«Χειριστικός» Πούτιν εναντίον «συναισθηματικού» Τραμπ
«Χειριστικός» Πούτιν εναντίον «συναισθηματικού» Τραμπ
Ο Ντόναλντ Τραμπ και ο Βλαντίμιρ Πούτιν ετοιμάζονται για μια νέα, πολυαναμενόμενη συνάντηση στην Αλάσκα, η οποία προκαλεί ανησυχία σε διπλωμάτες και αναλυτές λόγω του ιστορικού τους. Οι προηγούμενες επαφές τους χαρακτηρίστηκαν από μυστικότητα, παραβίαση πρωτοκόλλων και μια εμφανή τάση του Τραμπ να δίνει βαρύτητα στις προσωπικές διαβεβαιώσεις του Πούτιν, ακόμη και εις βάρος των δικών του υπηρεσιών πληροφοριών. Ο πρώην πρόεδρος της Γαλλίας, Φρανσουά Ολάντ, που γνωρίζει από πρώτο χέρι τον τρόπο διαπραγμάτευσης του ρώσου ηγέτη, προειδοποιεί για τις μεθοδικές καθυστερήσεις, τα στρατηγικά ψεύδη και την ικανότητα του Πούτιν να κερδίζει χρόνο, εκμεταλλευόμενος την ανάγκη του Τραμπ για γρήγορα αποτελέσματα.
Ο Ντόναλντ Τραμπ και ο Βλαντίμιρ Πούτιν έχουν ένα ιστορικό συναντήσεων που συχνά κινούνται μεταξύ του ασυνήθιστου και του αινιγματικού, όπως σημειώνουν χαρακτηριστικά οι Financial Times σε ένα άρθρο που υπογράφουν τρεις δημοσιογράφοι: η Αν-Σιλβέν Τσάσανι, επικεφαλής του γραφείου των FT στο Βερολίνο, η Κόρτνεϊ Γουίβερ, ειδική ανταποκριτής στην Ανατολική Ευρώπη και η Εϊμι ΜακΚίνον, ειδική σε θέματα ευρωαμερικανικών σχέσεων, με έδρα την Ουάσινγκτον.
Το άρθρο καταλήγει στο εξής συμπέρασμα: καθώς οι δύο ηγέτες προετοιμάζονται για την πρώτη τους διά ζώσης συνάντηση αφότου ο Τραμπ επέστρεψε στον Λευκό Οίκο τον περασμένο Ιανουάριο, αναλυτές και διπλωμάτες φοβούνται πως, αν οι προηγούμενες συναντήσεις των δύο είναι ενδεικτικές, ο κερδισμένος θα είναι ο έμπειρος πρώην πράκτορας της KGB και σημερινός ισχυρός άνδρας του Κρεμλίνου.
Ο Σάμιουελ Τσάραπ, πολιτικός επιστήμονας στο Rand Corporation, προειδοποιεί: «Δεν μπορείς να περάσεις από το μηδέν στην επίλυση ενός πολέμου μέσα σε λιγότερο από μια εβδομάδα». Ομως, ο Τραμπ εξακολουθεί να έχει μια ακλόνητη πεποίθηση στη γοητεία του και στην ικανότητά του να πείθει τους συνομιλητές του για αυτό που εκείνος θεωρεί λογικό και σωστό.
Σε αυτό το πλαίσιο, ο πρώην πρόεδρος της Γαλλίας, Φρανσουά Ολάντ, που το 2015 ηγήθηκε μαζί με την Ανγκελα Μέρκελ των ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων με τον Πούτιν για την Ουκρανία, έχει μια σαφή προειδοποίηση προς τον αμερικανό ηγέτη: «Η τεχνική του Πούτιν είναι το επαγγελματικό ψέμα». Ο Ολάντ τονίζει στους FT ότι ο Τραμπ θα πρέπει να εμφανιστεί καλά ενημερωμένος για την πραγματική κατάσταση επί του πεδίου.
