Οι φυλετικές αδικίες που πυροδότησαν τα τραγούδια της Νίνα Σιμόν
Οι φυλετικές αδικίες που πυροδότησαν τα τραγούδια της Νίνα Σιμόν
«Ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ δεν κέρδισε και πολλά με την πολιτική της μη βίας» έλεγε η Νίνα Σιμόν στον παρουσιαστή Ντέιβιντ Απσαλ το 1991, στην εκπομπή του BBC «Late Show». Η τεράστια τραγουδίστρια της τζαζ και των μπλουζ, παρότι εξέχουσα φυσιογνωμία του κινήματος για τα πολιτικά δικαιώματα της δεκαετίας του 1960, δήλωνε απογοητευμένη από την πολιτική της ανυπακοής και από τις ειρηνικές πορείες διαμαρτυρίας του πνευματικού ηγέτη των Αφροαμερικανών.
Η μετακίνηση της Σιμόν στο τραγούδι πολιτικής διαμαρτυρίας προκλήθηκε από τη σοκαριστική δολοφονία τεσσάρων νεαρών μαύρων κοριτσιών σε κατηχητικό στην πόλη Μπέρμιγχαμ της Αλαμπάμα, το οποίο βομβαρδίστηκε από λευκούς εξτρεμιστές τον Σεπτέμβριο του 1963.
Εκείνη την εποχή η τραγουδίστρια είχε ήδη αρχίσει να καθιερώνεται στη μουσική σκηνή, έχοντας ηχογραφήσει το ντεμπούτο άλμπουμ της με τίτλο «Little Girl Blue» το 1959, ενώ ετοιμαζόταν και για σειρά εμφανίσεων σε διάφορα κλαμπ. Το φρικτό περιστατικό της δολοφονίας των κοριτσιών την άφησε συντετριμμένη – και την έκανε έξαλλη.
Μετέφερε, λοιπόν, τον θυμό της στο ηλεκτρισμένο τραγούδι «Mississippi Goddam» του 1964, το οποίο έγραψε σε λιγότερο από μία ώρα. Το οργισμένο τραγούδι είχε αναφορές και στη ρατσιστική δολοφονία του 14χρονου Εμετ Λούις Τιλ –ο οποίος απήχθη, βασανίστηκε και λιντσαρίστηκε στο Μισισίπι το 1955– αλλά και στη δολοφονία του αγωνιστή για τα πολιτικά δικαιώματα Μέντγκαρ Εβερς από μέλος της Κου Κλουξ Κλαν τον Ιούνιο του 1963.
Τα εγκλήματα αυτά ήταν τόσο γνωστά στη μαύρη κοινότητα της Αμερικής, που πάνω στη σκηνή η Νίνα απλώς ανέφερε τα ονόματα των Πολιτειών στις οποίες διεπράχθησαν, και όλοι καταλάβαιναν. Το τραγούδι της έγινε ένα σύμβολο του αγώνα κατά της φυλετικής αδικίας και απαγορεύτηκε σε πολλές Πολιτείες του Νότου.
Μπορεί αργότερα να διαφωνούσε με την πολιτική του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, αλλά η Σιμόν ερμήνευσε το τραγούδι τόσο στην ιστορική πορεία διαμαρτυρίας του αγωνιστή πάστορα από τη Σέλμα στο Μοντγκόμερι της Αλαμπάμα το 1965, όσο και τρεις ημέρες μετά τη δολοφονία του, σε μια συναυλία στη Νέα Υόρκη, η οποία λειτούργησε ως διέξοδος για την οργή και τη συλλογική θλίψη που προκάλεσε ο χαμός του.
Στη διάρκεια της δεκαετίας του 1960 η Σιμόν έγινε κομβική φιγούρα στο κίνημα για τα πολιτικά δικαιώματα, με τα τραγούδια της να αντανακλούν την ταραγμένη εποχή και να συγκεντρώνουν τον πόνο και τις ελπίδες της μαύρης Αμερικής. Το τραγούδι της «Four Women», που γράφτηκε το 1966, απηχούσε τους αγώνες και την ανθεκτικότητα των μαύρων γυναικών στις ΗΠΑ.
Αντίστοιχα, το «Young, Gifted and Black» του 1969 ήταν ένα μήνυμα προς τους νέους να νιώθουν υπερήφανοι και να χαίρονται για την ταυτότητα και τις δυνατότητές τους. Ηταν αφιερωμένο στη μνήμη της φίλης της, θεατρικής συγγραφέως Λορέιν Χάνσμπερι –της πρώτης μαύρης αμερικανίδας συγγραφέα με θεατρικό έργο παιγμένο στο Μπρόντγουεϊ– η οποία πέθανε από καρκίνο σε ηλικία μόλις 34 ετών.
Η ζωή της ίδιας της Νίνα Σιμόν είχε καθοριστεί από την ανατροφή της στον αμερικανικό Νότο των διαχωρισμών, αλλά και από το ταλέντο της στη μουσική, που έγινε εμφανές από πολύ νωρίς. Το πραγματικό της όνομα ήταν Γιούνις Γουέιμον και ήταν γεννημένη στην πόλη Ταϊρόν της Βόρειας Καρολίνας το 1933 – το έκτο από τα οκτώ παιδιά της οικογένειάς της.
