Πώς ο Τραμπ… Κάνει Ξανά Μεγάλο τον Σοσιαλισμό
Πώς ο Τραμπ… Κάνει Ξανά Μεγάλο τον Σοσιαλισμό
Τη δεκαετία του 1980 ο μεγαλύτερος παραγωγός παπουτσιών στον κόσμο ήταν η κομμουνιστική Σοβιετική Eνωση. Στο βιβλίο του «Dismantling Utopia» (1994) o αμερικανός δημοσιογράφος Σκοτ Σέιν ανέφερε συγκεκριμένα ότι στην ΕΣΣΔ «παράγονταν 800 εκατομμύρια ζευγάρια παπούτσια ετησίως – διπλάσια από όσα στην Ιταλία, τρεις φορές περισσότερα από όσα στις Ηνωμένες Πολιτείες και τέσσερις φορές περισσότερα από όσα στην Κίνα. Η παραγωγή αντιστοιχούσε σε περισσότερα από τρία ζευγάρια παπούτσια κατ’ έτος, για κάθε άνδρα, γυναίκα και παιδί της Σοβιετικής Ενωσης».
Ομως παρά αυτή την τεράστια εγχώρια παραγωγή σοβιετικών-σοσιαλιστικών υποδημάτων, και μόνο με τη φήμη ότι σε κάποιο κατάστημα πωλούνταν παπούτσια από το εξωτερικό, σχηματίζονταν απ’ έξω ουρές: «Η άνεση, η εφαρμογή, ο σχεδιασμός και τα μεγέθη στα οποία προσφέρονταν τα σοβιετικά υποδήματα ήταν τόσο άσχετα προς τις ανάγκες των πολιτών, ώστε ήταν πρόθυμοι να περιμένουν επί ώρες για να αγοράσουν περιστασιακά ένα ζευγάρι εισαγόμενα παπούτσια», έγραφε ο Σέιν στο βιβλίο του.
«Το σοβιετικό οικονομικό σύστημα έβαζε εκατομμύρια ανθρώπους να εργάζονται, μετατρέποντας χρήσιμες πρώτες ύλες σε ανεπιθύμητα προϊόντα. Οταν σχολούσαν από το εργοστάσιο ή από το γραφείο, αυτοί οι εργαζόμενοι κατανάλωναν τις ελεύθερες ώρες τους αναζητώντας τα λίγα διαθέσιμα… μη άχρηστα αγαθά. Ολόκληρο το σύστημα αντιπροσώπευε έναν τεράστιο κύκλο σπατάλης», σχολιάζει σήμερα ο Ντέιβιντ Φραμ του The Atlantic.
«Για μια νεότερη γενιά Αμερικανών, η έννοια του σοσιαλισμού είναι ένα άδειο κουτί στο οποίο μπορούν να τοποθετούν κάθε είδους ελπίδες και όνειρα. Κάποτε, όμως, κάποιοι έπαιρναν πολύ σοβαρά το εγχείρημα της οικοδόμησης μιας οικονομίας χωρίς ιδιωτική ιδιοκτησία και χωρίς εμπορικές ανταμοιβές. Αυτό που πήραν αντ’ αυτού ήταν παπούτσια που δεν ήθελαν να φορούν. Αλλά οι αναμνήσεις ξεθωριάζουν, ενώ οι ελπίδες και τα όνειρα διαρκούν», προσθέτει ο καναδοαμερικανός πολιτικός σχολιαστής (και πρώην λογογράφος του Τζορτζ Μπους του νεότερου), κρούοντας τον κώδωνα του κινδύνου για τη διάσωση του καπιταλισμού, όχι τόσο από τον σοσιαλισμό, όσο από τον Ντόναλντ Τραμπ.
Σημειώνει πως ολοένα περισσότεροι Αμερικανοί αισθάνονται ότι η οικονομία δεν τους εξυπηρετεί, δεδομένου ότι έως σήμερα, συνυπολογίζοντας τα πεπραγμένα και της πρώτης θητείας του, ο Τραμπ έχει ευνοήσει απροκάλυπτα τα μεγάλα συμφέροντα και τους ημετέρους του.
