Ο ατιμωτικός θάνατος του Χίτλερ, μήνυμα στους δικτάτορες
Ο ατιμωτικός θάνατος του Χίτλερ, μήνυμα στους δικτάτορες
Γύρω στις 2:30 το απόγευμα της 30ής Απριλίου του 1945, ο Αδόλφος Χίτλερ κάθισε στον καναπέ στο ιδιωτικό γραφείο του στο αντιαεροπορικό καταφύγιο κάτω από την Καγκελαρία στο Βερολίνο, ακούμπησε ένα γεμάτο πιστόλι δεξιά στον κρόταφο και πάτησε τη σκανδάλη.
Μπαίνοντας στο δωμάτιο, έπειτα από περίπου δέκα λεπτά, ο προσωπικός υπηρέτης του, Χάιντς Λίνγκε, και ο ιδιαίτερος γραμματέας του, Μάρτιν Μπόρμαν, βρήκαν τον Χίτλερ σωριασμένο, με αίμα να στάζει από το πρόσωπό του στον καναπέ και στο πάτωμα. Η σορός της επί σειρά ετών συντρόφου του αρχηγού των Ναζί, της πολύ νεότερης Εύας Μπράουν, ήταν πεσμένη δίπλα του, αναδίδοντας μια έντονη οσμή πικραμύγδαλου, σημάδι ότι είχε πάρει μια θανατηφόρα δόση υδροκυανίου. Την ημέρα πριν από την αυτοκτονία τους, το ζευγάρι είχε παντρευτεί, με πολιτικό γάμο, δηλώνοντας, μεταξύ άλλων, σύμφωνα με μια διαδικασία που είχε θεσπίσει ο ίδιος ο Χίτλερ, ότι ήταν «άριας» καταγωγής.
Ακολουθώντας τις οδηγίες του δικτάτορα, ο Λίνγκε τύλιξε τις σορούς με κουβέρτες και, με τη βοήθεια του προσωπικού υπασπιστή του Χίτλερ, Οτο Γκούνσε, του σοφέρ του, Εριχ Κέμπκα, και τριών ανδρών των Ες Ες, τις μετέφερε στον κήπο της Καγκελαρίας, τις περιέλουσε με βενζίνη και τους έβαλε φωτιά. Εν μέσω του εκκωφαντικού θορύβου του συνεχιζόμενου, ανηλεούς βομβαρδισμού της περιοχής από το πυροβολικό του Κόκκινου Στρατού, κάηκαν σχεδόν ολοσχερώς: το μόνο που απέμεινε ήταν ελάχιστη ποσότητα ανθρώπινων υπολειμμάτων.
Οταν τα σοβιετικά στρατεύματα έφτασαν στο σημείο, στις 2 Μαΐου, βρήκαν δύο οδοντικές γέφυρες και μία κάτω γνάθο. Επειτα από εννέα ημέρες, τα εν λόγω ευρήματα παρουσιάστηκαν στον Φριτς Εχτμαν, έναν οδοντοτεχνίτη που είχε εργαστεί για τον οδοντίατρο του Χίτλερ. Ο Εχτμαν συμβουλεύτηκε τα αρχεία του και διαπίστωσε ότι οι γέφυρες ανήκαν αντίστοιχα στον Χίτλερ και στη σύζυγό του, ενώ στη συνέχεια επαληθεύτηκε ότι και η κάτω γνάθος ανήκε στον γερμανό δικτάτορα. Μια ημέρα νωρίτερα, την 8η Μαΐου, οι εναπομείναντες στρατιωτικοί ηγέτες του «Μεγάλου Γερμανικού Ράιχ» είχαν υπογράψει ένα έγγραφο που δήλωνε την επίσημη και άνευ όρων παράδοσή τους στους Συμμάχους.
