662
|

Αδέσποτα σκυλιά

Avatar Αντώνης Σουρούνης 15 Δεκεμβρίου 2009, 09:15

Αδέσποτα σκυλιά

Avatar Αντώνης Σουρούνης 15 Δεκεμβρίου 2009, 09:15

Σε όλα τα καλά μπαρ η πόρτα ανοίγει πάντα προς τα έξω, για να ξεμπερδεύουν γρήγορα με τους κακούς πελάτες. Την έπιασα λοιπόν και την τράβηξα με δύναμη προς το μέρος μου για να περάσω μέσα. Είχα ήδη αργήσει στο ραντεβού μου κι έτσι έδειχνα σ’ αυτόν που με περίμενε από την άλλη μεριά ότι σ’ όλο τον δρόμο αυτό έκανα, βιαζόμουν για να φτάσω κοντά του. Και τότε την είδα.

Ανάμεσα σε διάφορες αφίσες για εκδηλώσεις, θέατρα και σινεμά που βρίσκονταν κολλημένες στο τζάμι της πόρτας, υπήρχε και μια μικρή, όση και το εξώφυλλο παλιού περιοδικού, που ήρθε κατ’ ευθείαν μπρος στα μούτρα μου, σα να ‘θελε να κολλήσει πάνω τους ή σαν να ‘θελε να τα φιλήσει.

Το πρώτο που διέκρινα ήταν τα χρώματά της. Μπλε, πράσινο, κίτρινο και μαύρο -όλα τα χρώματα που αγαπάω. Και άσπρο. Το άσπρο ήταν στα σύννεφα που άγγιζαν τον ουρανό και στα μαλλιά του ζευγαριού που άγγιζαν τα σύννεφα. Αφησα πάλι την πόρτα να ξαναπάει στη θέση της κι έμεινα έξω να κοιτάω την αφίσα, προσπαθώντας να καταλάβω.

Υπήρχε πάνω ουρανός και κάτω θάλασσα, αυτό ήταν εμφανές. Με το δεξί πόδι βουτηγμένο μέχρι το γόνατο στο νερό και το αριστερό λυγισμένο προς τα πίσω και πάνω έτρεχε ένας όμορφος άντρας με την αιωνιότητα και τη χάρη του Αϊ Βασίλη. Φορούσε κίτρινο μαγιό που άρχιζε κάτω από τον αφαλό κι έφτανε ώς το γόνατο. Η στρογγυλή του κοιλιά ήταν προτεταμένη, το ίδιο και το ωραίο του κεφάλι με τ’ άσπρα μαλλιά και τ’ άσπρα γένια. Γελούσε. Γελούσε σαν να διέκρινε επιτέλους από μακριά το τέρμα της πορείας του ή σαν να διαπίστωνε πια ότι δεν υπάρχει κανένα τέρμα κι ότι θα έτρεχε έτσι αιώνια μες στη θάλασσα αγκαλιά με το φορτίο του. Τα χέρια του ήταν χοντρά και δυνατά και τα ‘χε μπηγμένα κάτω από τα γόνατα μιας γυναίκας, που είχε την ίδια χάρη, την ίδια ηλικία, τα ίδια άσπρα μαλλιά και την ίδια ομορφιά μ’ εκείνον. Φορούσε μαύρο ολόσωμο μαγιό και είχε τα χέρια της πλεγμένα γύρω από τον λαιμό του, αφημένη στη δύναμη, στην αγάπη του και στον προορισμό του. Γελούσε κι εκείνη ξεκαρδισμένη. Οχι επειδή έβλεπε κάτι, ούτε γιατί άκουγε το γέλιο του, αλλά επειδή εκείνος συνέχιζε ακούραστος το τρέξιμό του στο νερό, κρατώντας την γερά κρεμασμένη από τον λαιμό του. Δύο ολοστρόγγυλα και πανέμορφα ανθρώπινα μέλη ξεκινούσαν μέσ’ από τη θάλασσα με κατεύθυνση το ένα προς τη γη και το άλλο προς τον ουρανό, η μπάκα του και ο ποπός της. Μοιάζανε με τα δυο ημισφαίρια της Γης, το Βόρειο και το Νότιο, που κατρακύλησαν από το πόστο τους, για να παίξουν στην ήρεμη θάλασσα και να κυλιστούν μαζί της.

Κι αν ήταν ο Ατλαντας που κρατούσε τη Γη στην πλάτη του και την έτρεχε να τη σώσει; σκέφτηκα. Φυσικό ήταν μετά τόσους αιώνες να έχει κάπως γεράσει και φυσικό ήταν και η Γη μετά τόσους απανωτούς καθημερινούς βιασμούς να απηύδησε και να του ζήτησε να την πάει σ’ ένα έρημο μέρος δίχως ανθρώπους. Ψυχή δεν φαινόταν ολόγυρα στον ορίζοντα, γι’ αυτό και τόσο γέλιο και χαρά απ’ τους δυο τους. Είχαν ξεγελάσει τους βιαστές, είχαν απομακρυνθεί από τους άρπαγες και τρέχανε χαρούμενοι στο νερό.

Ξαφνικά η πόρτα τινάχτηκε και η εικόνα χάθηκε από μπροστά μου. Στη θέση της στεκόταν ο φίλος που με περίμενε.

-Τι κάνεις τόση ώρα μπρος στην κλειστή πόρτα, ρε άνθρωπε; απόρησε.

-Βλέπω αυτό εδώ και προσπαθώ να καταλάβω, του έδειξα την εικόνα. Εβγαλε το κεφάλι για να δει καλύτερα.

-Ε, και δεν κατάλαβες ακόμα; Μια φωτογραφία είναι, που διαφημίζει τους εναλλακτικούς. Ελα, πέρασε. Ξέρεις πώς φαίνεσαι από μέσα; Σαν αδέσποτος σκύλος που δεν ξέρει προς τα πού να πάει.

Πέρασα μέσα με το όμορφο, αειθαλές ζευγάρι ακόμα στην καρδιά μου. Μπορεί να είχε δίκιο ο φίλος μου και να έμοιαζα πραγματικά με αδέσποτο σκύλο. Οχι όμως που δεν ξέρει προς τα πού να πάει, εγώ ήξερα. Μόλις το είχα μάθει πάνω σε μια τζαμένια πόρτα.

* Η πρώτη δημοσίευση αυτού του κειμένου έγινε στην εφημερίδα “Ελευθεροτυπία”

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News