Αλ Πατσίνο: Στα 50 της, η «Σκυλίσια Μέρα» παραμένει επίκαιρη
Αλ Πατσίνο: Στα 50 της, η «Σκυλίσια Μέρα» παραμένει επίκαιρη
Οι κινηματογραφικοί λέοντες της δεκαετίας του 1970 αποχωρούν από τη ζωή – και ένας εξ’ αυτών δηλώνει τη θλίψη του για την πρόσφατη απώλεια ενός άλλου. «Μου άρεσε τόσο πολύ ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ, και μου λείπει πολύ η παρουσία του», λέει σε συνέντευξή του στον Guardian ο Αλ Πατσίνο.
Ισως ο βραβευμένος με Οσκαρ ηθοποιός, που αυτή την περίοδο γυρίζει τον «Βασιλιά Λιρ», σκέφτεται τη συλλογική πορεία του ανθρώπου προς τον θάνατο. Ο Πατσίνο ξαναείδε πρόσφατα τον εαυτό του στη «Σκυλίσια Μέρα», την κλασική ταινία του που γιορτάζει την 50ή επέτειό της αυτή την εβδομάδα, και εντυπωσιάστηκε από το πόσα μέλη του καστ της έχουν πλέον φύγει από τη ζωή.
«Σε επηρεάζει να βλέπεις όλους του ηθοποιούς στην ταινία που έχουν φύγει», λέει. «Είναι σαν να τους βλέπεις σε ένα όνειρο, να είσαι τόσο χαρούμενος, και μετά να ξυπνάς και να συνειδητοποιείς ότι δεν υπάρχουν πλέον, τουλάχιστον σε τρισδιάστατη έκδοση». Ο κινηματογράφος, φυσικά, είναι ένας τρόπος να ξεγελάσεις τον θάνατο – τουλάχιστον σε δύο διαστάσεις.
Στην οθόνη, ο Πατσίνο θα είναι πάντα ο ωμός, ευάλωτος χαρακτήρας της «Σκυλίσιας Μέρας», του αστυνομικού δράματος βασισμένου στην αληθινή ιστορία μιας ληστείας τράπεζας που πήγε στραβά – και μιας από τις πρώτες μεγάλες παραγωγές του Χόλιγουντ που αναγνώρισαν την ύπαρξη των ατόμων τρανς.
Ο ηθοποιός υποδύεται τον Σόνι Βόρτζικ, έναν απελπισμένο άντρα που, μαζί με τον κολλητό του, Σαλ, (που ερμηνεύει ο αείμνηστος Τζον Καζάλ), επιχειρεί να ληστέψει μια τράπεζα στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης, για να χρηματοδοτήσει την επέμβαση αλλαγής φύλου του συντρόφου του, Λίον. Η ληστεία μετατρέπεται σε μια χαοτική κατάσταση ομηρίας, καθώς ξεδιπλώνονται οι προσωπικοί αγώνες του Σόνι, παράλληλα με τη φρενίτιδα των μέσων ενημέρωσης.
Τη σκηνοθεσία της ταινίας, που κέρδισε Οσκαρ για το σενάριο του Φρανκ Πίρσον, ανέλαβε ο αείμνηστος Σίντνεϊ Λιουμέτ. Ο Πατσίνο είχε μόλις ολοκληρώσει τα απαιτητικά γυρίσματα του αριστουργήματος «Νονός 2», όταν του πρότεινε την ταινία ο Μάρτιν Μπρέγκμαν, προσωπικός του μάνατζερ και παραγωγός της ταινίας «Σέρπικο», επίσης σε σκηνοθεσία Λιουμέτ και με πρωταγωνιστή τον σταρ.
«Με πίεζε να γυρίσω την ταινία. Το σενάριό της ήταν καλογραμμένο, αλλά δεν ήθελα να την κάνω», θυμάται ο Πατσίνο, ο οποίος εκείνη την εποχή βρισκόταν εξουθενωμένος στο Λονδίνο. «Θεωρούσα ότι μια τόσο απαιτητική διαδικασία, τόσο κοντά στο “Νονό”, ήταν κάτι που δεν είχα τις δυνάμεις να κάνω, καθώς όλα όσα συνέβαιναν στην προσωπική μου ζωή εκίνη την εποχή με επηρέαζαν», συμπληρώνει.
Ο Πατσίνο απέρριψε αρχικά το ρόλο ευγενικά, σκεπτόμενος ότι δεν ήθελε να γυρίσει άλλη μια ταινία «με ένα όπλο, προσπαθώντας να ληστέψω κάτι», όπως λέει. Επέστρεψε στο σπίτι του στη Νέα Υόρκη, αλλά ο Μπρέγκμαν επικοινώνησε πάλι μαζί του, λέγοντάς του ότι κάποιος άλλος διάσημος ηθοποιός ήθελε να γυρίσει την ταινία. Οι φήμες της εποχής ανέφεραν τον Ντάστιν Χόφμαν, αλλά ο Πατσίνο αρνείται ότι γνώριζε το όνομα του φερόμενου αντικαταστάτη του.
