Η Κίμπερλι Γκίλφοϊλ, ο Ιερώνυμος και το αυτί του Τραμπ
Η Κίμπερλι Γκίλφοϊλ, ο Ιερώνυμος και το αυτί του Τραμπ
Είναι χιλιοειπωμένο: τα πόστα ορισμένων πρεσβειών δεν μοιράζονται από τον πρόεδρο των ΗΠΑ μόνο σε επαγγελματίες διπλωμάτες του Στέιτ Ντιπάρμεντ. Για παράδειγμα η επιλογή του Τζο Μπάιντεν το 2021 ήταν ο ελληνοαμερικανός επιχειρηματίας Τζορτζ Τζέιμς Τσούνης. Από τα πρώτα πράγματα που μάθαμε τότε για τον πρεσβευτή που θα ολοκληρώσει εφέτος τη θητεία του ήταν μακροχρόνια σχέση που διατηρεί με τον πρώην πρόεδρο Μπάιντεν όπως το γεγονός ότι ήδη από την προεκλογική μάχη του 2012 είχε διατελέσει πρόεδρος των «Ελληνοαμερικανών για τους Ομπάμα-Μπάιντεν». Επιπλέον, μαθαίναμε ότι διατηρούσε σχέσεις με τον υπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ, Αντονι Μπλίνκεν.
Το ίδιο σκηνικό επαναλαμβάνεται το 2025 επί προεδρίας Ντόναλντ Τραμπ. Η επιλογή του για την Πρεσβεία στην Αθήνα δεν προέρχεται από το αμερικανικό υπουργείο Εξωτερικών αλλά από τον κύκλο των συνεργατών του. Οπως είναι γνωστό η Κίμπερλι Γκίλφοϊλ, που αναμένεται στην Ελλάδα μετά την ακροαματική διαδικασία από την Επιτροπή Εξωτερικών Σχέσεων της Γερουσίας στις αρχές του καλοκαιριού, υπήρξε βασικό στέλεχος της προεκλογικής καμπάνιας των Ρεπουμπλικανών του Τραμπ και πρόσωπο της απολύτου εμπιστοσύνης του.
Τη Μεγάλη Τετάρτη η Γκίλφοϊλ χαιρέτισε τις δηλώσεις του Αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου για τον Ντόναλντ Τραμπ στην αμερικανική ιστοσελίδα Breitbart και τις σχετικές αναρτήσεις του δημοσιογράφου του δικτύου, Μάθιου Μπόιλ, που είχε πάρει τη συνέντευξη Μητσοτάκη για τη λύση «win-win» μεταξύ ΕΕ και ΗΠΑ στα εμπορικά ζητήματα (αναλυτικά εδώ).
Ο Αρχιεπίσκοπός δήλωσε:
—«Ανυπομονούμε για την άφιξή της και θα την ενημερώσω για πολλά βασικά βήματα που πρέπει να γίνουν προς τη σωστή κατεύθυνση, αργά αλλά σταθερά. Εχοντας ζήσει σχεδόν εννέα δεκαετίες και έχοντας περάσει χρόνο στην Ευρώπη, έχω αναπτύξει μια παγκόσμια οπτική, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας. Οι Ελληνες είναι άνθρωποι φιλότιμοι, έντιμοι, εργατικοί, άνθρωποι που σέβονται. Αλλά φέρουν επίσης έναν ορισμένο φόβο, επειδή έχουν υπομείνει τόσο πολλές δυσκολίες όλα αυτά τα χρόνια. Γι’ αυτό και χάρηκα που άκουσα για τον διορισμό της. Ηδη μίλησα μαζί της μέσω τηλεφώνου και είμαστε έτοιμοι να την υποδεχτούμε στην Ελλάδα. Νομίζω ότι έχει τη δυνατότητα να γίνει μια αποτελεσματική πρεσβευτής που θα φέρει τα δύο μεγάλα έθνη μας ακόμη πιο κοντά».