Κάπως έτσι, στη δεκαετία του 2020, οι Αμερικανοί άρχισαν να συζητούν για ιδέες που κάποτε φαίνονταν παρωχημένες και –σε ορισμένες περιπτώσεις– να εκλέγουν πολιτικούς που τις υποστηρίζουν. «Ο νέος σοσιαλισμός αντιμετωπίζει τα προβλήματα που κατέστρεψαν τον παλιό σοσιαλισμό μόνο με το να τα αρνείται ή να τα αγνοεί. Εάν θέλουμε να ηττηθεί ο σοσιαλισμός και η οικονομία της αγοράς να διατηρηθεί στο πλαίσιο του δημοκρατικού ανταγωνισμού, η αποκάλυψη της μη λειτουργικότητας των προτεινόμενων εναλλακτικών επιλογών δεν θα είναι αρκετή. Θα πρέπει να μεταρρυθμιστεί και να εκκαθαριστεί η οικονομία της αγοράς, η οποία είναι απαραίτητη για τη διατήρηση του βιοτικού επιπέδου των Αμερικανών», γράφει ο Ντέιβιντ Φραμ.
Οι υποσχέσεις του σοσιαλισμού
Το 1960, ο οικονομολόγος του Χάρβαρντ Εϊμπραμ Μπέργκσον προέβλεπε ότι η σοβιετική οικονομία θα ξεπερνούσε εκείνη των ΗΠΑ. Η γνώμη του Μπέργκσον δεν ήταν καθόλου άτοπη. Παρόμοιες εκτιμήσεις βασίζονταν σε αναλύσεις της CIA για τη σοβιετική οικονομία μέχρι και τη δεκαετία του 1960. Οι Αμερικανοί μπορεί να απέρριπταν τον σοσιαλισμό ως καταπιεστικό για τους ίδιους, αλλά οι ειδικοί πίστευαν ότι, όσο απωθητικός κι αν ήταν ο σοβιετικός σοσιαλισμός, θα μπορούσε να παράξει θετικά αποτελέσματα.
Εκτός από τη σοβιετική, οι ΗΠΑ είχαν υπερεκτιμήσει και την παραγωγική ικανότητα της κομμουνιστικής Κίνας, με τον δημοσιογράφο του The Atlantic να αναφέρει ενδεικτικά πως το 1959 ο μελλοντικός πρόεδρος Τζον Κένεντι υποστήριξε, μιλώντας στη Γερουσία, ότι το «Μεγάλο Αλμα προς τα Εμπρός» του Μάο ΚΑθα είχε αναπόφευκτα τεράστιο οικονομικό και πνευματικό αντίκτυπο στις λιγότερο ανεπτυγμένες περιοχές του κόσμου.
Στην πραγματικότητα, το «Μεγάλο Αλμα προς τα Εμπρός» ενδέχεται να υπήρξε «η πιο θανατηφόρα αυτοπροκληθείσα καταστροφή στην ανθρώπινη ιστορία. Το πρόγραμμα αναγκαστικής εκβιομηχάνισης του Μάο Τσετούνγκ προκάλεσε τουλάχιστον 32 εκατομμύρια (πιθανώς μέχρι και 55 εκατομμύρια) θανάτους από λιμό», σχολιάζει ο Ντέιβιντ Φραμ.
Οσο για τα σοβιετικά στοιχεία για την οικονομία της ΕΣΣΔ που είχαν εντυπωσιάσει και ανησυχήσει τόσο πολύ τη CIA, ήταν είτε πλαστά είτε ανούσια. Οσον αφορά τα παπούτσια, για παράδειγμα, δεν είχε σημασία πόσα ζευγάρια κατασκεύαζε ένα σοβιετικό εργοστάσιο από τη στιγμή που κανένας δεν ήθελε να τα φορέσει.
Για να ξεφύγει από τη σοβιετική αρτηριοσκλήρωση, η κομμουνιστική Κίνα άρχισε το 1978 να ανοίγει, πρώτα την αγροτική οικονομία της και στη συνέχεια τη βιομηχανία της στην ιδιωτική διαχείριση, στον ανταγωνισμό της αγοράς και στις ξένες επενδύσεις, ενώ στη συνέχεια το κινεζικό παράδειγμα ακολούθησαν το επίσης κομμουνιστικό Βιετνάμ και άλλες πρώην κλειστές και ελεγχόμενες οικονομίες.