Αντ’ αυτού, ισχυρίζεται ότι απλά ο Μπρέγκμαν τελικά τον έπεισε να ξαναδιαβάσει το σενάριο. «Το έκανα και συνειδητοποίησα ότι ήταν κάτι περισσότερο από αυτό που αρχικά νόμιζα», εξηγεί. «Ηταν ένα ενδιαφέρον, δυνατό έργο, και γνώριζα ότι θα το σκηνοθετούσε ο Σίντνεϊ, τον οποίο αγαπούσα και με τον οποίο είχαμε συνεργαστεί στο “Σέρπικο”». Γρήγορα αποφάσισε να δεχθεί το ρόλο.
Ο Λιουμέτ έδωσε στο καστ της ταινίας, που περιελάμβανε ηθοποιούς με τους οποίους ο Πατσίνο είχε συνεργαστεί στο θέατρο, τρεις ολόκληρες εβδομάδες για πρόβες, κάτι σπάνιο στο Χόλιγουντ. Αλλά ο πρωταγωνιστής δυσκολευόταν να βρει τα πατήματά του. «Δεν μπορούσα να καταλάβω τον χαρακτήρα που υποδυόμουν», θυμάται. «Το βράδυ πριν τα γυρίσματα ήπια ένα μπουκάλι λευκό κρασί –κάτι που δεν συνηθίζω– και την επόμενη όλοι νόμιζαν ότι είχα πάθει νευρικό κλονισμό».
Αποδείχθηκε ότι «όλα αυτά ήταν υποσυνείδητη διαδικασία μεταμόρφωσης» του Πατσίνο στο χαρακτήρα του Σόνι, όπως λέει. Παράλληλα θυμάται ότι μια από τις πιο χαρακτηριστικές ατάκες της ταινίας ήταν αποτέλεσμα αυτοσχεδιασμού, βασισμένου σε ένα περιστατικό του 1971, όπου κρατούμενοι κατέλαβαν το σωφρονιστικό κέντρο υψίστης ασφαλείας Ατικα στο Μπάφαλο της Νέας Υόρκης, παίρνοντας ως ομήρους 42 μέλη του προσωπικού των φυλακών.
Κεντρικό αίτημα της κατάληψης ήταν οι συνθήκες διαβίωσης των κρατουμένων. Η αντιπαράθεση κατέληξε σε βίαιη επίθεση της πολιτειακής αστυνομίας στις φυλακές, με αποτέλεσμα τον θάνατο 33 κρατουμένων και 10 ομήρων – καθιστώντας την την πιο αιματηρή εξέγερση σε φυλακή στην ιστορία των ΗΠΑ.
Στα γυρίσματα, ενώ η ληστεία βρίσκεται σε εξέλιξη, ο χαρακτήρας του Πατσίνο βγαίνει συχνά από την τράπεζα για να μιλήσει στην αστυνομία, παρακολουθούμενος από ένα πλήθος κομπάρσων που έχουν αρχίσει να επευφημούν κάθε εμφάνιση του χαρακτήρα του. Πριν από μία από αυτές τις εξόδους, ο βοηθός σκηνοθέτης, Μπερτ Χάρις, ψιθύρισε στον Πατσίνο να ρωτήσει το πλήθος για την εξέγερση του Ατικα.
Καθώς βλέπει έναν αστυνομικό να κινείται προς το μέρος του, ο Σόνι φωνάζει: «Θέλει τόσο πολύ να με σκοτώσει που έχει τη γεύση στο στόμα του!». Και αμέσως μετά, χωρίς καν να το σκεφτεί, φώναξε: «Θυμηθείτε την Ατικα! Ατικα!». Ακολούθησε ντελίριο του πλήθους, «ήταν σαν φιτίλι που έβαλε φωτιά στους πάντες», θυμάται ο Πατσίνο.
Ο Λιουμέτ ήταν ένας γίγαντας του κινηματογράφου, με ταινίες ορόσημα, όπως το «Οι 12 Ενορκοι», «Το Δίκτυο» και «Η Ετυμηγορία». Ο Πατσίνο τον αναγνωρίζει ως τον «σπουδαιότερο σκηνοθέτη μου, σε επίπεδο συνεργασίας». «Υπήρξαν και άλλοι σπουδαίοι στην καριέρα μου, βέβαια, αλλά ο Σίντνεϊ είχε την περισσότερη κατανόηση απέναντι στους ηθοποιούς του», λέει, προσθέτοντας ότι άλλοι σκηνοθέτες «έρχονταν στα γυρίσματα για να δουν πώς ο Λιουμέτ έστηνε τα πλάνα του».
