1238
Παρασκευή βράδυ. O Παναγιώτης Γιαννάκης με το αφεντικό του Αρη, Νίκο Λάσκαρη, κατά την υπογραφή του συμβολαίου, 24 χρόνια μετά | facebook/arisbc

O Γιαννάκης στον Αρη (ή ο «προδότης» που επιστρέφει σπίτι του)

Sportscaster Sportscaster 7 Ιουλίου 2017, 22:37
Παρασκευή βράδυ. O Παναγιώτης Γιαννάκης με το αφεντικό του Αρη, Νίκο Λάσκαρη, κατά την υπογραφή του συμβολαίου, 24 χρόνια μετά
|facebook/arisbc

O Γιαννάκης στον Αρη (ή ο «προδότης» που επιστρέφει σπίτι του)

Sportscaster Sportscaster 7 Ιουλίου 2017, 22:37

Πέρασαν 33 ολόκληρα χρόνια από ‘κείνη τη νύχτα που μία υπογραφή του Παναγιώτη Γιαννάκη αναδιαμόρφωσε τον «χάρτη» του ελληνικού μπάσκετ. Ηταν ξημερώματα της 3ης Αυγούστου 1984. Στο διαμέρισμα του Γιάννη Μπουτάρη -του σημερινού δημάρχου Θεσσαλονίκης- στο Κολωνάκι, παίχτηκε το τελευταίο επεισόδιο ενός σίριαλ που κράτησε τρία καλοκαίρια. Ηδη από το 1982, ο τότε παίκτης του Ιωνικού Νικαίας αποτελούσε το αντικείμενο του πόθου και των τριών μεγάλων ομάδων του Κέντρου. Βρέθηκε πολύ κοντά και στις τρεις. Είχε περάσει από τα γραφεία του Ολυμπιακού, είχε συναντηθεί με τον Γιώργο Βαρδινογιάννη (που ήθελε να τον κάνει «δώρο» στον Ερασιτέχνη Παναθηναϊκό) στο κότερό του, και είχε πάει στα μπουζούκια με τον έφορο της ΑΕΚ, Δήμο Πασχαλίδη, για να «βρέξουν» τη μισο-κλεισμένη μετεγγραφή. Αλλά, το πεπρωμένο του ήταν ο Αρης.

Και του Αρη, ο Γιαννάκης. Στα τέσσερα χρόνια που ο Γκάλης έδινε τις μοναχικές του παραστάσεις στο «Αλεξάνδρειο», ο σύλλογος της Θεσσαλονίκης είχε κατακτήσει μόνον το Πρωτάθλημα του 1983. Στο ελληνικό μπάσκετ κυριαρχούσε, ακόμα, ο Παναθηναϊκός. Η συνεργασία του «Δράκου» με τον Νίκο Γκάλη ήταν εκείνη που θεμελίωσε την «κίτρινη αυτοκρατορία». Την πρώτη, κιόλας, σεζόν (1984-1985) -την πιο επιτυχημένη της μέχρι τότε πορείας του- ο Αρης κατέκτησε το «νταμπλ» και προκρίθηκε στους «τέσσερις» του Κυπέλλου Κόρατς. Τα επόμενα επτά χρόνια, χάρη στο καλύτερο «δίδυμο» που εμφανίστηκε ποτέ στα παρκέ -το περίφημο «ΓκαΓιαν»-, σάρωσε τους τίτλους (επτά απανωτά Πρωταθλήματα και έξι Κύπελλα), και έκανε όλη την Ευρώπη να παραμιλά.

Ο Γιάννης Ιωαννίδης, κόουτς του Αρη εκείνον τον καιρό, είχε σκαρφιστεί ό,τι μπορεί να σκεφτεί ανθρώπου νους, προκειμένου να ανεβάσει τον Γιαννάκη στη Θεσσαλονίκη. Ο αστικός μύθος αναφέρει πως, μεταξύ άλλων, είχε βάλει μέσον τον τότε γενικό γραμματέα Αθλητισμού, Κίμωνα Κουλούρη, ώστε να πραγματοποιηθεί αυτή η μετεγγραφή. Του είχε ζητήσει να μεσολαβήσει, με το επιχείρημα ότι, εάν ο Γκάλης με τον Γιαννάκη έπαιζαν και προπονούνταν διαρκώς μαζί σε κάποιον σύλλογο, αυτό θα βοηθούσε αφάνταστα και την Εθνική. Ο Κουλούρης πείστηκε (άλλωστε, το σκεπτικό του «Ξανθού» δικαιώθηκε πανηγυρικά τρία χρόνια αργότερα) και εξάντλησε την επιρροή του στον Ιωνικό Νικαίας για να πει το «ναι» στον Αρη. Η μετακίνηση του παίκτη κόστισε σαράντα δύο εκατομμύρια δραχμές, την εποχή που ο βασικός μισθός ήταν γύρω στις 45.000. Κανένας ελληνικός σύλλογος μέχρι τότε δεν είχε δαπανήσει τόσα πολλά χρήματα για έναν μπασκετμπολίστα.

giannakis-galis
Γιαννάκης, Γκάλης: To σπουδαιότερο δίδυμο γκαρντ που πέρασε ποτέ από τα ελληνικά -και τα ευρωπαϊκά- παρκέ του μπάσκετ.