Στις δεκαετίες που ακολούθησαν οι σοσιαλιστικές ιδέες απώλεσαν τη θελκτικότητά τους σε όλη τη δημοκρατική Δύση. Ο Φραμ θυμίζει ότι το 1995, υπό την ηγεσία του Τόνι Μπλερ, το Εργατικό Κόμμα τροποποίησε το καταστατικό του, διαγράφοντας τα περί «κοινής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής, διανομής και ανταλλαγής», ενώ στη Γερμανία, στις αρχές της δεκαετίας του 2000, η κυβέρνηση συνασπισμού του Σοσιαλδημοκράτη Γκέρχαρντ Σρέντερ προέβη σε πρωτοφανείς μειώσεις των κοινωνικών επιδομάτων, επιδιώκοντας να αναγκάσει, έτσι, τους μακροχρόνια άνεργους να επιστρέψουν στην αγορά εργασίας. Λίγα χρόνια νωρίτερα, το 1996, ο Μπιλ Κλίντον είχε δηλώσει πως «η εποχή της μεγάλης κυβέρνησης τελείωσε».
Φυσικά, δεν χαιρέτιζαν όλοι αυτόν τον φαινομενικό θρίαμβο της οικονομίας της αγοράς. Ομως όσοι ήταν δυσαρεστημένοι και απέρριπταν την άποψη της Μάργκαρετ Θάτσερ ότι «δεν υπάρχει εναλλακτική λύση», δεν κατάφεραν να διατυπώσουν με συνοπτικό και συνεκτικό τρόπο ποια θα μπορούσε να ήταν η «σωστή» εναλλακτική λύση.
Πολλοί οραματίζονταν ένα αντι-καπιταλιστικό μέλλον, αλλά αδυνατούσαν να συνθέσουν ένα πειστικό αφήγημα, με τους πιο απαισιόδοξους στους κόλπους της αμερικανικής Αριστεράς να επικαλούνται την άποψη του μαρξιστή κριτικού λογοτεχνίας Φρέντρικ Τζέιμσον: «Είναι πιο εύκολο να φανταστούμε το τέλος του κόσμου παρά το τέλος του καπιταλισμού».
Η Εποχή της Μεγάλης Μετριοπάθειας
Μέσα σε μια εικοσιπενταετία, από τις αρχές του 1983 έως το 2007, οι ΗΠΑ πέρασαν μόνο δύο σύντομες και ήπιες υφέσεις: μία το 1990-91 και μία δεύτερη, που διήρκεσε μόλις λίγους μήνες, από την άνοιξη έως το φθινόπωρο του 2001. Από την αρχή της δεύτερης θητείας του Ρόναλντ Ρίγκαν έως το τέλος της πρώτης θητείας του Τζορτζ Μπους, το ποσοστό ανεργίας στις ΗΠΑ δεν έφτασε ποτέ το 8%. Την ίδια περίοδο ο πληθωρισμός ήταν χαμηλός και τα επιτόκια μειώνονταν σταθερά.
Αυτή η «Εποχη της Μεγάλης Μετριοπάθειας», όπως ονομάστηκε από τους οικονομολόγους, είχε αντίστοιχη επίδραση και στην πολιτική. Από το 1983 έως το 2007 το ποσοστό των Αμερικανών που ήταν ικανοποιημένοι με «τον τρόπο που πηγαίνουν τα πράγματα στις ΗΠΑ» είχε αγγίξει ακόμα και το 70%, ενώ συχνά κυμαινόταν σε πάνω από 50%.
Ομως αυτή η μακρά περίοδος σταθερότητας –οικονομικής και πολιτικής– έληξε απότομα. Κατά τη διάρκεια 15 ετών, από το 2007 έως το 2022, η οικονομία των ΗΠΑ υπέστη τη Μεγάλη Υφεση του 2008, την πανδημία του κορονοϊού και την εκτίναξη του πληθωρισμού μετά την πανδημία, δηλαδή «μια ακολουθία συνταρακτικών σοκ», όπως συνοψίζει ο αρθρογράφος του The Atlantic. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, το ποσοστό των Αμερικανών που δήλωναν σε γενικές γραμμές ικανοποιημένοι σπανίως ξεπερνούσε το ένα τρίτο και συχνά κυμαινόταν περίπου στο ένα τέταρτο.
