Πάσχουν οι νέοι από ναρκισσισμό; Και τι είδους;
Πάσχουν οι νέοι από ναρκισσισμό; Και τι είδους;
Για τη γενιά που μεγάλωσε στον ψηφιακό κόσμο γίνεται μεγάλη συζήτηση. Κυρίως για τη βλάβη που έχουν προκαλέσει στις νεότερες γενιές –μετά το 1995– τα smartphones και τα social media.
Η Corriere della Sera ασχολήθηκε με το θέμα. Ξεκίνησε το κείμενό της με αναφορά στις θέσεις της αμερικανίδας ψυχολόγου Jean Marie Twenge, τις οποίες χαρακτήρισε αμφιλεγόμενες. «Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι η γενιά iGen βρίσκεται στα πρόθυρα της χειρότερης κρίσης ψυχικής υγείας εδώ και δεκαετίες. Μεγάλο μέρος αυτής της επιδείνωσης οφείλεται στα smartphones. Η διπλή άνοδος των smartphones και των social media έχει προκαλέσει σεισμό που όμοιό του δεν έχουμε ξαναδεί. Υπάρχουν αδιάσειστα στοιχεία ότι οι συσκευές που έχουμε βάλει στα χέρια των νέων προκαλούν βλάβες στη ζωή τους, κάνοντάς τους εξαιρετικά δυστυχισμένους». Τα ίδια λέει σε όλα τα βιβλία της, μας κατατόπισε η Corriere, αλλά στο τελευταίο, με τίτλο «The Narcissism Epidemic», βασίστηκε σε μια μελέτη.
Η μελέτη τιτλοφορείται «Egos Inflating Over Time: A Cross-Temporal Meta-Analysis of the Narcissistic Personality Inventory» και δημοσιεύθηκε τον Ιούλιο του 2008 από την Twenge και συναδέλφους της στο Journal of Personality. Αντικείμενό της ήταν τα ναρκισσιστικά χαρακτηριστικά των αμερικανών φοιτητών κατά τη διάρκεια μιας πολύ πλατιάς χρονικής περιόδου, από το 1976 μέχρι και το 2009. Η μελέτη διαπίστωσε αύξηση του ναρκισσισμού των νεαρών σε ποσοστό 30%.
Η «επιδημία» του βιβλίου της, λοιπόν, έχει αναφερθεί, σημείωσε η Corriere, ως μία από τις αιτίες της οικονομικής κρίσης των αρχών της νέας χιλιετίας. Κάποιοι υποστηρίζουν ότι τα ναρκισσιστικά χαρακτηριστικά των νεαρών «οδήγησαν σε υπερβολική αυτοπεποίθηση και σε επικίνδυνες συμπεριφορές». Δηλαδή; «Σε απερίσκεπτες αποφάσεις, όπως επενδύσεις στο χρηματιστήριο».
Ο Jakob Pietschnig, καθηγητής Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο Βιέννης, και η Sandra Oberleiter, διδακτορική φοιτήτρια, επανεξέτασαν τη μελέτη και επιχείρησαν να τη διευρύνουν με στοιχεία έως το 2023. Σε άρθρο τους στο «Psyche» έγραψαν ότι τα δικά τους ευρήματα δεν συμφωνούν καθόλου με τα συμπεράσματα της Twenge και των συνεργατών της. Επικαλέστηκαν γι’ αυτό το τεράστιο δείγμα τους, δηλαδή τα 540.000 άτομα που έλαβαν μέρος, προερχόμενα από 55 χώρες και έχοντα μέσο όρο ηλικίας τα 27 έτη.
Τους έκαναν τεστ ναρκισσιστικής προσωπικότητας και δεν διαπίστωσαν αυξητικές τάσεις του ναρκισσισμού στους φοιτητές των ΗΠΑ, αλλά, αντιθέτως, μείωση του φαινομένου. Οι Pietschnig και Oberleiter παραδέχονται, πάντως, ότι το συμπέρασμά τους φαίνεται αντιφατικό, αν κρίνει κανείς τους νεαρούς από τις selfies, τα βίντεο και τα συναφή που αναρτούν στα social media.
Πιστεύουν ότι υπάρχει εξήγηση για την αντίφασή τους και δικαιολόγησαν τα συμπεράσματά τους ως εξής: «Τα εμπειρικά δεδομένα παρέχουν ελάχιστους λόγους να υποθέσουμε ότι τα social media ενισχύουν τον ναρκισσισμό. Ομως η πανταχού παρούσα ανάγκη ενός χρήστη των social media να συγκρίνει τον ατελή εαυτό του με ανθρώπους που έχουν άψογες ζωές ενδέχεται να έχει αρνητική επίδραση στην αυτοεκτίμησή του και στην ευημερία του, ειδικά αν είναι νέος. Τα social media είναι πιο πιθανό να μειώσουν και όχι να αυξήσουν τον ναρκισσισμό».
Η Corriere χάρηκε με τα «αισιόδοξα συμπεράσματα των δύο αυστριακών ερευνητών». Τα οποία συνίστανται σε διαπιστώσεις περί αύξησης της «κοινωνικής ευαισθησίας» των φοιτητών, της «εθελοντικής συμμετοχής» τους, των «κοινοτικών δράσεών» τους.