Ο Ιωαννίδης έδωσε στον Γιαννάκη τη φανέλα με το νούμερο 5, που το φορούσε ο ίδιος στα χρόνια που έπαιζε μπάσκετ. Ετσι κι αλλιώς, ο αγαπημένος αριθμός του «Δράκου» -το 6- ήταν καπαρωμένος από τον Γκάλη. Ο Γιαννάκης την τίμησε «με το παραπάνω» έως το καλοκαίρι του 1993, οδηγώντας τον Αρη -ως αρχηγός, και ενώ ο Γκάλης είχε αποχωρήσει- στην κατάκτηση του Κυπέλλου Κυπελλούχων (1993), του πρώτου ευρωπαϊκού τροπαίου στην ιστορία του συλλόγου. Στη Θεσσαλονίκη έζησε εννέα ένδοξα χρόνια, και λατρεύτηκε από τους οπαδούς. Αλλά, αυτή η λατρεία μετατράπηκε σε μίσος όταν κατέθεσε προσφυγή για οφειλές 200.000.000 δραχμών.

Εφυγε «νύχτα» για την Αθήνα, με τη ρετσινιά του προδότη. Λίγους μήνες μετά, τον Σεπτέμβριο του 1993, όταν επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη για να παντρέψει ένα φιλικό ζευγάρι, δεν πίστευε στα μάτια του: οπαδοί του Αρη του είχαν στήσει ενέδρα έξω από την εκκλησία, στο Ντεπό. Ακόμα χειρότερη εμπειρία έζησε τον Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς, όταν εμφανίστηκε στο «Αλεξάνδρειο» για πρώτη φορά ως αντίπαλος της πρώην ομάδας του με τη φανέλα του Πανιωνίου. Επειτα από ένα ρεσιτάλ χυδαιότητας εναντίον του ιδίου και της οικογένειάς του, στο τέλος του αγώνα κρύφτηκε σε μια γωνιά των αποδυτηρίων και ξέσπασε σε λυγμούς. Επαιξε μπάσκετ για ακόμη τρεις σεζόν (μία στον Πανιώνιο και δύο στον Παναθηναϊκό), κι έπειτα αποχώρησε από τα παρκέ: τον Αύγουστο του 1996, μετά τον αγώνα της Εθνικής με τη Βραζιλία στο Ολυμπιακό Τουρνουά της Ατλάντα.

Εκανε πολλά χρόνια να ξαναπατήσει το πόδι του σε αυτό το γήπεδο. Τον Μάιο του 2013, όταν παρευρέθηκε -ως προπονητής της Λιμόζ- στην τελετή ονοματοδοσίας της σάλας του «Αλεξάνδρειου» (που βαπτίστηκε «Nick Gallis Hall»), τα πάθη είχαν -πια- καταλαγιάσει. Στην πραγματικότητα, αυτό είχε συμβεί πολύ νωρίτερα, καθώς οι οπαδοί του Αρη είχαν μάθει την αλήθεια για τις συνθήκες κάτω από τις οποίες ο Γιαννάκης είχε αναγκαστεί να τους «προδώσει». Ηταν εκεί και το 2014, παρέα με τον Γκάλη, στην εκδήλωση για τα 100 χρόνια από την ίδρυση του συλλόγου. Αλλά και πριν από λίγες εβδομάδες, στο πρώτο «Antetokounbros Game». Σε μερικές ημέρες θα εμφανιστεί και πάλι στα παλιά του λημέρια. Τη φορά αυτή, με την ιδιότητα του προπονητή του Αρη.

Πολλοί αναρωτιούνται, γιατί ο Γιαννάκης δέχτηκε να επενδύσει τη φήμη του σε μία ομάδα που δεν εμπνέει ασφάλεια – κάθε άλλο. Ιδίως αυτός, που πάντα φρόντιζε να δουλεύει σε περιβάλλον ήρεμο και νοικοκυρεμένο. Είναι πολύ απλό: ανέλαβε το ρίσκο, επειδή η αγάπη του για τον σύλλογο νίκησε τη λογική του, που του φώναζε να μην μπλέξει. Δεν τον πτόησαν, ούτε οι δικαστικές περιπέτειες του ιδιοκτήτη της ΚΑΕ, ούτε τα παλιά της χρέη που ακόμα τη βασανίζουν, ούτε το γεγονός ότι η ομάδα έκλεισε τη σεζόν βλέποντας τρεις Αμερικανούς της να αποχωρούν για οικονομικούς λόγους.