Τα παραπάνω παραθέτει σε άρθρο του στον Economist ο διακεκριμένος βρετανός ιστορικός σερ Ρίτσαρντ Εβανς, ομότιμος καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ με ειδίκευση στη Γερμανία του 19ου και του 20ού αιώνα (γνωστός και στην Ελλάδα για την τριλογία του για το Τρίτο Ράιχ).
Το ότι Χίτλερ κατά πάσα πιθανότητα θα αυτοκτονούσε σε περίπτωση ήττας λίγο-πολύ γνωστό. Μάλιστα, όπως αναφέρει ο Εβανς, είχε ήδη αποπειραθεί να βάλει τέλος στη ζωή του, τουλάχιστον δύο φορές, όταν τα γεγονότα δεν εξελίχθηκαν όπως ήθελε: τον Νοέμβριο του 1923, μετά το αποτυχημένο «πραξικόπημα της μπιραρίας» στο Μόναχο, και ξανά τον Σεπτέμβριο του 1931, αφού η ετεροθαλής ανιψιά και ερωμένη του, Γκέλι Ράουμπαλ, αυτοκτόνησε επίσης στο Μόναχο. Ο Χίτλερ ήταν, όπως είχε ο ίδιος εξηγήσει, «ένας τζογαδόρος που ανέκαθεν τα έπαιζε όλα για όλα: οι μοναδικές εναλλακτικές επιλογές που λάμβανε υπόψη ήταν η ολοκληρωτική νίκη ή ολοκληρωτική ήττα», όπως συνοψίζει ο βρετανός ιστορικός.
Ο Χίτλερ άρχισε να υπονοεί στο στενό περιβάλλον του ότι θα αυτοκτονούσε σε περίπτωση ήττας μετά την αποτυχία της τελευταίας επίθεσης μεγάλης κλίμακας των ναζιστικών στρατευμάτων στη Μάχη των Αρδεννών (Δεκέμβριος-Ιανουάριος 1945). Ο ναζιστής ηγέτης δεν ήθελε σε καμία περίπτωση να υποστεί την οργή των θανάσιμων εχθρών του, ειδικά αφού έμαθε ποια ήταν η κατάληξη του φασίστα συμμάχου του Μπενίτο Μουσολίνι αφού έπεσε στα χέρια των παρτιζάνων: τον εκτέλεσαν, μαζί με τη σύντροφό του Κλάρα Πετάτσι, την 28η Απριλίου, ενώ στη συνέχεια οι σοροί τους κρεμάστηκαν ανάποδα σε ένα βενζινάδικο στην περιφέρεια του Μιλάνου. Ο Χίτλερ είχε επίσης απορρίψει το ενδεχόμενο να αποπειραθεί να διαφύγει, δηλώνοντας πως «ένας καπετάνιος βυθίζεται με το πλοίο του».
Λίγο πριν αυτοκτονήσει, είχε υπαγορεύσει στον γραμματέα του μια «πολιτική διαθήκη», εκφράζοντας για πολλοστή φορά την αντισημιτική θεωρία συνωμοσίας που αποτελούσε τον πυρήνα της ιδεολογίας του από τότε που στράφηκε στην πολιτική στο τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου.
«Στον παρανοϊκό φανταστικό κόσμο που είχε στο μυαλό του οι Εβραίοι ήταν η δύναμη πίσω από όλους τους εχθρούς του, πίσω τόσο από τον διεθνή καπιταλισμό όσο και από τον κομμουνισμό, και πίσω από την εκστρατεία στρατηγικών βομβαρδισμών που είχε καταστρέψει τις πόλεις και τις κωμοπόλεις της Γερμανίας και είχε προκαλέσει εκατοντάδες χιλιάδες θανάτους Γερμανών», όπως συνοψίζει ο Εβανς.