Ο Πατσίνο υπέστη σοκ όταν γνώρισε τον ιταλό μαέστρο της σκηνοθεσίας, Φεντερίκο Φελίνι, στα γυρίσματα της ταινίας. Τον ήθελε για έναν ρόλο, αλλά μετά αποφάσισε ότι δεν ήταν ο κατάλληλος. «Θυμάμαι να μου κάνει κομπλιμέντο, λέγοντας “είσαι υπερβολικά όμορφος για το ρόλο που σε θέλω” και αμέσως σκέφτηκα “να ένας σκηνοθέτης που ξέρει πώς να χειρίζεται τους ηθοποιούς”», λέει χαμογελώντας περιπαικτικά.
Μια θεατρική διασκευή της «Σκυλίσιας Μέρας» οδεύει προς το Μπρόντγουεϊ του χρόνου, με πρωταγωνιστές τους Τζον Μπέρνθαλ και Εμπον Μος-Μπάχραχ, γνωστούς από την επιτυχημένη τηλεοπτική σειρά «The Bear». Ο Πατσίνο τους εύχεται καλή επιτυχία. Ο Guardian τον ρωτά γιατί πιστεύει ότι η ταινία, που αποτυπώνει συγκλονιστικά τη σκληρή ατμόσφαιρα της Νέας Υόρκης της δεκαετίας του 1970, συνεχίζει να έχει απήχηση μετά από μισό αιώνα.
«Μάλλον γιατί ο Σίντνεϊ κατάφερε να αποτυπώσει την ανθρώπινη πλευρά της ιστορίας στην εποχή του, κάτι που παραμένει πιο σημαντικό από ποτέ και στις μέρες μας», λέει. Παρακολούθησε ξανά την ταινία πρόσφατα σε μεγάλη οθόνη και το συστήνει θερμά, αλλά όπως λέει, λατρεύει τις σύγχρονες τηλεοπτικές σειρές, «ειδικά το “Adolescence” στο Netflix», και είναι εθισμένος στο YouTube. «Γιατί καλύπτει όλο το φάσμα της υποκριτικής», όπως εξηγεί.
Αλλά γνωρίζει πολύ καλά ότι αυτό κουβαλά και πολλή παραπληροφόρηση. «Είδα τις προάλλες ότι πέθανα ξανά», λέει γελώντας. «Συμβαίνει συχνά με τους διάσημους – κόσμος εκφράζει τα συλλυπητήριά του, και δεν ξέρεις τι να πεις. Συνήθως γράφω: “Ε, λοιπόν, προφανώς κάποιος από τους δυο μας κάνει λάθος, και εγώ είμαι ακόμα εδώ”», λέει ξεκαρδισμένος.
Πολλοί στο Χόλιγουντ μιλούν δημοσίως για την κακοποίηση της αλήθειας από τον πρόεδρο των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ – αλλά όχι ο Πατσίνο. Προτιμά να παραμένει σιωπηλός. «Ποτέ δεν μιλούσα δημοσίως για την πολιτική», εξηγεί. «Γνωρίζω ότι κάποια πράγματα έχουν αλλάξει τα τελευταία χρόνια, αλλά δεν ασχολούμαι. Ποτέ δεν το έκανα δημοσίως, πάντα το απέφευγα», λέει, χωρίς να διευκρινίζει ακριβώς το γιατί.
Αυτό σίγουρα τον διαφοροποιεί από τον συμπρωταγωνιστή του στον «Νονό 2», Ρόμπερτ Ντε Νίρο, ο οποίος διαρκώς επικρίνει τον Τραμπ, χρησιμοποιώντας μάλιστα και υποτιμητικούς χαρακτηρισμούς. Ο Πατσίνο δεν ενοχλείται. «Λέει πάντα αυτό που πιστεύει, κι αυτό είναι πολύ κουλ», λέει χαρακτηριστικά. Και προσθέτει: «Λατρεύω τον Μπομπ, γνωριζόμαστε πολλά χρόνια, είναι ένας άνθρωπος που αγαπώ».
Στην επόμενη ταινία του, «Βασιλιάς Λιρ», πρωταγωνιστεί μαζί με ένα καστ αστέρων, που περιλαμβάνει τους Ρέιτσελ Μπρόσναχαν, Τζέσικα Τσαστέιν, Αριάνα ΝτεΜπόουζ και Πίτερ Ντίνκλατζ. Πέρυσι δημοσίευσε τα απομνημονεύματά του, με τίτλο «Sonny Boy», όπου αναλογίζεται τη ζωή και την καριέρα του. «Είναι κρίμα, αλλά όλοι μας κάποτε πεθαίνουμε», λέει με πικρία. «Μόνο ο Θεός ξέρει αν θα έχουμε τις αναμνήσεις μας όταν φύγουμε. Οι αναμνήσεις είναι πολύ σημαντικές».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News
