Αριστερά – Τέμπη: το τέλος
Αριστερά – Τέμπη: το τέλος
Κάθε άνθρωπος έχει το δικαίωμα να πιστεύει ό,τι θέλει. Ένας άνθρωπος που έχει χάσει το παιδί του, εκ των πραγμάτων, μαζί με το δικαίωμα να πιστεύει ό,τι θέλει έχει και το αθέλητο «προνόμιο» να κρίνεται με πολύ μικρότερη αυστηρότητα για αυτά. Με δεδομένα όλα αυτά, η πρόταση για σύσταση προανακριτικής επιτροπής από την πρόεδρο του Συλλόγου Συγγενών Θυμάτων των Τεμπών, που περιλαμβάνει αναφορές σε «εσχάτη προδοσία» και κατηγορίες για ανθρωποκτονία με ενδεχόμενο δόλο, σημαίνει αντικειμενικά το οριστικό τέλος κάθε σχέσης της Αριστεράς με τον Σύλλογο ή ακόμα και με ένα τμήμα του ρεύματος που σχετίζεται με την υπόθεση των Τεμπών.
Oχι βέβαια επειδή στην πρόταση συμπεριλαμβάνεται και ο υπουργός των κυβερνήσεων ΣΥΡΙΖΑ Χρήστος Σπίρτζης, αλλά γιατί η πρόταση αυτή –ανεξάρτητα από τα συναισθήματα που μπορεί να τρέφει κανείς για την εισηγήτρια της– αποτελεί ένα τυπικό και ακραίο δείγμα ποινικού λαϊκισμού, σήμα-κατατεθέν των πιο αυταρχικών πολιτικών ρευμάτων, στον οποίον η Αριστερά αντιτίθεται από θέση αρχής. Οσο και να ήθελε να το τραβήξει ή να σχετικοποιήσει την πρόταση ο ΣΥΡΙΖΑ, δεν θα μπορούσε να τη στηρίξει. Και δεν τη στήριξε.
Ολα καλά λοιπόν; Μακριά από αυτό. Η πρόταση για τη συγκεκριμένη Προανακριτική, που συγκρότησε γύρω της ένα μέτωπο ακραίου λαϊκισμού που κινείται από την άρνηση της πολιτικής μέχρι την Ακροδεξιά, αποτελούμενο από την Ελληνική Λύση του Βελόπουλου, τη Νίκη των μοναστηριών, το κόμμα της Κωνσταντοπούλου και τους βουλευτές του Κασσελάκη, αναδεικνύει το αδιέξοδο στο οποίο οδηγήθηκαν τα κόμματα της Αριστεράς (πρωτίστως ο ΣΥΡΙΖΑ και δευτερευόντως η Νέα Αριστερά) με την επιλογή τους να ακολουθήσουν ένα συγκεκριμένο ρεύμα στις κινητοποιήσεις για τα Τέμπη, αποφεύγοντας να του ασκήσουν κριτική ή να αναδείξουν μια άλλη πρόταση.
Από τα ξυλόλια, τα παράνομα φορτία (που δεν πρωταγωνιστούν πάντως στην εν λόγω πρόταση για προανακριτική) και των πόλεμο των πορισμάτων, μέχρι τα σενάρια συνωμοσίας για τον δύστυχο γιο της εισαγγελέως στη Λάρισα και της συζητήσεις για παραπομπή του Μητσοτάκη σε Προανακριτική, η Αριστερά αφέθηκε να γίνει έρμαιο ενός κλίματος που δεν είχε την παραμικρή σχέση με αυτό που θεωρητικά θα έπρεπε να είναι οι αιτιάσεις και οι αξιώσεις της. Ούτε η λειτουργία του κράτους ούτε η κατάσταση στις μεταφορές ούτε –πολύ περισσότερο– το ζήτημα των δημόσιων αγαθών μπήκαν ποτέ στην συζήτηση της κοινοβουλευτικής Αριστεράς.
