1002
| Creative Protagon

Στρέφεται η Τουρκία προς τη Δύση;

|Creative Protagon

Στρέφεται η Τουρκία προς τη Δύση;

Εδώ και πολλές δεκαετίες, γενιές και γενιές ιστορικών, δημοσιογράφων και δημοσιολογούντων επιχειρούν να απαντήσουν στο βασικό ερώτημα περί του γεωπολιτικού προσανατολισμού της Τουρκίας: Μεταλλάχθηκε ο «Μεγάλος Ασθενής» του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα σε ένα δυτικόστροφο εθνικό κράτος; Είναι μια δύναμη εθισμένη στα χαρακτηριστικά του αποκαλούμενου «επιτήδειου ουδέτερου»; Ή μήπως η Τουρκία ακόμα και στη σύγχρονη μετα-αυτοκρατορική μορφή της είναι αποκλειστικά παραδομένη στις ανατολίτικες συνήθειες της;

Η καταρχήν συμφωνία για την ένταξη της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ, κατόπιν μιας κουραστικής διαπραγμάτευσης που κράτησε πάνω από ένα χρόνο, είναι ο καταληκτικός κρίκος μιας αλυσίδας γεγονότων, επί των οποίων αποτυπώνεται η πραγματικότητα: η Τουρκία δεν είναι αποκλειστικά προσανατολισμένη προς μια κατεύθυνση. Ούτε προς τη Δύση, ούτε προς την Ανατολή. Η τουρκική εξωτερική πολιτική έχει αρχές, αλλά εξαρτάται και από τις συνθήκες που επικρατούν στο ευρύτερο περιβάλλον.

Πυξίδα της Τουρκίας είναι η εξασφάλιση του μέγιστου εθνικού συμφέροντος. Ακόμα κι αν χρειαστεί να φτάσει στα άκρα. Όσο αυτονόητη είναι για τους Τούρκους η χάραξη μιας αυτόνομης πορείας, ανεξαρτήτως θυσιών, αλλά τόσο εύκολο είναι υποχωρήσουν από τις βασικές θέσεις τους προκειμένου να κεφαλαιοποιήσουν έστω και το ελάχιστο δυνατό κέρδος.

Για την Τουρκία το γεγονός ότι αποτελεί τον πλέον ισχυρό πυλώνα της νατοϊκής συμμαχίας –μάλιστα σε ένα από τα πλέον καίρια σημεία του πλανήτη– ουδέποτε ήταν δεσμευτικό. Η Αγκυρα έφερε στο παρελθόν την Ουάσινγκτον σε πολύ δυσχερέστερη θέση απ’ ό,τι κάνει τώρα. Μόλις λίγα χρόνια μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, παραλίγο να τινάξει στον αέρα ολόκληρη τη δυτική λογική της ανάσχεσης του σοβιετικού κινδύνου, με βάση την οποία τόσο η ίδια όσο και η Ελλάδα εισήλθαν στο ΝΑΤΟ.

Κι αυτό λόγω του ενωτικού δημοψηφίσματος στην Κύπρο. Αντιστοίχως, περίπου δέκα χρόνια μετά, εν μέσω της κορύφωσης του Ψυχρού Πολέμου, η τουρκική Πολεμική Αεροπορία βομβάρδισε με ναπάλμ τη Μεγαλόνησο. Οι δύο βασικοί σύμμαχοι της νατοϊκής νοτιοανατολικής πτέρυγας έφθασαν στο όριο της ένοπλης σύγκρουσης, ενώ η Τουρκία, όπως και η Λευκωσία, στράφηκε στη Σοβιετική Ενωση του Μπρέζνιεφ, προκαλώντας παροξυσμό στους Αμερικανούς.

Ηταν τότε που η τουρκική επικράτεια μετατράπηκε σε εξαιρετικά εύφορο έδαφος για την καλλιέργεια ενός βαθέος αντιαμερικανισμού, ο οποίος απλώνεται έως τις ημέρες μας. Το 1974 οι Τούρκοι «δάγκωσαν» σχεδόν το μισό νησί, στον απόηχο του Γουότεργκεϊτ, χωρίς να ανοίξει μύτη στη Δύση. Από το 2015 έως και σήμερα ο Ερντογάν πάει χέρι-χέρι με τον Πούτιν, ενώ έως λίγους μήνες πριν βρισκόταν και πάλι ένα βήμα πριν από τη ρήξη με την Ελλάδα.

Θα μπορούσε άλλη νατοϊκή χώρα να τα κάνει αυτά; Καλό είναι να μην μεγαλοποιούμε τη θέση της Τουρκίας, αλλά η απάντηση είναι μάλλον αρνητική. Καταρχάς, είναι η γεωγραφία που της δίνει τεράστιο συγκριτικό πλεονέκτημα. Το έδαφος της ήταν ανέκαθεν το τείχος, έναντι είτε της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, είτε του σοβιετικού κομμουνισμού.

Και σήμερα γίνεται ξανά η καίρια γραμμή της νατοϊκής άμυνας κατά της Μόσχας. Ταυτοχρόνως, ήταν και παραμένει το πάτημα των Ευρωπαίων και των Αμερικανών για την Εγγύς και τη Μέση Ανατολή, την οποία ούτως ή άλλως δύναται να επηρεάζει με ό,τι έχει απομείνει από την αυτοκρατορική παράδοσή της.

