1013
Ο Γιώργος Μπόμπολας, η Αμαλία Μεγαπάνου και η έδρα της Πήγασος-Εθνος | CreativeProtagon

Ο Μπόμπολας, εγώ και η Αμαλία Μεγαπάνου

Ρέα Βιτάλη Ρέα Βιτάλη 12 Απριλίου 2023, 17:42
Ο Γιώργος Μπόμπολας, η Αμαλία Μεγαπάνου και η έδρα της Πήγασος-Εθνος
|CreativeProtagon

Ο Μπόμπολας, εγώ και η Αμαλία Μεγαπάνου

Ρέα Βιτάλη Ρέα Βιτάλη 12 Απριλίου 2023, 17:42

Πέθανε λοιπόν ο Γιώργος Μπόμπολας σε ηλικία 94 ετών. Πλήρης γεγονότων. Διαβάζω τη διαδρομή της ζωής του όπως την καταγράφουν τα Μέσα. «Από αριστερή αντιστασιακή οικογένεια. Ο πατέρας του αντάρτης του ΕΛΑΣ. Ο ίδιος σε ηλικία 14 ετών συνελήφθη από τους Γερμανούς γιατί έγραφε συνθήματα υπέρ της Αντίστασης σε τοίχους στην Καστέλα. Συνέχισε τη δράση του ως μέλος της ΕΠΟΝ. Σπούδασε πολιτικός μηχανικός. Αναζήτησε δουλειά σχετική με τις σπουδές του αλλά δεν είχε τύχη αφού ήταν φακελωμένος ως κομμουνιστής».

Προφανώς είχε άγιο, γιατί κοίτα την εξέλιξη. «Ιδρυσε κατασκευαστική εταιρεία με βασικό συνέταιρο τον μετέπειτα υπουργό Δημοσίων Εργων Ευάγγελο Κουλουμπή. Οι επιχειρηματικές του δραστηριότητες επικεντρώθηκαν στους τομείς κατασκευών, της ενέργειας και των μέσων μαζικής ενημέρωσης (ΜΜΕ). Στα σημαντικότερα έργα που έχει αναλάβει περιλαμβάνονται η γέφυρα Ρίου-Αντιρρίου, Αττική Οδός, το Ολυμπιακό Χωριό, το Μουσείο Ακρόπολης, το ΟΑΚΑ, κατασκευές ΧΥΤΑ, βιολογικοί καθαρισμοί Ψυττάλειας και Θεσσαλονίκης, κυκλικό κόμβο Λεωφόρου Κηφισίας. Στον δε κλάδο των ΜΜΕ είχε ναυαρχίδα την εφημερίδα Εθνος, το κανάλι MEGA…».

Να συνεχίσω; Γιατί σας τα γράφω όλα αυτά; Γιατί ξαναήρθε στο μυαλό μου μια ιστορία με την οποία παλιά μελαγχογελούσα, ενώ τα τελευταία χρόνια πεθαίνω στα γέλια. Η εφημερίδα Εθνος, εκείνα τα χρόνια, ανέβαζε και κατέβαζε κυβερνήσεις. Το «θα σε κρεμάσω στα μανταλάκια» ισούταν με φόβο και τρόμο. Μια ομάδα δημοσιογράφων, με διευθυντή τον Νίκο Αντωνιάδη, αποφάσισαν να αποχωρήσουν από το εμβληματικό περιοδικό Ταχυδρόμος του Λαμπράκη και να αναβιώσουν το ιστορικό περιοδικό Εικόνες ως ένθετο στο Εθνος. Μου προτάθηκε να τους ακολουθήσω. (Εκτός των 4 Τροχών, όπου έγραφα χρονογράφημα στις σελίδες του Αντιλόγου –ως η μόνη γυναίκα στον ανδροκρατούμενο χώρο τους– έγραφα και στον Ταχυδρόμο το ρεπορτάζ «Αυτόπτης μάρτυρας»).

