1091
| CreativeProtagon

Και ξαφνικά, έχουμε εκλογές

Πιέρρος Ι. Τζανετάκος Πιέρρος Ι. Τζανετάκος 4 Δεκεμβρίου 2023, 19:52
|CreativeProtagon

Και ξαφνικά, έχουμε εκλογές

Πιέρρος Ι. Τζανετάκος Πιέρρος Ι. Τζανετάκος 4 Δεκεμβρίου 2023, 19:52

Οι διπλές κάλπες του Μαΐου – Ιουνίου 2023 και οι εμφατικές νίκες της Νέας Δημοκρατίας, σε συνδυασμό με την παθογενή εσωστρέφεια στον ΣΥΡΙΖΑ, δημιούργησαν την εντύπωση ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη έχει μπροστά της σχεδόν άπλετο ουδέτερο χρόνο, χωρίς πολιτικά εμπόδια, ώστε να εφαρμόσει το πρόγραμμά της. Στη βάση αυτού του σκεπτικού τοποθετούνταν και οι ευρωεκλογές του Ιουνίου 2024: Σχεδόν αδιάφορες και, κυρίως, ως ακόμα μια ευκαιρία επιβεβαίωσης της κεντροδεξιάς κυριαρχίας – και ειδικότερα της κυριαρχίας του Πρωθυπουργού στο πολιτικό σκηνικό.

Από τις εθνικές κάλπες, πέρασαν – δεν πέρασαν επτά μήνες, ενώ περίπου άλλοι τόσοι μένουν έως το καλοκαίρι. Τελικά, όμως, τα πράγματα δεν είναι ακριβώς έτσι: Η επερχόμενη εκλογική αναμέτρηση είναι γεμάτη διακυβεύματα. Οχι μόνο για τη Νέα Δημοκρατία, αλλά συνολικά για το πολιτικό σύστημα. Ξαφνικά, έχουμε πάλι εκλογές!

Πριν από όλους, φυσικά, κρίνεται η κυβέρνηση. Οχι απλώς επειδή έχει κλονιστεί το κατά την ίδια συγκριτικό πλεονέκτημά της – δηλαδή η αποτελεσματικότητα στην αντιμετώπιση των διαφόρων ειδών κρίσεων. Οι κραυγαλέες αδυναμίες στη διαχείριση των καταστροφικών φυσικών φαινομένων του καλοκαιριού, οφειλόμενες εν μέρει και στα διαχρονικά ελλείμματα της δαιδαλώδους και δύσχρηστης κρατικής μηχανής, κεφαλαιοποιήθηκαν αρνητικά για το κυβερνών κόμμα στις αυτοδιοικητικές εκλογές και δη στις ήττες σε Θεσσαλία και Εβρο.

Μένει να δούμε αν οι τοπικές κοινωνίες θα επιμείνουν τον Ιούνιο –σε κομματικό όμως επίπεδο αυτή τη φορά– και κυρίως αν η αμφισβήτηση αυτή θα μπορούσε να διαχυθεί σε ευρύτερο, πανελλαδικό επίπεδο. Εγγυάται, άλλωστε, κανείς ότι έως το καλοκαίρι η κυβέρνηση δεν θα κληθεί να διαχειριστεί μία ή και περισσότερες αντίστοιχες κρίσεις;

Προφανώς, ουδείς περιμένει ότι η Νέα Δημοκρατία θα απολέσει τον Ιούνιο τη μισή δύναμή της – πολλώ δε μάλλον να δει ανατροπή των συσχετισμών. Είναι, όμως, το ίδιο ένα ποσοστό πάνω από 35% και το ίδιο κάτι γύρω ή λίγο κάτω από το 30%; Ποιος είναι ο πήχης που βάζουν στο Μέγαρο Μαξίμου για την ευρωκάλπη; Και κυρίως, τι θα σημάνει αν το κόμμα αποτύχει να πιάσει τον στόχο; Μπορεί να μοιάζει κάπως μακρινό, αλλά είναι αρκετά δύσκολο να ξεχαστεί: Οι πανηγυρισμοί του πρώτου γύρου των αυτοδιοικητικών και η αισιοδοξία για το 13 στα 13 σχεδόν εξανεμίστηκαν μια εβδομάδα μετά.