Η εποχή του ριζοσπαστισμού
Την εποχή της μετριοπάθειας διαδέχθηκε μια εποχή ριζοσπαστισμού, κατά την οποία αναδύθηκαν κινήματα όπως το Occupy Wall Street, το Tea Party, καθώς και η «woke» κουλτούρα. Και το 2015, μέσα στη δίνη αυτού του ριζοσπαστισμού, η Χίλαρι Κλίντον ανακοίνωσε τη δεύτερη υποψηφιότητά της για το προεδρικό χρίσμα των Δημοκρατικών. Στην ομιλία της επέλεξε να απαριθμήσει τις κατηγορίες που περιέγραφαν το αμερικανικό εκλογικό σώμα όπως το έβλεπε εκείνη, επιδιώκοντας –όπως εξηγεί ο Ντέιβιντ Φραμ– να προσφέρει μια σύνθετη εικόνα της πολιτικής της δεκαετίας του 1990, σε συνδυασμό με την πραγματικότητα της δεκαετίας του 2010.
Αφιέρωσε την υποψηφιότητά της εξίσου στους «επιτυχημένους και σε όσους δίνουν αγώνα», στους «καινοτόμους και τους εφευρέτες», καθώς και στους «εργάτες εργοστασίων και τους σερβιτόρους». Με άλλα λόγια, απευθύνθηκε στους Αμερικανούς για τους οποίους τα πράγματα πήγαιναν λίγο-πολύ καλά, και σε γνωστές και εδραιωμένες κατηγορίες εργατών, δίχως να πει τίποτα το συγκεκριμένο για καμία από τις ευάλωτες ομάδες, που είχαν πολλαπλασιαστεί μετά το σοκ του 2008-09.
Λίγες εβδομάδες μετά την ανακοίνωση της υποψηφιότητας Κλίντον, ο γερουσιαστής του Βερμόντ Μπέρνι Σάντερς ανακοίνωσε πως θα διεκδικούσε και εκείνος το προεδρικό χρίσμα του Δημοκρατικού Κόμματος. Χαρακτηρίζοντας τον γηραιό Μπέρνι «ιδιόρρυθμο Μεσσία», ο Ντέιβιντ Φραμ γράφει πως μέχρι τότε, παρότι είχε ήδη περάσει μια ζωή στην πολιτική, δεν είχε πολλά να επιδείξει: κανένα σημαντικό νομοσχέδιο δεν έφερε το όνομά του και, όντας ένας ανεξάρτητος σοσιαλιστής, απέφευγε να συνασπιστεί με το Δημοκρατικό Κόμμα, δίχως ωστόσο να καταφέρει να δημιουργήσει ένα δικό του κίνημα. Επιπλέον, λίγοι τον θεωρούσαν χαρισματική προσωπικότητα ή μεγάλο ρήτορα.
Αλλά στο πλαίσιο αυτού του νέου ριζοσπαστισμού απέκτησε πολύ γρήγορα οπαδούς, καταφέρνοντας να κερδίσει στις προκριματικές εκλογές 13 εκατομμύρια ψήφους. Οταν, τελικά, έχασε από τη Χίλαρι Κλίντον, η ήττα πίκρανε πολλούς από τους υποστηρικτές του, ενώ ακολούθησε ένας διαχωρισμός μεταξύ αριστερών και φιλελεύθερων που κατά πάσα πιθανότητα συνέβαλε ποικιλοτρόπως στην επικράτηση του Ντόναλντ Τραμπ στις προεδρικές εκλογές του 2016. Ομως σήμερα ο κερδισμένος ενδέχεται να είναι ο Μπέρνι Σάντερς.