Αυτόματα έθεσα όρο να έχω μια δική μου σελίδα για χρονογράφημα (ανέκαθεν εμμονική με το χρονογράφημα) με τίτλο «Απλώς reality, μωρό μου». (Είχε ενδιαφέρον πόσο ήθελα να βγάζω τη γλώσσα στα χρόνια του χρηματιστηρίου ενώ έγραφα σε άντρο διαπλοκής). Εγινε δεκτός. Επίσης ανέλαβα σειρά συνεντεύξεων από ανθρώπους, μόνο της επιλογής μου. Πάντα θα είμαι ευγνώμων στον Ν. Αντωνιάδη για το πόσο σεβόταν τους όρους μου. Πάμε παρακάτω…

Η Αμαλία Μεγαπάνου, διαζευγμένη σύζυγος του Κωνσταντίνου Καραμανλή, ήταν μια γυναίκα απίστευτα ενδιαφέρουσα και συναρπαστικά γοητευτική στα μάτια μου. Η επιτομή της κομψότητας στα νιάτα της, που έσβηνε με την παρουσία της κάθε αντίπαλο «δέος», όπως π.χ. την Τζάκι Κένεντι, και στη συνέχεια μια επιλεκτική κοσμοκαλόγρια, συγγραφέας –κατά την προσωπική μου άποψη– δύο εξαιρετικών βιβλίων «Διάλογος με την Αννα» και «Ο Εκτορας» –πολύ μπροστά από την εποχή τους–, μα πάνω από όλα μια γυναίκα που δεν δεχόταν να δώσει συνεντεύξεις. Μια γυναίκα που στάθηκε πάντα στο πιο ψηλό σκαλοπάτι στα μάτια μου.

Το πώς ήρθα σε επαφή μαζί της, η ατμόσφαιρα των τραπεζιών στο σπίτι της, το «έθιμο» του στεφανιού λουλουδιών κάθε Πρωτομαγιά, το λακωνικό των λόγων της, το «χρυσό μου» όπως το πρόφερε… Ολα θα μείνουν στην ψυχή μου. Σύντομα αγνόησα την αρχική μου επιθυμία μιας συνέντευξης και ευγνωμονούσα ότι ζούσα το «ταξίδι». Ακόμα και το να μιλάμε λίγα λεπτά στο τηλέφωνο το εκλάμβανα ως ύψιστο προνόμιο. Πέρασαν χρόνια, έφτασε να ολοκληρώσει μια εγκυκλοπαίδεια αρχαίων ονομάτων… Αδιανόητη, κόπου δουλειά!

Και τότε αποδέχτηκε μια συνέντευξη. Εφτασα στον διευθυντή μου πετώντας και αναδεύοντας τα χαρτιά στα χέρια. Παρέα πετάξαμε στα σύννεφα. Επιμελήθηκα το κάθε τι. Και αυτό ήταν στους όρους για ό,τι έκανα. Φωτογραφίες, λεζάντες φωτογραφιών, τίτλος, όλα. Θυμάμαι έσπευσα στο περίπτερο νύχτα να αγοράσω το περιοδικό με το εξώφυλλό της. Κοιτάζω, ξεφυλλίζω… Δεν μπορεί! Πουθενά η Αμαλία Μεγαπάνου. Στη θέση της, ένας πολιτικός του ΠΑΣΟΚ, τέσσερις σελίδες να λέει κοινοτοπίες της δεκάρας. Τηλεφώνησα, έβρισα.

Ο διευθυντής, σκασμένος. Της τελευταίας στιγμής παρεμβολή. «Την άλλη εβδομάδα απαξάπαντος». Την επόμενη εβδομάδα, η ίδια ιστορία αλλά πλέον ένας πολιτικός της ΝΔ με ριγέ πουκάμισο να το παίζει τζόβενο. «Δεν το χωράει το μυαλό μου! Εχουν αίσθηση τι σημαίνει να έχουμε συνέντευξη της Μεγαπάνου;» ούρλιαζα. «Θέλω να δω τον Μπόμπολα τον ίδιον. Δεν είναι δυνατόν να μην αντιλαμβάνεται το καλό της εφημερίδας του!». Καημένη Ρέα.