Η Δύση, λοιπόν, χρειάζεται την Τουρκία – βρισκόμαστε άλλωστε εν μέσω της επικίνδυνης ανατροπής του κόσμου που ζήσαμε μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και δεν υπάρχουν άλλα περιθώρια παραστρατημάτων. Φτάσαμε, όμως, ξανά στη συγκυρία όπου και η Τουρκία, ευάλωτη και πάλι, χρειάζεται τη Δύση. Και δη τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Με τα συναλλαγματικά μεγέθη της τουρκικής οικονομίας να είναι στην κόψη του ξυραφιού και το έκτακτο κόστος για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων του σεισμού της 6ης Φεβρουαρίου να φθάνει σε δυσβάστακτο ύψος, η Αγκυρα ακολουθεί πλέον μια πιο ορθόδοξη οικονομική πολιτική, βασισμένη στη δυτική πεπατημένη.

Ο Ερντογάν, άλλωστε, αντιλήφθηκε ότι δεν θα βρει στο Κρεμλίνο τα περίπου 100 δισ. δολάρια που ψάχνει για την πολυεπίπεδη ανοικοδόμηση της χώρας του. Γνωρίζει, επίσης, ότι χωρίς σοβαρή πολεμική αεροπορία δεν μπορεί να μετατρέψει την Τουρκία σε μια ισχυρή παγκόσμια δύναμη, η οποία δεν θα ακολουθεί, αλλά θα δημιουργεί τις εξελίξεις.

Κάπως έτσι φτάσαμε σε αυτό που ήταν λίγο πολύ προδιαγεγραμμένο. Να μπουν δηλαδή τα θεμέλια αφενός της συμφωνίας για την ένταξη της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ, αφετέρου της διαδικασίας που θα καταλήξει στον εκσυγχρονισμό των τουρκικών F-16. Κι αυτό θα γίνει μάλλον υπό όρους – κάτι που είχε αποκλείσει με τη βλοσυρή αυστηρότητά του Ερντογάν. Θα αναγκαστεί όμως να κάνει πίσω.

Ως συνήθως, ο τούρκος πρόεδρος ετοιμάζει το έδαφος για να επιστρέψει στην Αγκυρα ως ο μεγάλος ηγέτης, ο οποίος έφερε τη Δύση στα μέτρα του. Ηδη πριν υποχωρήσει έδωσε τον τόνο στο αντι-δυτικό ακροατήριο του, ενεργοποιώντας τα εθνικιστικά αντανακλαστικά της τουρκικής κοινωνίας, εφ’ όλης μάλιστα της ύλης.

Αρκεί κανείς να προσέξει όσα είπε λίγες ώρες πριν φθάσει στο Βίλνιους, όταν και εκστόμισε τη μεγάλη έμπνευση περί της εισόδου της χώρας του στην Ευρωπαϊκή Ένωση: «Πέρασαν 50 χρόνια. Είμαστε η Τουρκία. Δεν είμαστε μία παρακατιανή χώρα. Πρέπει να το γνωρίζουν αυτό». Είναι ίσως μια από τις πλέον χαρακτηριστικές φράσεις, διά της οποίας αποτυπώνεται το πόσο μεγάλη σημασία έχουν τα θέματα της ταυτότητας στην άλλη πλευρά του Αιγαίου.

Παραλλήλως, ο Ερντογάν «πουλάει» στο εσωτερικό την καταδίκη των Κούρδων της βόρειας Συρίας, όχι απλώς από τη Σουηδία, αλλά ευρύτερα από τη Δύση. Καλύπτει έτσι τον μόνιμο και βαθύτερο φόβο των συμπατριωτών του που δεν είναι άλλος από μια πιθανή αποσχιστική κίνηση του νοτιοανατολικού τμήματος της χώρας από τους «τρομοκράτες» του YPG. Τέλος, θεωρεί πως ανάγκασε του Ευρωπαίους να του ανοίξουν ξανά την πόρτα των Βρυξελλών. Λες και δεν υπάρχουν μια σειρά από κεφάλαια στην ενταξιακή διαδικασία, τα οποία και η Άγκυρα αδυνατεί να καλύψει.

Η Τουρκία δεν πρόκειται να μπει στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Τουλάχιστον σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα. Πράγματι, θα μπορούσε να ανοίξει η συζήτηση για το θέμα της βίζας και της τελωνειακής ένωσης –αυτά είναι άλλωστε που απασχολούν τον Ερντογάν– αλλά ως εκεί. Ούτε αλλάζει στρατηγική η Τουρκία, στρεφόμενη ξανά στη Δύση.

Αφενός είναι η συγκυρία, αφετέρου είναι η δική της ανάγκη που την οδηγεί σε αυτή την επιλογή. Μένει, τώρα, να δούμε ποια θα είναι το επόμενο διάστημα η πορεία των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Διότι για την Τουρκία κάθε δρόμος προς τη Δύση περνά αναγκαστικά όχι μόνο μέσα από την Ελλάδα, αλλά και από την Κύπρο. Και, όπως προαναφέρθηκε, τα ιστορικά δεδομένα δεν μας επιτρέπουν να είμαστε αισιόδοξοι.

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News

Διαβάστε ακόμη...

Διαβάστε ακόμη...