Το σημαντικότερο, όμως, είναι άλλο. Οτι τον Ιούνιο η κυβέρνηση θα κριθεί και για τις μεταρρυθμίσεις που προωθεί τις τελευταίες εβδομάδες. Αλλά και για αυτές που τελικά δεν θα προωθήσει, φοβούμενη το πολιτικό κόστος. Για παράδειγμα, το νέο φορολογικό νομοσχέδιο, το οποίο κρίνεται ως δίκαιο από σχεδόν το 50% αυτών που πλήττει. Συνεπάγεται όμως αυτό ότι η Νέα Δημοκρατία δεν θα καταγράψει εξαιτίας του απώλειες στην κάλπη;

Δεν είναι μόνο ζήτημα των ελεύθερων επαγγελματιών. Είναι μια επιλογή που έρχεται σε αντίθεση με τον πυρήνα της οικονομικής πολιτικής του Μητσοτάκη: Λιγότεροι φόροι για περισσότερη ανάπτυξη. Συγκαταλέγεται, πάντως, σε αυτά που η κυβέρνηση είναι αποφασισμένη να προχωρήσει. Σε αντίθεση με τον νόμο για τον γάμο και την τεκνοθεσία των ομοφύλων – για τον οποίο είναι φανερό ότι υπάρχουν δεύτερες σκέψεις. Και μάλιστα πολλές.

Αντέχει η Νέα Δημοκρατία μια τέτοια ρύθμιση; Ή, μάλλον, για να το θέσουμε καλύτερα: Αντέχει ο Μητσοτάκης να φέρει στη Βουλή μια τέτοια ρύθμιση, με δεδομένες αφενός την ιδεολογία, αφετέρου τη σύνθεση του Υπουργικού Συμβουλίου και της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του; Και αν το κάνει, τι επιπτώσεις μπορεί αυτό να έχει στο εκλογικό ακροατήριο ενός κόμματος η βάση του οποίου είναι κατά γενική ομολογία συντηρητική; Είναι φανερό ότι ακόμα και η ίδια η συζήτηση, ανεξαρτήτως αν η μεταρρύθμιση προχωρήσει ή όχι, πλήττει την εικόνα της κυβέρνησης.

Πολύ περισσότερο, όταν στα δεξιά της υπάρχει ήδη πεδίον δόξης λαμπρόν. Με κόμματα και κομματίδια που έως πρότινος ήταν στο περιθώριο, αλλά τώρα είναι στο Κοινοβούλιο. Και που φυσικά θα μετέχουν στις ευρωεκλογές με αυτόν ακριβώς τον αέρα: Ασκώντας κριτική τόσο μέσα από την αίθουσα των 300, όσο και κυρίως από τις τηλεοράσεις. Με λίγα λόγια, πόσο αντέχει να χάσει η Νέα Δημοκρατία από δεξιά σε μια αναμέτρηση που θα είναι ούτως ή άλλως πιο χαλαρή;

Και αν η μεταρρυθμιστική ατζέντα, υπεραιωνόβιο αιτούμενο (;) πολιτικής και κοινωνίας, υποκρύπτει παγίδες, η καθημερινότητα είναι γεμάτη με ακόμα μεγαλύτερους κινδύνους για αυτόν που κυβερνά. Πώς σχετίζονται η ακρίβεια με την επενδυτική βαθμίδα; Σχετίζονται από την άποψη ότι αν δεν καταπολεμηθεί η πρώτη, τότε τα θετικά αποτελέσματα που προοιωνίζεται η δεύτερη στη μακρο-οικονομία, τα οποία αργούν να φθάσουν προς τα κάτω, χάνουν την αξία τους.