Με παρέπεμψαν στον διάδοχο γιο του. Διέσχισα τεράστιους διαδρόμους. Εισήλθα ως ταύρος στο τεράστιο γραφείο του. Και άρχισα να μιλάω με ελεγχόμενο θυμό για το ακατανόητο, μετά ανέβασα στροφές για να τονίζω την δημοσιογραφική επιτυχία που χάναμε. Συνέχισα να μιλάω για υγιή επιχειρηματικότητα και επαγγελματισμό, όπως τα μαθήτευσα από τον πατέρα μου και τη συνεργασία του με Ιάπωνες… Ελεγα… Τι διάολο έλεγες, μωρέ Ρέα; Μέχρι που αντιλήφθηκα ότι μιλούσα σε τοίχο. Δεν υπήρχε αντίδραση, ούτε καν βλεφάρων, τίποτα, παρά ένα παγωμένο διαρκείας χαμόγελο ως κέρινου ομοιώματος στη Μαντάμ Τισό. Δεν είχε νόημα να συνεχίσω αλλά και πώς το φρενάρεις; Μαντάμ Τισό, σας λέω.

Στο άντρο της διαπλοκής (όπως το χαρακτήριζαν τότε) με τα θηριώδη ποσά για δημόσια έργα που βούιζαν στον αέρα και τους πολιτικούς που πίεζαν για μια θετική αναφορά του ονόματός τους, εγώ «μάλωνα» το αφεντικό για μια δημοσιογραφική επιτυχία της Αμαλίας Μεγαπάνου π.Χ., που δεν την αντιλαμβανόταν ως τέτοια. Τι ενδιαφέρον ούφο! Ευτυχώς εισήλθαν δύο πανύψηλα τακούνια με μια γυναίκα, οπότε απέσυρα τον εαυτό μου με συνοπτικές διαδικασίες. Κατευθύνθηκα στον διευθυντή μου. Παραιτήθηκα. Και ησύχασα.

Μερικά χρόνια μετά ήρθε στη ζωή μου το Protagon με εκείνη τη συγκινητική ομάδα δημοσιογράφων και μια κρίση βαρβάτη να ξετινάζει στην ανεργία τον κλάδο. Θυμάμαι με απόσταση χρόνων εκείνο το κορίτσι-γυναίκα, σήμερα γιαγιά τεσσάρων εγγονιών, και πολύ πολύ το αγαπάω. Τα διηγούμουν όλα αυτά στα παιδιά μου, με αφορμή τον θάνατο του Γιώργου Μπόμπολα. Ελιωσαν στα γέλια. «Θα πρέπει να σε πέρασε για τελείως χαζή» κατέληξε ο γιος μου. «Να σου πω την αλήθεια, μελετώντας τη ζωή μας, μ’ αρέσει τρελά ότι ήμουν η χαζή εκείνης της στιγμής», του απάντησα.

Η Μαρία Ρεζάν, μια δημοσιογράφος που εκτιμούσα και πάντα θα εκτιμώ, έκλεινε τη βιογραφία της ως εξής: «Και να θυμάσαι πάντα πως δεν υπάρχει τίποτα ωραιότερο στον κόσμο αυτό από μια νύχτα που τη φωτίζουν τ’ αστέρια και το συναίσθημα ότι έκανες το καθήκον σου…». Ο,τι βέβαια θεωρεί ο καθένας ως καθήκον του στη ζωή…

Συλλυπητήρια στην οικογένειά του Γεωργίου Μπόμπολα.

ΥΓ. Γαμώτο, το οικογενειακό βιογραφικό μου δεν στολίζει κανένα παράσημο από τα απαραίτητα. Ούτε από αριστερή οικογένεια, ούτε κανέναν αντάρτη, ούτε σε τοίχο συνθήματα, έναν θείο κομμουνιστή είχα που στα τραπέζια οι άλλοι τον πρόγκαγαν με κοινοτοπίες της εποχής: «Πήγαινε στη Ρωσία να δεις ελευθερίες». Λάτρευα το λέγειν του…

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News

Διαβάστε ακόμη...

Διαβάστε ακόμη...