«Το 2002, προς το τέλος της πολιτικής καριέρας της, η Θάτσερ κλήθηκε να κατονομάσει το μεγαλύτερο επίτευγμά της. “Ο Τόνι Μπλερ και οι Νέοι Εργατικοί. Αναγκάσαμε τους αντιπάλους μας να αλλάξουν γνώμη”, απάντησε», θυμίζει ο Ντέιβιντ Φραμ, υποστηρίζοντας πως ο Σάντερς θα μπορούσε να έλεγε το ίδιο για τον Τραμπ και το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα του.
«Αντίο στον ενθουσιασμό της εποχής του Ρίγκαν για τις αγορές και το εμπόριο: ο Τραμπ υποσχέθηκε πολύ πιο επιθετική και παρεμβατική κυβερνητική δράση για την προστασία των αμερικανικών επιχειρήσεων και εργαζομένων από τον παγκόσμιο ανταγωνισμό. Προσέφερε επίσης μια ζοφερή διάγνωση της κατάστασης της Αμερικής, για την οποία ο μόνος δρόμος προς τα εμπρός θα ήταν η επιστροφή στο παρελθόν», γράφει ο δημοσιογράφος του The Atlantic.
Συγχρόνως, ο 45ος και 47ος πρόεδρος των ΗΠΑ «δικαίωσε κάθε κριτική που θα μπορούσε να διατυπώσει ο Σάντερς σχετικά με την παρακμή του ύστερου καπιταλισμού», δεδομένου ότι είναι ένας δισεκατομμυριούχος πρώην επιχειρηματίας με εξακριβωμένη ροπή προς την εξαπάτηση, ενώ η ιδιωτική του ζωή μπορεί να χαρακτηριστεί ως μια αλληλουχία σκανδάλων. Και αφού κέρδισε την προεδρία των ΗΠΑ επέλεξε να στελεχώσει την κυβέρνησή του με μεγιστάνες του πλούτου που αγνοούν ή περιφρονούν τις δυσκολίες των απλών ανθρώπων, αλλά και με απατεώνες που τους αρέσει να ζουν δημοσία δαπάνη.
Η αναβίωση του σοσιαλισμού και το φαινόμενο Μαμντάνι
Από ορισμένες απόψεις, οι άνθρωποι που γεννήθηκαν από το 1990 και μετά είναι πιο συντηρητικοί από τους μεγαλύτερούς τους. Ακαδημαϊκές έρευνες δείχνουν ότι οι Αμερικανοί, άνδρες και γυναίκες, που φοίτησαν στο λύκειο τη δεκαετία του 2010, εκφράζουν πιο παραδοσιακές απόψεις για τους ρόλους των φύλων από εκείνους που φοίτησαν τη δεκαετία του 1990. Ειδικά όμως σε οικονομικά ζητήματα καταγράφεται μια σαφής αλλαγή στάσης απέναντι στις αγορές και στον καπιταλισμό. Μόνο το 40% των ενηλίκων κάτω των 30 ετών εξέφρασαν θετική άποψη για τον καπιταλισμό σε μια έρευνα του 2022, ενώ πριν από την πανδημία (η οποία ενέτεινε περαιτέρω αυτά τα αντι-καπιταλιστικά αισθήματα) το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 52%.
Αυτή η απογοήτευση άρχισε να ανοίγει, στις αρχές της τρέχουσας δεκαετίας, τον δρόμο σε διάφορους αυτοαποκαλούμενους σοσιαλιστές, με πιο πρόσφατη και εντυπωσιακή περίπτωση εκείνη του γεννημένου το 1991 Ζόραν Μαμντάνι, ο οποίος νωρίτερα αυτόν τον μήνα κέρδισε το χρίσμα των Δημοκρατικών για τη δημαρχία της Νέας Υόρκης.
Ο Μαμντάνι διεξήγαγε την προεκλογική εκστρατεία του με υποσχέσεις για αύξηση των φόρων στους πλουσιότερους κατοίκους της αμερικανικής μητρόπολης, ώστε να προσφέρει, προς όφελος των φτωχότερων, δωρεάν λεωφορεία, κρατικά παντοπωλεία και πάγωμα ενοικίων για 1 εκατομμύριο διαμερίσματα που βρίσκονται υπό τη διαχείριση της πόλης. Δεσμεύτηκε επίσης για την κατασκευή 200.000 νέων, οικονομικά προσιτών κατοικιών την επόμενη δεκαετία. Τελικά ο Μαμντάνι κέρδισε το 56% των ψήφων στις εσωκομματικές εκλογές, ενώ σήμερα προηγείται στις δημοσκοπήσεις ενόψει των δημοτικών εκλογών του ερχόμενου Νοεμβρίου και η ατζέντα του επηρεάζει ήδη τους Δημοκρατικούς σε εθνικό επίπεδο.