Ο Χίτλερ σημείωσε επίσης ότι και οι Γερμανοί έπρεπε να καταβάλουν κάποιο τίμημα, «αν και με πιο ανθρώπινο τρόπο», όπως προσδιόρισε στη διαθήκη του, αναφερόμενος, παρότι συγκαλυμμένα, στους θαλάμους αερίων του Αουσβιτς και άλλων στρατοπέδων εξόντωσης που αποκάλυψαν την ανατριχιαστική αδιαφορία του για την απόλυτη απανθρωπιά της γενοκτονίας αυτής καθαυτής. «Ο άθλιος και ατιμωτικός θάνατος του Χίτλερ ανέδειξε την ουσιαστικά αυτοκαταστροφική και ολέθρια φύση της δικτατορίας», σχολιάζει ο βρετανός επιστήμονας.
Εξηγεί πως οι Ναζί κατάφεραν να καταστούν το μεγαλύτερο κόμμα της Γερμανίας το 1932-33, προτείνοντας απλοϊκές λύσεις στα πολλά σοβαρά προβλήματα της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, από την οικονομική αποτυχία έως τη διεθνή ταπείνωση. Σε αλλεπάλληλες ομιλίες του υποσχόταν να αποκαταστήσει την πλήρη απασχόληση, τερματίζοντας την Υφεση, να αναθεωρήσει τη Συνθήκη των Βερσαλλιών (1919), που είχε στερήσει εδάφη και πόρους από τη Γερμανία, και να ενώσει τη χώρα ύστερα από χρόνια εσωτερικών διαμαχών. Υποστήριζε επίσης πως μόνον υπό την αρχηγία ενός μόνο «ηγέτη» θα μπορούσε η Γερμανία να καταστεί μεγάλη ξανά.
Οι υποσχέσεις του Χίτλερ είχαν μεγάλη απήχηση στις συντηρητικές πολιτικές, διοικητικές, επιχειρηματικές και στρατιωτικές ελίτ, τα μέλη των οποίων κάθε άλλο παρά είχαν χαιρετίσει την πτώση του Κάιζερ και την έλευση της πλήρους δημοκρατίας στη Γερμανία μετά την ήττα της το 1918. Οι ρίζες της δημοκρατικής πολιτικής κουλτούρας ήταν επιφανειακές και η προθυμία της πλειονότητας του πληθυσμού να υπερασπιστεί το Σύνταγμα της Βαϊμάρης περιορισμένη.
Οι συντηρητικοί του κατεστημένου ανέβασαν τον Χίτλερ στην εξουσία το 1933 θεωρώντας, εσφαλμένα, ότι μπορούσαν να τον ελέγχουν. Πολύ γρήγορα, όμως, οι Ναζί μπόρεσαν να τους υπερνικήσουν, εγκαθιδρύοντας την πιο ριζοσπαστική και ακραία δικτατορία της σύγχρονης εποχής, με ολέθριες συνέπειες για το μεγαλύτερο μέρος του κόσμου.
Ολοκληρώνοντας το άρθρο του, ο σερ Ρίτσαρντ Εβανς επικαλείται τον άγγλο φιλόσοφο του 19ου αιώνα Τζον Στιούαρτ Μιλ, ο οποίος είχε προειδοποιήσει ότι «οι κακοί άνθρωποι δεν χρειάζονται τίποτα περισσότερο για να πετύχουν τους στόχους τους, από το να παρακολουθούν οι καλοί άνθρωποι και να μην κάνουν τίποτα».
«Οι περισσότεροι Γερμανοί συνειδητοποίησαν πολύ πριν από την αυτοθυσία του Χίτλερ ότι η δικτατορία δεν είχε φέρει τίποτα άλλο παρά θάνατο και καταστροφή. Δεν υπήρξε ποτέ αναβίωση του ναζισμού μετά από το 1945. Ο Χίτλερ δικαίως κατέστη μια από τις πιο διασυρμένες προσωπικότητες της σύγχρονης Ιστορίας. Το παράδειγμά του αποτελεί προειδοποίηση κατά της δικτατορίας, την οποία όλοι θα έκαναν καλά να λάβουν υπόψη», γράφει ο βρετανός ιστορικός μισό αιώνα μετά το ατιμωτικό τέλος του γερμανού δικτάτορα.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News