Η ιεροκήρυκας μητέρα της ενθάρρυνε το μουσικό ταλέντο της μικρής Νίνα, η οποία σε ηλικία έξι ετών συνόδευε τη μητέρα της στη χορωδία της εκκλησίας μεθοδιστών όπου κήρυττε. Η λευκή πλούσια οικογένεια που είχε στη δούλεψή της τη μητέρα της Νίνα πίστεψε στο ταλέντο της και χρηματοδότησε τα επίσημα μαθήματα πιάνου της. Ξεκίνησε να παίζει με το αυτί στα πέντε της, ενώ μελετούσε πιάνο για τα επόμενα 22 χρόνια της ζωής της.
Αυτά τα μαθήματα ενέπνευσαν την αγάπη της για την κλασική μουσική –ειδικά για τις συνθέσεις του Μπαχ–, γεννώντας το όνειρο της νεαρής Νίνα για μια καριέρα κλασικής πιανίστριας. «Ηθελα να γίνω η πρώτη μαύρη πιανίστρια κλασικών κοντσέρτων στον κόσμο» έλεγε στο BBC το 1991. «Πιστεύω ότι έχω τα προσόντα – κάτι που μου βγαίνει και στις τζαζ συναυλίες μου». Αλλά οι πόρτες που θα άνοιγε το ταλέντο της παρέμεναν κλειστές εξαιτίας των φυλετικών προκαταλήψεων της εποχής.
Μετά το γυμνάσιο συνέχισε να ακολουθεί το όνειρό της για καριέρα στην κλασική μουσική. Φοίτησε για δύο χρόνια στη διάσημη Σχολή Μουσικής Τζουλιάρντ της Νέας Υόρκης και ακολούθως έκανε αίτηση για σπουδές στο Curtis Institute of Music, στη Φιλαδέλφεια. «Με απέρριψαν επειδή ήμουν μαύρη – και αυτό δεν το ξεπέρασα ποτέ» είχε πει στο BBC.
Συντετριμμένη και άφραγκη, έπιασε δουλειά παίζοντας πιάνο σε ένα μπαρ στο Ατλάντικ Σίτι του Νιου Τζέρσεϊ, όπου αργότερα της πρόσφεραν καλύτερη αμοιβή, αν συνόδευε το πιάνο με τη φωνή της. Για να μην το μάθουν οι θρησκευόμενοι γονείς της, υιοθέτησε το καλλιτεχνικό όνομα «Νίνα Σιμόν» και ανέπτυξε τον μοναδικό ήχο της – μια συγχώνευση στοιχείων τζαζ, μπλουζ, γκόσπελ και κλασικής μουσικής, μαζί με την πλούσια, χαρακτηριστική, βραχνή φωνή της.
Μπορεί η καριέρα της στη συμφωνική μουσική να τερματίστηκε πρόωρα –γεγονός που παρέμεινε απωθημένο σε όλη της τη ζωή– αλλά η κλασική της εκπαίδευση και τεχνική στο πιάνο διαπερνούσε όλα τα τραγούδια της – από το «I Loves You Porgy» των Τζορτζ και Αϊρα Γκέρσουιν, την πρώτη της επιτυχία το 1959, μέχρι το «My Baby Just Cares for Me», που έχει γνωρίσει επιτυχία σε τουλάχιστον τρεις γενιές μουσικόφιλων.
«Για πολλά χρόνια η μουσική μου ήταν γνωστή ως τζαζ, αλλά δεν είναι μόνο αυτό», είχε πει στη συνέντευξή της στην εκπομπή του BBC το 1991. «Είναι ένας συνδυασμός γκόσπελ, ποπ, ερωτικών και πολιτικών τραγουδιών, επομένως είναι κλασική μουσική με μαύρο προσανατολισμό: αυτό είναι».
Εξαιρετικά ευέλικτη και σαγηνευτική –αν και κατά καιρούς ασταθής ως ερμηνεύτρια– η Σιμόν παρέμεινε αμφίθυμη για τη μουσική που της προσέφερε φήμη και για το κοινό που προσέλκυε. Εμοιαζε λες και αισθανόταν ότι παρά το πρωτοποριακό και αναγνωρισμένο ρεπερτόριό της ως τραγουδίστρια και συνθέτρια, αυτό δεν της προσέφερε τον σεβασμό που θα μπορούσε να κερδίσει ως κλασική πιανίστρια.
Δεδομένων των χαρισμάτων της, του παρελθόντος της και των ταραγμένων καιρών στους οποίες μεσουράνησε, η Νίνα Σιμόν αισθανόταν πάντα υποχρεωμένη να χρησιμοποιεί την τέχνη της ως πλατφόρμα για να εκφραστεί άφοβα. «Επιλέγω να αντικατοπτρίζω τις στιγμές και τις καταστάσεις στις οποίες βρίσκομαι» είχε πει σε μια συνέντευξη το 1969. «Το θεωρώ καθήκον μου ως καλλιτέχνης να συμμετέχω στο κοινωνικό γίγνεσθαι – ειδικά αυτή την εποχή, που αποπνέει απελπισία».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News