Αδυναμία παραγωγής πλούτου
«Πώς, όμως, μπορεί μια κοινωνία που επιδιώκει τον σοσιαλισμό να παράξει τον πλούτο που θέλει να αναδιανείμει, αν όχι με τις ίδιες παλιές καπιταλιστικές μεθόδους της ιδιοκτησίας, των τιμών και των κερδών;», διερωτάται ο Ντέιβιντ Φραμ.
«Δεν υπάρχει σοσιαλιστικός τρόπος δημιουργίας πλούτου. Υπάρχει μόνο ένας σοσιαλιστικός τρόπος δαπάνης του πλούτου. Οι θιασώτες της αναβίωσης του σοσιαλισμού, την τελευταία μισή δεκαετία δεν προσποιούνται καν ότι ανησυχούν για την παραγωγή πλούτου. [Ο σοσιαλισμός] υφίσταται αποκλειστικά ως ένα νέο σύνολο αξιώσεων επί των υφιστάμενων τρόπων παραγωγής: σοσιαλιστικά διαμερίσματα που χρηματοδοτούνται ουσιαστικά από φόρους σε μη σοσιαλιστικά διαμερίσματα, σοσιαλιστικά παντοπωλεία που δεν χρειάζεται να πληρώνουν τους φόρους ή το ενοίκιο που πληρώνουν τα μη σοσιαλιστικά παντοπωλεία», απαντά.
Αναφερόμενος συγκεκριμένα στις υποσχέσεις του Μαμντάνι, γράφει πως ακόμη και αν τηρούνταν, σε περίπτωση εκλογής του στη δημαρχία, δεν θα ωφελούσαν απαραίτητα τους φτωχότερους. Ειδικά για το ζήτημα της στέγασης, εξηγεί πως η πόλη της Νέας Υόρκης διανέμει οικονομικά προσιτές κατοικίες μέσω μιας διαδικασίας που ξεκινά με κλήρωση αλλά γρήγορα μετατρέπεται σε μια δοκιμασία δεξιοτήτων, γνώσης και διασυνδέσεων.
Καταρχάς, η Νέα Υόρκη ευνοεί τους υποψήφιους που εργάζονται για την πόλη, το οποίο από μόνο του ευνοεί ανθρώπους της μεσαίας τάξης, έναντι των πραγματικά απόρων. Στη συνέχεια, όσοι τυχεροί κληρώνονται πρέπει να συγκεντρώσουν μια πληθώρα εγγράφων για να αποδείξουν την καταλληλότητά τους ως ενοικιαστές. Οπως το έθεσε ένας ειδικός στη σχετική διαδικασία σε ιστότοπο ακινήτων, «μόλις επιλεγείτε, το παν είναι να είστε οργανωμένοι και αποτελεσματικοί». Ωστόσο αυτοί που κινδυνεύουν περισσότερο να καταλήξουν να ζουν στον δρόμο είναι όσοι έχουν τις λιγότερες πιθανότητες να είναι οργανωμένοι και αποτελεσματικοί.
Πώς εξηγείται, λοιπόν, αυτή η στροφή των Νεοϋορκέζων προς τον σοσιαλισμό του Μαμντάνι; «Η σύντομη απάντηση είναι πως η συζήτηση για τον σοσιαλισμό δεν αφορά καθόλου τον σοσιαλισμό. Οι καταστροφές του σοσιαλισμού είναι σήμερα θαμπές, υποβιβασμένες σε ένα παρελθόν που δεν θυμόμαστε καλά. Η δυσαρέσκεια με το σημερινό οικονομικό σύστημα γίνεται έντονα αισθητή εδώ και τώρα», γράφει ο Ντέιβιντ Φραμ.