Η πρώτη συνάντηση Τραμπ και Πούτιν, τον Ιούλιο του 2017, έγινε στη σκιά της έρευνας για την πιθανή ρωσική ανάμειξη στις αμερικανικές εκλογές και της έντονης δυσπιστίας ανάμεσα στον Τραμπ και τους ίδιους του τους συμβούλους εξωτερικής πολιτικής, σημειώνει το άρθρο των FT. Στο περιθώριο της συνόδου G20 στο Αμβούργο, οι δύο πρόεδροι συναντήθηκαν μαζί με τον ρώσο υπουργό Εξωτερικών, τον τότε αμερικανό υπουργό Εξωτερικών και δύο διερμηνείς. Στη συνέχεια, ο Τραμπ πήρε τις σημειώσεις του δικού του διερμηνέα και του ζήτησε να μην ενημερώσει κανέναν για το περιεχόμενο της συνομιλίας. Το ίδιο βράδυ, πλησίασε τον Πούτιν στο δείπνο για μια ιδιωτική συζήτηση, με μοναδικό παρόντα τον διερμηνέα του ρώσου ηγέτη.
Στη δεύτερη συνάντησή τους, στο Βιετνάμ τον Νοέμβριο του 2017, ο Τραμπ επανέλαβε δημοσίως ότι δέχεται τον ισχυρισμό του Πούτιν πως η Ρωσία δεν παρενέβη στις αμερικανικές εκλογές. Η πιο πολυσυζητημένη τους συνάντηση έγινε στο Ελσίνκι, τον Ιούλιο του 2018, όταν, ερωτηθείς αν πιστεύει τις δικές του μυστικές υπηρεσίες ή τον Πούτιν, ο Τραμπ απάντησε ότι εμπιστεύεται και τους δύο.
Αργότερα την ίδια χρονιά, στο περιθώριο της συνόδου G20 στο Μπουένος Αϊρες, είχαν ξανά μια ανεπίσημη συνάντηση χωρίς διερμηνείς ή γραμματείς από την αμερικανική πλευρά.
Η επικείμενη σύνοδος στo Ανκορατζ Αλάσκα θεωρείται μια ευκαιρία για τον Τραμπ να αλλάξει τη δυναμική της σχέσης του με τον Πούτιν και να υιοθετήσει μια σκληρότερη στάση. Ωστόσο, σύμφωνα με τους FT, λίγοι πιστεύουν ότι θα το κάνει. Ο κοινωνιολόγος Κίριλ Ρόγκοφ εκτιμά ότι ο Πούτιν θα επιχειρήσει να παρουσιάσει τη ρωσική θέση ως πιο ισχυρή από ό,τι είναι στην πραγματικότητα, ενώ για τον Τραμπ μετρά περισσότερο να πετύχει μια συμφωνία που θα παρουσιαστεί ως προσωπική του νίκη.
Ο Ολάντ, που πέρασε 17 ώρες στο Μινσκ, τον Φεβρουάριο του 2015, για να επιτύχει την εκεχειρία στο Ντονμπάς, προειδοποιεί ότι ο Πούτιν «θα προσπαθήσει να κερδίσει χρόνο». «Δεν βιάζεται», εξηγεί. «Ξέρει ότι θα βρίσκεται στην εξουσία σε έναν μήνα, σε δύο χρόνια, ίσως και μέχρι το τέλος της ζωής του. Ο Τραμπ βιάζεται, γιατί έχει υποσχεθεί να λύσει όλες τις διεθνείς συγκρούσεις και θέλει αποτελέσματα».
Ο Ολάντ θυμάται και την τακτική των χρονοβόρων παρεκβάσεων: «Ο Πούτιν μπορεί να ξεκινήσει τη συνάντηση αφηγούμενος ολόκληρη την ιστορία, και αυτό να κρατήσει μία ώρα ή και παραπάνω, αν δεν τον διακόψεις. Η ρωσική μέθοδος διαπραγμάτευσης είναι να διαρκεί πολύ και να μη γίνεται ουσιαστική πρόοδος», λέει στους FT. Παρ’ όλα αυτά, στο τέλος αφήνει πάντα ένα «παράθυρο», όπως μια πρόταση για νέα συνάντηση ή για ομάδα εργασίας, ώστε ο συνομιλητής του να θεωρήσει ότι υπήρξε κάποια πρόοδος.
