπε πως έμεινε έκπληκτος όταν είδε τα περισσότερα από 200 αντικείμενα μιας ταινίας που ολοκληρώθηκε πριν από περισσότερο από μισό αιώνα, και τα οποία «είχαν συγκεντρώσει με τόσο ευφυή τρόπο» οι επιμελητές του μουσείου.
«Οταν γυρίζαμε την εναρκτήρια σκηνή με την Κρίσι Γουάτκινς να την αρπάζει ο καρχαρίας, είχαμε μια σημαδούρα που επέπλεε στο νερό. Πώς σκέφτηκε κάποιος να πάρει τη σημαδούρα στο σπίτι του, να την κρατήσει 50 χρόνια και μετά να τη δανείσει στην Ακαδημία; Πώς το σκέφτηκε; Εγώ δεν το σκέφτηκα!», σχολίασε ο Στίβεν Σπίλμπεργκ.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News
