Η μυστική ζωή του Λούβρου
Η μυστική ζωή του Λούβρου
Το βιβλίο με τίτλο «Περιπέτειες στο Λούβρο» της δημοσιογράφου και συγγραφέως Ελέιν Σκιολίνο, που μόλις κυκλοφόρησε στη Βρετανία, προσφέρει μια βαθιά, διασκεδαστική ματιά στην ιστορία του φημισμένου ανά τον κόσμο παρισινού πολιτιστικού μνημείου. Ο υπότιτλος του, «Πώς να Ερωτευτείτε το Μεγαλύτερο Μουσείο του Κόσμου» μάλλον υπονοεί μια έκκληση για υπομονή, όπως επισημαίνει δημοσίευμα των Times του Λονδίνου.
«Το μουσείο εκθέτει περισσότερα από 30.000 έργα τέχνης σε πάνω 70.000 τετραγωνικά μέτρα εκθεσιακού χώρου», γράφει η Σκιολίνο – γεγονός που το καθιστά το μεγαλύτερο μουσείο στον κόσμο. Μια απλή βόλτα σε κάθε μία από τις 400 αίθουσες του ισοδυναμεί με την εξάσκηση που μπορεί να προσφέρει η διάνυση 14,5 χιλιομέτρων. Οι επισκέπτες του απλώς «περιπλανώνται από πίνακες ζωγραφικής σε έργα γλυπτικής, ζαλισμένοι από την απεραντοσύνη του χώρου», επισημαίνει η συγγραφέας.
Μαζί με αμέτρητα πορτρέτα γάλλων ευγενών με περούκες εποχής –που αργότερα αποκεφαλίστηκαν– το Λούβρο προσφέρει ιστορίες με φαντάσματα και γεωπολιτικές μηχανορραφίες, ιστορικές απεικονίσεις σεξουαλικής ρευστότητας και προβληματικών φυλετικών σχέσεων, και υλικοτεχνικά αινίγματα. Παράλληλα φιλοξενεί αμέτρητα σαγηνευτικά έργα τέχνης, τα οποία, όμως, επισκιάζονται από τις δύο πρωταγωνίστριες του μουσείου– τη Μόνα Λίζα και την Αφροδίτη της Μήλου.
Για να αγαπήσει κανείς πραγματικά το Λούβρο, σημειώνει η συγγραφέας, πρέπει να βγει από τα συνηθισμένα μονοπάτια του – και να φορά άνετα παπούτσια. Το ίδιο το κτίριο έχει μια περιπετειώδη ιστορία, όπως γράφει: «Υπήρξε φρούριο, έδρα κυβέρνησης, οπλοστάσιο, φυλακή, νομισματοκοπείο, έδρα τηλεγραφικού σταθμού, εκδοτικός οίκος, σιταποθήκη, πτηνοτροφείο και ίδρυμα μάθησης».
Οι γάλλοι βασιλείς αποθήκευαν εκεί σημαντικό μέρος των βασιλικών συλλογών και, μετά την επανάσταση του 1789, το κτίριο αναγεννήθηκε ως δημόσιο μουσείο – με τον Ναπολέοντα να προσθέτει λάφυρα που απέκτησε από τις διεθνείς εκστρατείες του. Η προέλευση του ονόματός του χάνεται στα βάθη των χρόνων. Σύμφωνα με μια θεωρία συνδέεται με τη λέξη «louve» («λύκαινα» στα γαλλικά), καθώς η τοποθεσία ήταν κάποτε κυνηγότοπος λύκων.
Η συντήρηση του μουσείου είναι ένα κατόρθωμα αντάξιο των μεγάλων καλλιτεχνών του παρελθόντος. «Το γυάλισμα των παρκέ δαπέδων απαιτεί περίπου 38.000 λίτρα νερού ετησίως», γράφει η Σκιολίνο, προσθέτοντας ότι είναι μια «γερασμένη, οργανική κατασκευή, που συνεχώς αλλάζει, προσαρμόζεται, επεκτείνεται, φθείρεται». Διαθέτει το δικό του πυροσβεστικό σώμα 52 μελών, για την αντιμετώπιση πυρκαγιών, πλημμυρών και την εκδίωξη περιστεριών από τα παράθυρά του.

