Μισές αλήθειες και βολικά ψέματα για τους μισθούς
Μισές αλήθειες και βολικά ψέματα για τους μισθούς
Τα στατιστικά στοιχεία για τους μισθούς στην Ελλάδα περιγράφουν πράγματι μια ζοφερή εικόνα. Σύμφωνα με την πρόσφατη σχετική έρευνα της Eurostat, ο μέσος ετήσιος μισθός πλήρους απασχόλησης στην Ελλάδα είναι ο δεύτερος χαμηλότερος στην Ευρωπαϊκή Ενωση.
Βρίσκεται σήμερα (στοιχεία 2024) στα 17.954 ευρώ, δηλαδή είναι χαμηλότερος από το 50% του μέσου ευρωπαϊκού, που διαμορφώθηκε στα 39.808 ευρώ. Με βάση τα ίδια στοιχεία, ο μέσος μισθός στην Ελλάδα αυξήθηκε πέρυσι κατά 5,18%, ποσοστό πολύ κοντά στον ευρωπαϊκό μέσο όρο (5,2%), ενώ στη Βουλγαρία, που βρίσκεται πίσω από την Ελλάδα, στην τελευταία θέση, οι μισθοί αυξήθηκαν με ρυθμό 13,95%. Αν η τάση συνεχιστεί έτσι, πολύ σύντομα η Ελλάδα θα βρεθεί στην τελευταία θέση της ευρωπαϊκής μισθολογικής κατάταξης.
Στοιχείο κρίσιμο: Ο μέσος μισθός στην Ελλάδα σε σχέση με το 2009 παραμένει κατά 15,3% χαμηλότερος, ενώ ο μέσος ευρωπαϊκός αυξήθηκε κατά 50,9%. Μη λησμονούμε, περάσαμε μια κρίση με βίαιες μνημονιακές περικοπές και πολλαπλές παρενέργειες που, αντίθετα με ό,τι μπορεί να πιστεύουν ορισμένοι, αφήνουν ακόμη ανοιχτές πολλές πληγές.
Στοιχείο κρισιμότερο: Η στατιστική δεν λέει ψέματα, όμως δεν λέει πάντα την πλήρη αλήθεια. Ως προς αυτό, το στατιστικό μέγεθος του «μέσου μισθού» μπορεί να μην είναι άχρηστο, όμως μπορεί κάλλιστα να δίνει μια τουλάχιστον ανακριβή εικόνα. Προκύπτει άλλωστε, θεωρητικά, από το πηλίκο της διαίρεσης όλων των μισθών δια του συνόλου των εργαζομένων. Στρεβλώσεις, συνεπώς, μπορεί να προκύπτουν αν υπάρχουν λίγοι υπέρογκα υψηλοί μισθοί, ενώ είναι συντριπτικά περισσότεροι οι πολύ χαμηλότεροι μισθοί, είτε σε διάφορους άλλους συνδυασμούς.
Υπό αυτό το πρίσμα, το στατιστικά κρίσιμο και περισσότερο αντιπροσωπευτικό μέγεθος είναι διάμεσος μισθός. Αυτός βρίσκεται ακριβώς στη μέση μιας ταξινομημένης κατά μέγεθος λίστας αποδοχών. Το 50% των εργαζομένων αμείβεται με περισσότερα από αυτόν, το υπόλοιπο 50% με λιγότερα.
Σε ετήσια βάση, ο διάμεσος μισθός στην Ελλάδα είναι, όμως, ακόμη χαμηλότερος από τον μέσο. Σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία του e-ΕΦΚΑ βρίσκεται περίπου στα 13.300 ευρώ. Σύμφωνα με τα αντίστοιχα του συστήματος ΕΡΓΑΝΗ, περίπου στα 12.500 ευρώ.
Αυτά τα στοιχεία φανερώνουν μια χώρα που ζει σχεδόν κάτω από τα όρια της φτώχειας. Σε ποιο βαθμό ισχύουν;
Κανείς δεν αμφισβητεί, άλλωστε διαπιστώνεται πολύ εύκολα, ότι οι μισθοί στην Ελλάδα είναι δραματικά χαμηλότεροι από τους αντίστοιχους ευρωπαϊκούς και ότι η συνθήκη επιδεινώνεται από το γεγονός ότι οι τιμές είναι σχεδόν στα ίδια επίπεδα, σε κάποιες περιπτώσεις και σε υψηλότερα.
Ευθύνες εντοπίζονται σε πολλά πεδία, ξεκινώντας από όλα αυτά που δεν κάνει η κυβέρνηση για αύξηση της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας, όπως «φωνάζουν» οι επιχειρηματίες, μέχρι τα άλλα που δεν κάνουν οι επιχειρήσεις, και ειδικά όσες εμφανίζουν ιλιγγιώδεις κερδοφορίες.