Ανάρτηση της Κίμπερλι Γκίλφοϊλ στο Facebook με αφορμή δημοσίευμα του Breitbat για την ανάληψη των καθηκόντων της στην Αθήνα:
Οπως σημείωσε προ ολίγων μηνών ο Αντώνης Πανούτσος στο Protagon, «η ανάγκη για σκληρούς διπλωμάτες καριέρας όπως ο Τζέφρι Πάιατ, που πριν έρθει στην Ελλάδα μετρούσε 26 χρόνια προϋπηρεσίας, τελείωσε μαζί με την κρίση». Οι επιλογές του Τζορτζ Τσούνη και της Κίμπερλι Γκίλφοϊλ από δύο διαδοχικούς προέδρους των ΗΠΑ, Τραμπ και Μπάιντεν, επιβεβαιώνουν του λόγου το αληθές και ανοίγουν παράλληλα και μια άλλη διάσταση. Αυτή του «soft power», της «ήπιας ισχύος», με βάση την οποία το διεθνές εκτόπισμα και η ακτινοβολία της χώρας μας μπορεί να είναι πολλαπλάσια της οικονομικής ή στρατιωτικής της ισχύος.
Η διάσταση αυτή απαιτεί κάποια εξήγηση για να γίνει κατανοητή. Η δύναμη των κρατών δεν είναι μόνο στρατιωτική και οικονομική, αλλά επίσης ιδεολογική και πολιτιστική. Στο βιβλίο του «Soft Power: The Μeans to Success in World Politics» (κυκλοφορεί και στα ελληνικά: «Ηπια Ισχύς: Το Mέσο Eπιτυχίας στην Παγκόσμια Πολιτική» από τις εκδ. «Παπαζήση») ο καθηγητής του Χάρβαρντ Τζόζεφ Νάι, που καθιέρωσε τον όρο στο τέλος της δεκαετίας του 1980, ανέδειξε μια διάσταση στην οποία ανέκαθεν βασιζόταν η Ελλάδα. «Η ήπια ισχύς βρίσκεται στην ικανότητα να ελκύεις και να πείθεις» υποστηρίζει ο Νάι «ενώ η σκληρή ισχύς, η ικανότητα να εξαναγκάζεις, προέρχεται από τη στρατιωτική ή οικονομική δύναμη».
Στην ήπια ισχύ στηρίζεται, εν πολλοίς, η ακτινοβολία της Ελλάδας στον σύγχρονο κόσμο. Για πολλούς αναλυτές, η ήπια ισχύς είναι και ένα εργαλείο επίτευξης στόχων της πρωτογενούς ασφάλειας ενός κράτους χωρίς να ενεργοποιείται ο μηχανισμός της σκληρής ισχύος του. Τα μέσα είναι η κουλτούρα, η θρησκεία, οι αξίες της δημοκρατίας και του πολιτισμού.
Πρέσβεις που δεν είναι διπλωμάτες καριέρας έχουν κάτι διαφορετικό να προσφέρουν στις ελληνοαμερικανικές σχέσεις, κάτι που περνάει από την πολιτιστική διπλωματία και μπορεί να έχει διάφορα παρακλάδια, που φτάνουν ακόμη και στο κύμα των αμερικανών τουριστών (αλλά και των star του σινεμά, της ποπ και του αθλητισμού) που επισκέπτονται όλο και περισσότερο την Ελλάδα.
Μια ακόμη σοβαρή διάσταση της ασφάλειας που μπορεί να συνδεθεί με τη soft power είναι και η προσέγγιση που προσφέρει σε πολιτιστικό επίπεδο το θρησκευτικό στοιχείο. Υπο αυτή την έννοια, η προσθήκη του κεφαλαίου «θρησκεία» στην εξίσωση των ελληνοαμερικανικών σχέσεων έχει ενδιαφέρον. Ιδίως σε μια περίοδο που Αθήνα και Αγκυρα ίσως χρειαστεί να διεκδικήσουν την προσοχή του Τραμπ.
Η Κίμπερλι Γκίλφοϊλ μέσω των social media αναδεικνύει ήδη αυτές τις διαστάσεις. Η διπλωματία και οι επαφές με τις ΗΠΑ γίνονται προφανώς σε επίπεδο Πρωθυπουργού και ΥΠΕΞ, ωστόσο κάθε κίνηση που βοηθάει στην ανάδειξη των συγκριτικών μας πλεονεκτημάτων είναι ασφαλώς ευπρόσδεκτη. Και ίσως πιο χρήσιμη από όσο νομίζουμε.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News