Οσον αφορά το «εδώ και τώρα» επικαλείται τον Τζόζεφ Στίγκλιτς, ο οποίος έγραψε πρόσφατα ότι «τα οικονομικά του Τραμπ είναι ένα υποκατάστατο του καπιταλισμού». Γιατί ο αμερικανός πρόεδρος και ο περίγυρός του συσσωρεύουν τεράστιο πλούτο, εκμεταλλευόμενοι αναίσχυντα την ευπιστία των οπαδών τους. Γιατί άτομα του στενού κύκλου του Τραμπ χρησιμοποιούν την πολιτική εξουσία για να παρενοχλούν τις ρυθμιστικές αρχές και να παρεμποδίζουν την επιβολή φόρων. Και γιατί σχεδόν όλες οι μεγάλες πολιτικές αποφάσεις του αμερικανού προέδρου (π.χ. όσον αφορά τους δασμούς) συνοδεύονται από πλήθος ύποπτων συναλλαγών.
Τον περασμένο Απρίλιο, μιλώντας στο Fox News, ο σύμβουλος του Τραμπ, Στίβεν Μίλερ, εξήγησε τους λόγους που οδήγησαν τον αμερικανό πρόεδρο να κηρύξει δασμολογικό πόλεμο σε όλον τον κόσμο. «Οι ηγέτες μας επέτρεπαν σε ξένες χώρες να πειράζουν τους κανόνες του παιχνιδιού, να εξαπατούν, να κλέβουν, να ληστεύουν, να λεηλατούν. Αυτό έχει κοστίσει στην Αμερική τρισεκατομμύρια δολάρια σε πλούτο. Μας έκλεψαν τις βιομηχανίες μας», είπε, απηχώντας τα παράπονα του Τραμπ.
«Δεν διατυπώνεται πάντα τόσο επικριτικά, αλλά το μήνυμα είναι συνεπές», γράφει ο Ντέιβιντ Φραμ. «Η ελεύθερη αγορά είναι μια ψευδαίσθηση. Δεν υπάρχει τίποτε άλλο παρά εκμετάλλευση. Ο μόνος τρόπος για να προστατευθούν οι Αμερικανοί από την εκμετάλλευση είναι οι πολιτικοί ηγέτες τους να υποβάλλουν όλο και περισσότερο την οικονομία των ΗΠΑ σε κρατικό έλεγχο. Εάν αυτό το σκεπτικό ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, τότε οι πιο αυστηροί επικριτές του καπιταλισμού έχουν δίκιο», προσθέτει, κρίνοντας όμως ότι «αυτό το σκεπτικό δεν είναι αληθές. Οι ελεύθερες συναλλαγές είναι ένα σύστημα συνεργασίας και αμοιβαίου οφέλους, το πιο αποτελεσματικό που έχει ανακαλύψει ποτέ η ανθρωπότητα. Αλλά ποιος στις ΗΠΑ υπό την ηγεσία του Τραμπ υποστηρίζει την ελεύθερη αγορά;
»Οι πιο επιδραστικοί διανοούμενοι της Αριστεράς απορρίπτουν τις αγορές ως υπερβολικά άνισες, ενώ εκείνοι της Δεξιάς τις απορρίπτουν ως υπερβολικά κοσμοπολίτικες. Από τη μία πλευρά, οι επαγγελματίες πολιτικοί εκφοβίζονται από τους πιο ριζοσπαστικούς υποστηρικτές τους, ενώ από την άλλη οι πολιτικοί βρίσκονται υπό την επιρροή απατεώνων που νοούν τον καπιταλισμό ως δικαίωμα στην εξαπάτηση. Οι μαρξιστές καταδικάζουν τον καπιταλισμό ως “οργανωμένη ληστεία”. Δεν θα μπορούσαν να κάνουν μεγαλύτερο λάθος. Αλλά ποιος θα τους αντικρούσει όταν η κυβέρνηση της μεγαλύτερης καπιταλιστικής δημοκρατίας στον κόσμο βρίσκεται στα χέρια οργανωμένων ληστών;», καταλήγει ο Ντέιβιντ Φραμ.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News