Οσο δεν αντιμετωπίζεται η πληγή του νοικοκυριού που δίνει 100 ευρώ και φεύγει από το σούπερ μάρκετ με τρεις σακούλες, άλλο τόσο δεν θα έχει σημασία το πόσο ανέβηκε ο Γενικός Δείκτης του Χρηματιστηρίου Αθηνών. Ισως ακούγεται λαϊκιστικό, αλλά είναι η πραγματικότητα. Στην κάλπη ψηφίζουν όλοι, όχι μόνο οι μέτοχοι.

Τους επόμενους μήνες, όμως, δεν διακυβεύεται μόνο η ηγεμονία της κυβέρνησης. Παίζεται και το μέλλον της αντιπολίτευσης – κυρίως της αξιωματικής. Ο χρόνος που θα έχει περάσει από την ανάδειξη του Στέφανου Κασσελάκη στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ είναι χρόνος ικανός για να αποδειχθεί αν το πείραμα έχει έστω και μικρή προοπτική να πετύχει. Ακόμα και αν αφήσουμε στην άκρη τον αυτοεγκλωβισμό του νέου προέδρου στη θέση ότι το όριο επιτυχίας – αποτυχίας είναι πέριξ του 17% των εθνικών εκλογών, το ερώτημα είναι αφοπλιστικό και η απάντηση σχεδόν αυταπόδεικτη: Αν ο ΣΥΡΙΖΑ δεν αποκτήσει δυναμική τώρα, πότε θα αποκτήσει;

Και αν δεν ανακάμψει σε μια αν όχι απολιτίκ, αλλά σίγουρα λιγότερο πολιτική αναμέτρηση, όπως είναι οι ευρωεκλογές, γιατί να το πετύχει στις επόμενες εθνικές εκλογές; Η αλήθεια είναι ότι όσο περνά ο καιρός το αφήγημα Κασσελάκη, αντί να εδραιώνεται, όπως ο ίδιος και το επιτελείο του προανήγγειλαν, αποδομείται. Και μάλλον αυτό θα συνεχιστεί, όσο η αντιπαράθεση θα λαμβάνει όλο και πιο σκληρά πολιτικά χαρακτηριστικά.

Κάλπη κρίσης είναι όμως η ευρωκάλπη και για το ΠΑΣΟΚ. Μπορεί πράγματι να υπάρξει μονομαχία με τον ΣΥΡΙΖΑ για τη δεύτερη θέση, αλλά πάνω-κάτω τα ίδια ερωτήματα που απευθύνονται στον Κασσελάκη, αφορούν και τον Ανδρουλάκη. Αν το ΠΑΣΟΚ δεν πάρει τώρα τα πάνω του, πότε θα το κάνει; Και ποια ακριβώς θα είναι η προοπτική του προέδρου αν για ακόμα μια φορά το κόμμα καθηλωθεί κοντά στο 12%; Τεστ επιβίωσης θα πρέπει να περάσει τον Ιούνιο και το νέο κόμμα των 11, διά του μεγέθους της εκλογικής επιρροής του οποίου θα αποδεχτεί αν πράγματι υπάρχει χώρος ή αν θα είναι τελικά το ΚΚΕ αυτό που θα κυριαρχήσει στα αριστερά του πολιτικού φάσματος.

Iσως όμως το σημαντικότερο για την αντιπολίτευση είναι άλλο. Μία ακόμα άνετη επικράτηση της Νέας Δημοκρατίας θα πρέπει να προβληματίσει συνολικότερα τα κόμματα – ή τουλάχιστον αυτά που θέλουν να αποκαλούνται κόμματα εξουσίας: Ποιος, πότε και, κυρίως, πώς ακριβώς θα κερδίσει τον Μητσοτάκη; Η πεπατημένη που ακολουθούν έως σήμερα είναι βέβαιο ότι δεν οδηγεί στην ανατροπή. Σύμφωνα με ένα παλιό δημοσιογραφικό κλισέ, «στην Ελλάδα δεν πλήττεις ποτέ». Μένει να αποδειχθεί και πάλι.

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News

Διαβάστε ακόμη...

Διαβάστε ακόμη...