Στο μυαλό του Γιαννάκη, ο Αρης -παρά την πολυετή παρακμή του- παραμένει ένα εξαιρετικά ισχυρό brand name στο ευρωπαϊκό μπάσκετ. Πιστεύει πως, με μία στοιχειώδη διοικητική και οικονομική σταθερότητα, ο σύλλογος μπορεί να πετύχει σπουδαία πράγματα. Από τον κ. Λάσκαρη ζήτησε κάποιες εγγυήσεις. Οχι για τα δικά του χρήματα ή για το ύψος του προϋπολογισμού της ομάδας, αλλά για το ότι ο ίδιος δεν θα χρειαστεί να ασχολείται με τίποτ’ άλλο πέρα από το μπάσκετ. Το «αφεντικό» του τις έδωσε, όμως -στην πραγματικότητα- ο Γιαννάκης ήταν πρόθυμος να πειστεί εδώ και τρεις τέσσερις μήνες, από τότε που έγινε η πρώτη κουβέντα για το ενδεχόμενο να συνεργαστούν.

Είναι και το project του συλλόγου, που τον ιντριγκάρισε. Ο Γιαννάκης «τρελαίνεται» στην ιδέα πως θα χτίσει μία ομάδα που θα στηρίζεται σε έλληνες παίκτες, νέους, ταλαντούχους και φιλόδοξους, οι οποίοι θα παίζουν το «δικό του» μπάσκετ – κι όχι σε αμερικανούς και ξένους μισθοφόρους. Ο Αρης διαθέτει, ήδη, εξαιρετικές υποδομές και καταγράφει μεγάλες επιτυχίες στις μικρές ηλικίες. Με λίγη πίστωση χρόνου, πολλά απ’ αυτά τα παιδιά μπορεί να εξελιχθούν σε σπουδαίους παίκτες. Αλλωστε, αυτή είναι η «σπεσιαλιτέ» του κόουτς Γιαννάκη. Εάν σε όλα αυτά προσθέσουμε και το ότι δεν θέλει να ξενιτευθεί, πάλι, έχουμε την πλήρη εξήγηση για την απόφασή του να επιστρέψει στη Θεσσαλονίκη.

76735
Οι παλιές αγάπες. Βασίλης Λυπηρίδης, Παναγιώτης Γιαννάκης στις αρχές της δεκαετίας του 2000, όταν οι παλιές δόξες του Αρη δεν ήταν τόσο μακρινές (INTIME)

Ο κόσμος του Αρη είναι πολύ απαιτητικός στο μπάσκετ. Είναι λογικό – έχει ζήσει μεγαλεία (μετράει 21 τίτλους στην Ελλάδα και στην Ευρώπη). Αλλά έχει και υπομονή, όταν διαπιστώνει μιά κάποια πρόοδο. Ο προηγούμενος προπονητής, ο Δημήτρης Πρίφτης, κέρδισε την εμπιστοσύνη των οπαδών, και υπήρξε ο μακροβιότερος κόουτς στον σύλλογο μετά τον Γιάννη Ιωαννίδη. Δικαίως, διότι -με εξαίρεση την εφετινή χρονιά- κατάφερε να ψηλώσει την ομάδα. Δεν ευθύνεται εκείνος για τα προβλήματα που ανέκυψαν (ο Αρης ολοκλήρωσε τη σεζόν με μόλις έναν ξένο παίκτη στο ρόστερ του).

Τον Γιαννάκη, οι ίδιοι οπαδοί που κάποτε επιστράτευσαν όλη τους την ευρηματικότητα για να τον «πονέσουν» όσο πιο πολύ γινόταν, τώρα τον εμπιστεύονται προτού, καν, πιάσει δουλειά. Περισσότερο ως χαρακτήρα, παρά ως προπονητή. Τον ξέρουν καλά. Γνωρίζουν ότι δεν έχει μάθει να αγωνίζεται για να βγαίνει -μονίμως- τέταρτος. Σε αυτή την ασυμβίβαστη φύση του στηρίζουν τις ελπίδες τους για έναν πιο περήφανο Αρη τα επόμενα δυο τρία χρόνια.

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News

Διαβάστε ακόμη...

Διαβάστε ακόμη...