Τι άλλο «θετικό» διαπίστωσαν οι Αυστριακοί; Οτι «οι νέοι είναι πιο ανεκτικοί στη σεξουαλική ποικιλομορφία», αλλά και στην «προστασία του περιβάλλοντος». Σύμφωνα με αυτές τις παρατηρήσεις, «η αντικοινωνική συμπεριφορά έχει μειωθεί σε πολλές χώρες». Αυτές οι «θετικές μεταστροφές» στα χαρακτηριστικά της νέας γενιάς οφείλονται και σε άλλους παράγοντες, όπως είναι «το γεγονός ότι η ψυχοκοινωνική φροντίδα και οι υπηρεσίες υγείας έχουν γίνει πιο προσβάσιμες στις περισσότερες Δυτικές χώρες».
Οι Αυστριακοί παρατήρησαν επίσης ότι «τις τελευταίες δεκαετίες η μείωση του στιγματισμού που σχετίζεται με την αναζήτηση ψυχολογικής υποστήριξης και η αύξηση της κρατικής επιδοτούμενης φροντίδας έχουν οδηγήσει μεγαλύτερο αριθμό ανθρώπων στην αναζήτηση ψυχολογικής θεραπείας, δεδομένου ότι ο ναρκισσισμός είναι γνωστό ότι σχετίζεται με το άγχος και την κατάθλιψη».
Εν ολίγοις, σχολίασε παίρνοντας την αυστριακή σκυτάλη η Corriere, δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι οι σημερινοί νέοι είναι πιο ναρκισσιστές από ό,τι ήταν πριν από μερικές δεκαετίες. Πράγματι, οι ανησυχίες για τους ολοένα και πιο εγωκεντρικούς και αλαζονικούς νέους που θα συνεχίσουν να υπονομεύουν την οικονομία μοιάζουν αβάσιμες και υπερβολικά απαισιόδοξες.
Αντίθετα, έχουμε βάσιμους λόγους να υποθέτουμε ότι οι σημερινοί νέοι είναι πιο εξυπηρετικοί, πιο ανεκτικοί και ευαισθητοποιημένοι κοινωνικά, κάτι που αποτελεί καλό οιωνό για το μέλλον. Στο σημείο αυτό το ιταλικό μέσο παρέδωσε στο κοινό του τα δικά του μαθήματα ψυχολογίας, τα οποία και παραθέτουμε:
«Ηρθε η ώρα να διευκρινίσουμε τη διάκριση μεταξύ μεγαλοπρεπούς ναρκισσισμού και ευάλωτου ναρκισσισμού. Ο πρώτος είναι η κραυγαλέα πίστη στην ανωτερότητα, η υπερβολική αίσθηση ‘‘αυτοσημαντικότητας’’, η ανάγκη για συνεχή αυτοθαυμασμό και η παντελής έλλειψη συναίσθησης όσον αφορά άλλα άτομα. Ο δεύτερος, που ονομάζεται και συγκαλυμμένος ναρκισσισμός, έχει τα παρακάτω χαρακτηριστικά. Οι ευάλωτοι ναρκισσιστές βιώνουν ντροπή και αίσθημα κατωτερότητας, αναζητούν την επιδοκιμασία και είναι υπερευαίσθητοι σε οποιαδήποτε κριτική. Αρκετές μελέτες, συμπεριλαμβανομένης μίας του 2016 από το Πανεπιστήμιο Φλωρεντίας σε 535 ευρωπαίους φοιτητές, έχουν επισημάνει την προβληματική σχέση τους με το ίντερνετ και με τα social media.
»Οι ευάλωτοι ναρκισσιστές έχουν έντονη την τάση να έχουν προβληματική σχέση με τα social media και με το web. Δεν τους είναι ιδιαιτέρως ελκυστικά, αφού βλέπουν τον εαυτό τους ως απειλούμενο. Και η ίδια η Twenge το παραδέχθηκε δηλώνοντας τα παρακάτω. ‘‘Οταν τα social media έγιναν απαραίτητα, κάτι που συνέβη για την iGen γύρω στις αρχές της δεκαετίας του ’00 και του ’10, όταν σχεδόν το 80%-85% των μαθητών λυκείου ήταν στα social media καθημερινώς, δεν κατάφεραν όλοι να τραβήξουν την προσοχή. Ετσι η υπόθεση έγινε διαγωνισμός. Σε εκείνο το σημείο άρχισε να γίνεται λιγότερο θέμα ναρκισσισμού για τους περισσότερους ανθρώπους και περισσότερο αίσθησης ανεπάρκειας. Κατάλαβαν ότι πρέπει να χρησιμοποιούν φίλτρα βελτίωσης όπως οι άλλοι, ώστε να γίνουν ελκυστικοί και να πάρουν likes και ακόλουθους’’.
»Σε κάποιο σημείο, ειδικά όταν έγινε σχεδόν υποχρεωτικό, όλα αυτά δεν ενθάρρυναν τόσο τον ναρκισσισμό όσο το άγχος και την κατάθλιψη. Καλύτερα να είστε προσεκτικοί και να διαβάσετε και άλλες μελέτες προτού ενστερνιστείτε με σιγουριά την αισιοδοξία».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News