Ο πρώην πρόεδρος της Γαλλίας εξηγεί ότι ο Πούτιν λέει ψέματα με άνεση. Ενα παράδειγμα ήταν όταν ισχυρίστηκε ότι δεν έχει καμία επαφή με τους φιλορώσους αυτονομιστές της ανατολικής Ουκρανίας, παρότι υπήρχαν σαφείς αποδείξεις χρηματοδότησης και στρατιωτικής υποστήριξής τους από τη Μόσχα. «Ηταν τόσο μεγάλο ψέμα που ήταν εντυπωσιακό», σημειώνει ο Ολάντ.
Ενας γερμανός διπλωμάτης που συμμετείχε στις διαπραγματεύσεις του Μινσκ χαρακτηρίζει τον Πούτιν «έναν από τους πιο ικανoύς διαπραγματευτές» που ξέρει: κατέχει πλήρως τα θέματα, χειρίζεται με ευχέρεια τη νομική επιχειρηματολογία, αλλά διαστρεβλώνει τα γεγονότα. «Πρέπει να ξέρεις τα γεγονότα τόσο καλά όσο εκείνος», λέει στους FT. Ο ίδιος, όμως, υπογραμμίζει ότι τα γεγονότα δεν είναι το δυνατό σημείο του Τραμπ. Αναφέρει ότι στις αρχές του 2017, η Μέρκελ προσπάθησε τηλεφωνικά να του εξηγήσει την άρνηση του Πούτιν να εφαρμόσει τη συμφωνία του Μινσκ. Ο Τραμπ απλώς είπε «ευχαριστώ» και έκλεισε το τηλέφωνο, ενώ αργότερα οι σύμβουλοί του είπαν στους Γερμανούς ότι εκνευρίστηκε επειδή ένιωσε ότι τον «δίδασκαν».
Στα απομνημονεύματά της, η Μέρκελ γράφει ότι με τον Τραμπ «μιλούσαμε σε δύο διαφορετικά επίπεδα: εκείνος στο συναισθηματικό, εγώ στο ρεαλιστικό». Ενας πρώην σύμβουλος του Ολάντ περιγράφει τον Πούτιν ως άνθρωπο με «δομημένη και σχολαστική κακή πίστη». Για παράδειγμα, όταν αρνήθηκε οποιονδήποτε εξωτερικό έλεγχο στα σύνορα Ουκρανίας-Ρωσίας, ισχυρίστηκε ότι «δεν παραβιάζονται», παρόλο που οι ρωσικές δυνάμεις τα διέσχιζαν κατά βούληση.
Για τη σύνοδο της Αλάσκας, ο ίδιος σύμβουλος εκτιμά: «Οι Ρώσοι δεν πρόκειται να κλείσουν συμφωνία. Ο Πούτιν απλώς θέλει ο Τραμπ να σταματήσει να υποστηρίζει την Ουκρανία, κάτι που είναι η φυσική του τάση». Ο Ρόγκοφ προσθέτει ότι ο Πούτιν ίσως τώρα να ενδιαφέρεται περισσότερο για διαπραγματεύσεις, καθώς η θερινή ρωσική επίθεση στην Ουκρανία δεν είχε την επιτυχία του προηγούμενου έτους, και η απειλή του Τραμπ να επιβάλει δασμούς στο ινδικό πετρέλαιο προσθέτει πίεση.
Σε αντίθεση με την πρώτη θητεία του, όπου το Κογκρέσο και ανώτεροι αξιωματούχοι περιόριζαν την προσέγγισή του προς τον Πούτιν, σήμερα ο Τραμπ έχει πολύ λιγότερους ελέγχους και αντίβαρα. Οι ρεπουμπλικανοί βουλευτές διστάζουν να τον αμφισβητήσουν, και η διπλωματική μηχανή έχει ουσιαστικά παραμεριστεί. Οπως το θέτει ένας ανώτερος αμερικανός αξιωματούχος, «είναι ανεξέλεγκτος».
Ο Αντριου Βάις, αντιπρόεδρος του Carnegie Endowment, παρατηρεί στους FT: «Τώρα έχουμε έναν Τραμπ χωρίς περιορισμούς απέναντι σε έναν Πούτιν που εδώ και χρόνια λειτουργεί σε περιβάλλον χωρίς ισότιμους συνομιλητές γύρω του».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News