Αναμενόμενα, ένα ολόκληρο κεφάλαιο του βιβλίου είναι αφιερωμένο στη Μόνα Λίζα. «Ερασιτέχνες ντετέκτιβ ισχυρίζονται ότι την έχουν αναγνωρίσει ως πόρνη, μοιραία γυναίκα, βρικόλακα, θεά, αυτοπροσωπογραφία του Ντα Βίντσι με φόρεμα ως ντραγκ κουίν», όπως γράφει η συγγραφέας. Προσθέτει ότι το μουσείο διαθέτει κούπες της Μόνα Λίζα, πετσέτες κουζίνας, μαγνητάκια ψυγείου, εκλέρ σοκολάτας – μέχρι και προφυλακτικό με τα χαρακτηριστικά της, αξίας 3 ευρώ!
Το πορτρέτο της συζύγου ενός εμπόρου μεταξιού από τη Φλωρεντία από τον 16ο αιώνα έχει διαστάσεις μινιατούρας –μόλις 77x 53 εκατοστά– και πλημμυρίζεται καθημερινά από χιλιάδες επισκέπτες. Αλλά το μουσείο διαθέτει πολλά άλλα αριστουργήματα τέχνης, σύμφωνα με τους επιμελητές του – από καμβάδες των Τιτσιάνο, Βερμέερ και Ρέμπραντ, μέχρι συλλογές ισλαμικών και αφρικανικών έργων τέχνης.
Το 2018, οι τραγουδιστές της R&B, Μπιγιονσέ και Τζέι-Ζι, μετέτρεψαν το Λούβρο σε «μόδα» για το διεθνές νεανικό κοινό της ποπ, γυρίζοντας το βίντεο του τραγουδιού τους «Apeshit» στις γκαλερί του μουσείου. Τα αεροζόλ και τα στεγνωτήρια μαλλιών απαγορεύτηκαν στα γυρίσματα, ώστε να αποφευχθεί πιθανή ζημιά στους διάσημους πίνακές του.
Πρώην επικεφαλής του γραφείου των New York Times στο Παρίσι, η Σκιολίνο διαθέτει ένα ζωηρό ύφος πρόζας που κρύβει μια οξυδερκή δημοσιογραφική ματιά, όπως επισημαίνουν οι Times. Διασκεδάζει τον αναγνώστη με ιστορίες για φύλακες που τρομάζουν από νυχτερινούς θορύβους στο μουσείο, αλλά παράλληλα απεικονίζει και ένα ίδρυμα που μαστίζεται από συγκρούσεις.
Στα μέσα της δεκαετίας του 1980, ένας πρώην υπουργός Πολιτισμού της Γαλλίας υποστήριξε ότι η γυάλινη και μεταλλική Πυραμίδα του Λούβρου, του προσφέρει την «αίσθηση ενός κακοφτιαγμένου τερματικού σταθμού αεροδρομίου». Αργότερα, το 2007, όταν το μουσείο εκμίσθωσε το όνομά του στα ΗΑΕ για τη δημιουργία του Λούβρου του Αμπου Ντάμπι – έναντι 980 εκατομμυρίων ευρώ– οι αντιδράσεις ήταν τεράστιες. «Τα μουσεία δεν πωλούνται», ήταν ο τίτλος της γαλλικής Le Monde.
Τα τελευταία χρόνια, το μουσείο αναγκάζεται να διαχειριστεί τις πυρετώδεις πολιτικές ταυτότητας και τις μεταβαλλόμενες κοινωνικές προοπτικές της εποχής μας. Η έλλειψη έργων από γυναίκες και έγχρωμους καλλιτέχνες προκαλεί επικρίσεις, αν και η απουσία τους οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι οι συλλογές του Λούβρου φθάνουν μέχρι το 1848 – ο ιμπρεσιονισμός και ο μοντερνισμός ανήκουν στο Μουσείο Ορσέ, ενώ το Κέντρο Πομπιντού φιλοξενεί έργα σύγχρονης τέχνης.
Ολα τα μνημειώδη μουσεία του κόσμου, μεταξύ των οποίων και το Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης στη Νέα Υόρκη, συνταράσσουν, προκαλούν και διακινδυνεύουν την απογοήτευση του κοινού, καταλήγει το βιβλίο της Σκιολίνο. Αλλά παραθέτει ένα πειστικό αντεπιχείρημα – ψάχνοντας στα σωστά μέρη και και μιλώντας με τους σωστούς ανθρώπους, στο Λούβρο κρύβεται κάτι ωφέλιμο για όλους, ακόμα και για τους μόνιμα γκρινιάρηδες εφήβους.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News