Αποτέλεσμα, σε κάθε περίπτωση, είναι πως το πρόβλημα εκδηλώνεται με πολλούς τρόπους. Ισως ο χειρότερος να είναι η έλλειψη προοπτικής για νέους εργαζόμενους, ειδικά για το επιστημονικό και εξειδικευμένο προσωπικό, που δεν βρίσκει θέσεις εργασίας με αξιοπρεπείς αποδοχές και, προφανώς, εφόσον έχει τη δυνατότητα, θα αναζητήσει και θα βρει ευκαιρίες στο εξωτερικό.
Κάπου εδώ ξεκινούν τα «αλλά» και τα «όμως».
Μία πρώτη σύγκριση με ένα άλλο στατιστικό μέγεθος φανερώνει αποκλίσεις – όχι δραματικές, αλλά ενδεικτικές.
Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ στην Ελλάδα κατά την ίδια περίοδο βρίσκεται στο επίπεδο των 20.000 ευρώ σε ετήσια βάση, μέγεθος που αντιστοιχεί στο 67% του μέσου όρου της ΕΕ.
Τι δείχνει αυτό; Οτι με έναν πρόχειρο υπολογισμό εντοπίζει κανείς εύκολα ένα μέγεθος, που με βάση τα δηλωθέντα εισοδήματα φανερώνει ένα ποσοστό φοροδιαφυγής. Η κυβέρνηση επαίρεται για την πάταξή της. Πλην όμως η πραγματικότητα δείχνει ότι στην ουσία έχουν κάπως υποχωρήσει τα επίπεδα φοροδιαφυγής απλώς και μόνο λόγω της διεύρυνσης των ηλεκτρονικών συναλλαγών – με επιβάρυνση πάντα κατά μείζονα λόγο των μισθωτών.
Και πάλι, όμως, αυτό αφορά ένα συγκεκριμένο εύρος δραστηριοτήτων (εν μέρει εστίαση, μικρό λιανεμπόριο, σε μικρότερο βαθμό ταξί, κ.ά.) και δεν αλλάζει την πραγματικότητα. Την οποία πραγματικότητα είχε περιγράψει το καλοκαίρι του 2023 ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας, Γιάννης Στουρνάρας, με μια αποκαλυπτική δήλωση.
Είχε πει τότε ο κεντρικός τραπεζίτης ότι τα εισοδήματα που δηλώνονται στην εφορία είναι 80 δισ. ευρώ και τα ποσά που ξοδεύονται είναι 140 δισ. Αυτό, στην ουσία, δεν έχει αλλάξει. Με βάση τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, την περίοδο που ο μέσος μισθός ήταν στα 17.954 ευρώ, η μέση ιδιωτική δαπάνη (που δηλώθηκε) ήταν 20.964 ευρώ. Υπάρχει και εκείνη που δεν δηλώθηκε…
Τα δισεκατομμύρια που λείπουν είναι η άλλη όψη του νομίσματος όλων των στατιστικών. Η χώρα μπορεί να ζει με μέσο μισθό κατά 50% και πλέον χαμηλότερο από τον μέσο ευρωπαϊκό επειδή παραμένουν στη μαύρη οικονομία ποσά που αντιστοιχούν στο 30% του ΑΕΠ.
Αυτό φανερώνει πολλά.
Από τον παραλογισμό της εξοντωτικά υψηλής φορολογίας στη χώρα (πάντα: των μισθωτών), μέχρι τον μύθο ότι έχει παταχθεί η φοροδιαφυγή. Θα μπορούσε κανείς βάσιμα να υποθέσει ότι η πάταξη έχει απλώς επιτευχθεί μέχρι του σημείου που τα φορολογικά έσοδα, μέσω κυρίως του ΦΠΑ, επιτρέπουν διάφορους άλλους κυβερνητικούς ελιγμούς, δήθεν παροχές και χορηγήσεις επιδομάτων.
Αν σε αυτά τα στοιχεία προσθέσει κανείς τα σημερινά επίπεδα του δημόσιου χρέους (περί τα 370 δισ.) και τα αντίστοιχα του ιδιωτικού (250 δισ.), εύκολα καταλήγει σε ένα συμπέρασμα: η στατιστική απεικόνιση του μισθολογικού χάσματος είναι η παραπλανητική παρουσίαση μιας ούτως ή άλλως στρεβλά δομημένης οικονομίας και με αυτό το συνολικό ψέμα βολεύονται πολλοί, με πρώτη την πολιτική τάξη στο σύνολό της.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News