Προφανώς, η προσδοκία του ΣΥΡΙΖΑ και λιγότερο της ΝεΑρ ήταν να προκληθεί μια ακατάσχετη πολιτική αιμορραγία της κυβέρνησης, από την οποία θα έβγαιναν με κάποιον μηχανικό τρόπο κερδισμένα. Αν είχαν διαβάσει προσεκτικότερα τον πρόεδρο Μάο, θα γνώριζαν τη ρήση του για το πού οδηγούν οι τακτικισμοί χωρίς στρατηγική. Το αποτέλεσμα είναι το σημερινό Βατερλό. Η μεν ΝΔ τραυματίστηκε βαριά από τα Τέμπη και βρίσκεται σε φάση αργής ανάρρωσης, οι δε ΣΥΡΙΖΑ και ΝεΑρ εξαφανίστηκαν εντελώς ως αυτόνομες πολιτικές οντότητες μέσα στο ρεύμα των Τεμπών και σήμερα βυθίζονται σε ποσοστά αδιανόητα χαμηλά –λίγο πάνω από το 5% ο ΣΥΡΙΖΑ, λίγο πάνω από το 1% η ΝεΑρ. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η Βαβέλ που εμφανίστηκε με την αρχική τους επιχείρηση να καταθέσουν από κοινού πρόταση, τη διαφωνία τους σχετικά με την παραπομπή ή όχι του Πρωθυπουργού, την προσωρινή συμμαχία του ΣΥΡΙΖΑ με τον… Κασσελάκη και τελικά την απόδραση του τελευταίου προς την πρόταση Καρυστιανού, δεν θα αφήσει πολύ θετικό αποτύπωμα. Οχι για τον Κασσελάκη, ο οποίος δεν έχει τάξει κάτι διαφορετικό ώστε να πληρώσει την κυβίστηση, αλλά σίγουρα για τον ΣΥΡΙΖΑ και τη ΝεΑρ.
Μέσα σε αυτή τη συνθήκη καθίζησης που είναι αμφίβολο αν είναι αναστρέψιμη, ο ΣΥΡΙΖΑ ξεκινά το Συνέδριό του χωρίς κανένα σαφές στίγμα και με τη συμμετοχή στις προσυνεδριακές διαδικασίες να συντρίβει κάθε παλιότερο αρνητικό ρεκόρ -ακόμα και από την εποχή που ο ΣΥΝ είχε μείνει εκτός Βουλής. Η Νέα Αριστερά με τη σειρά της ανέβαλε το δικό της συνέδριο, το οποίο θα ακολουθούσε για να εξετάσει τις δυνατότητες προσέγγισης, όχι όμως τόσο από φρονιμάδα όσο από οργανωτική διάλυση. Είναι άλλωστε κοινό μυστικό ότι μετά τη ΔΕΘ τα δύο τμήματα της ΝεΑρ θα χωρίσουν τα τσανάκια τους -έστω και φιλικά όπως προβλέπουν οι παραδόσεις της ανανεωτικής Αριστεράς. Η μεγάλη πλειονότητα των βουλευτών και των συνεργατών τους θα αναζητήσουν τρόπους να συνεχίσουν τον κοινοβουλευτικό τους βίο, ενώ τα κομματικά στελέχη θα συνεχίσουν χωρίς εκπροσώπηση στη Βουλή. Και με εξαιρετικά άδηλο μέλλον, εδώ που τα λέμε, καθώς η εξεύρεση συμμαχιών προβλέπεται δύσκολη. Την περασμένη εβδομάδα υπήρξε ένα μπαράζ δημοσιευμάτων σύμφωνα με τα οποία ο Γαβριήλ Σακελλαρίδης συνομιλεί με το ΜέΡΑ25 (που απέφυγε την άνευ όρων εμπλοκή στη συζήτηση περί «φορτίων»), αλλά στην πραγματικότητα κάτι τέτοιο δεν ισχύει.
Μέσα σε όλα αυτά είναι λογικό να μετριούνται ξανά και ξανά οι διαθέσεις της κοινής γνώμης αναφορικά με την επιστροφή Τσίπρα. Όμως παρά μερικές επιφανειακές αναγνώσεις, τα αποτελέσματα εξακολουθούν να μην είναι θεαματικά. Και ο πρώην Πρωθυπουργός δεν πρόκειται να ρισκάρει καμία επιστροφή εάν δεν έχει την ασφάλεια ότι δεν θα υποστεί μια τελειωτική ήττα.
Διασπάσεις, ασθενικά ποσοστά, ελάχιστη χαμηλή επιρροή, θραύσματα χωρίς πολιτικό λόγο. Η επέτειος των 10 χρόνων από το περίφημο δημοψήφισμα του Ιούλη του 2015, θα βρει το σχέδιο της Αριστεράς σε τόσο κακή κατάσταση όσο κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί εκείνο το βράδυ. Δικαίως; Καμιά φορά «φταις – δεν φταις, θα πεθάνεις», όπως έγραφε ο Μπρεχτ.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News
