Ιστορίες με τον Τάκη Οικονομόπουλο
Ιστορίες με τον Τάκη Οικονομόπουλο
Ιστορία πρώτη: Το «πουλί». Στις 3 Ιανουαρίου 1965 η ΑΕΚ υποδέχεται στη Νέα Φιλαδέλφεια τον Παναθηναϊκό του Στέφαν Μπόμπεκ, και το ματς «στραβώνει» από νωρίς για το «Τριφύλλι», που μένει με δέκα παίκτες από το τέταρτο κιόλας λεπτό λόγω αποβολής του Τάκη Λουκανίδη. Στη συνέχεια χάνει άλλους δύο: τον Ανδρέου και τον Κυριακίδη. Στο τελευταίο ημίωρο του αγώνα ο Παναθηναϊκός ταμπουρώνεται στην άμυνά του, και η ΑΕΚ… τον βομβαρδίζει, όμως ο Τάκης Οικονομόπουλος πραγματοποιεί πέντε απίθανες αποκρούσεις και η ομάδα του φεύγει από το γήπεδο με την ισοπαλία (2-2).
Ο Μίμης Δομάζος, ο οποίος δεν έπαιξε σε εκείνο το ματς επειδή ήταν τιμωρημένος, τον περιμένει στην είσοδο των αποδυτηρίων για να τον συγχαρεί. «Πουλί ήσουν, ρε», του φωνάζει. «Πουλί!». Το άκουσε ένας δημοσιογράφος, και την επόμενη μέρα το έγραψε η Αθλητική Ηχώ. Κανένας δεν τον αποκάλεσε ξανά «Γιασίν», που μέχρι τότε ήταν το παρατσούκλι του.
Ιστορία δεύτερη: Οταν ντύθηκε… Ισπανός. Μόνον οι πολύ παρατηρητικοί είχαν προσέξει ότι η φανέλα που φορούσε ο Οικονομόπουλος στον τελικό του «Γουέμπλεϊ» δεν είχε το τριφύλλι στο μέρος της καρδιάς, αλλά ένα παράξενο, οβάλ έμβλημα. Το μυστήριο λύθηκε από τον ίδιο πολλά χρόνια μετά. Ηταν ο θυρεός της εθνικής ομάδας της Ισπανίας. Και η μαύρη φανέλα ανήκε στον βάσκο γκολκίπερ-θρύλο της εποχής, Χοσέ Ανχελ Ιρίμπαρ.

Πώς βρέθηκε στα χέρια του Οικονομόπουλου; Του τη ζήτησε έπειτα από ένα φιλικό παιχνίδι Ισπανίας – Ελλάδας στη Σαραγόσα (28 Οκτωβρίου 1970), και εκείνος του τη χάρισε, εντυπωσιασμένος από την εξαιρετική απόδοση του έλληνα τερματοφύλακα. «Μου είχε κάνει μεγάλη εντύπωση», είχε πει σε συνέντευξή του στον Σπύρο Σιαμπλή (sport-fm.gr). «Ηταν πολύ καλής ποιότητας, μου άρεσε από την πρώτη στιγμή που την είδα. Αλλά -το σημαντικότερο- σου έδινε… ψυχολογία, γνωρίζοντας ποιος τη φορούσε». Την είχε στο σπίτι του σε περίοπτη θέση για πολλά χρόνια, αλλά κάποιες φορές την έπαιρνε μαζί του σε ταξίδια. Σε κάποιο από αυτά, του την έκλεψαν.
Ιστορία τρίτη: Ο άθλος του «Μαρακανά». Στις 28 Απριλίου 1974 στο θρυλικό στάδιο του Ρίο ντε Τζανέιρο, όπου η Εθνική Ελλάδας (με προπονητή τον Αλκέτα Παναγούλια) κράτησε την εστία της ανέπαφη (0-0) απέναντι στην τότε πρωταθλήτρια Κόσμου, Βραζιλία, ο Οικονομόπουλος πραγματοποίησε, ίσως, την κορυφαία εμφάνιση της καριέρας του. Ο Ριβελίνο, ο Ζαϊρζίνιο, ο Εντου και οι υπόλοιποι βραζιλάνοι δεξιοτέχνες της μπάλας προσπάθησαν να σκοράρουν με κάθε τρόπο, όμως το «πουλί» πετούσε από δοκάρι σε δοκάρι και… έπιανε τα άπιαστα μπροστά σε 100.000 έκπληκτους θεατές.
«Ο έλληνας τερματοφύλακας είχε χέρια από μαγνήτη», ήταν το κολακευτικό σχόλιο του Reuters. Δυστυχώς, τηλεοπτική μετάδοση δεν υπήρχε σε εκείνο το -ιστορικό για το ελληνικό ποδόσφαιρο- παιχνίδι. Οπότε, ούτε στο Διαδίκτυο υπάρχουν εικόνες από την υπέροχη παράσταση του Οικονομόπουλου. Τις πιο μεγάλες του αποκρούσεις δεν τις είδαμε ποτέ.
Ιστορία τέταρτη: Εθνικός θησαυρός. Αν και εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν πολλοί αγώνες, προκαλεί εντύπωση το γεγονός ότι στα εννέα χρόνια της διεθνούς καριέρας του αγωνίστηκε με την Εθνική μας μόλις 25 φορές. Ενας από τους λόγους είναι, ότι το 1970 η Χούντα είχε διατάξει να μην τον καλούν στην ομάδα, για να μην τραυματιστεί και απουσιάσει από τους αγώνες του Παναθηναϊκού στο Κύπελλο Πρωταθλητριών, στο δρόμο προς το «Γουέμπλεϊ». Ο Οικονομόπουλος έλειψε από την Εθνική για σχεδόν τέσσερα χρόνια και επέστρεψε σε εκείνο το ματς του «Μαρακανά».
Η Χούντα του «έκοψε» και τη μεταγραφή στη Ρεάλ Μαδρίτης. Η «Βασίλισσα» τον ζήτησε δύο φορές, το 1967 και το 1971, προσφέροντας στον Παναθηναϊκό 15 εκατομμύρια δραχμές (ποσό ιλιγγιώδες για τα ελληνικά δεδομένα εκείνη την εποχή), όμως έμεινε στην Αθήνα με εντολή άνωθεν.
Ιστορία πέμπτη: Ο καλλιτέχνης. Εκτός από το ποδόσφαιρο, αγάπησε και τη ζωγραφική. Από παιδί. Ζωγράφιζε ακόμη και όταν έκανε πρωταθλητισμό με τον Παναθηναϊκό. «Επαιρνα τα συμπράγκαλά μου στο δωμάτιο που μοιραζόμουν με τον Φυλακούρη, και εκείνος μου έλεγε ‘’πάλι τα ίδια’’;», έχει πει σε μία από τις συνεντεύξεις του.
Ζωγράφιζε τοπία, στιγμές της καθημερινότητας και εικόνες από τα βιώματα της αθλητικής του ζωής. Είχε μια δική του, πολύ ξεχωριστή τεχνοτροπία. Για τις λεπτομέρειες χρησιμοποιούσε οδοντογλυφίδες, πευκοβελόνες, πρόκες και άλλα υλικά, που έδιναν στα έργα του τρισδιάστατη μορφή. Τα είχε παρουσιάσει σε διεθνείς εκθέσεις, ακόμη και στην Biennale της Βαρκελώνης, αποσπώντας βραβεία και εξαιρετικές κριτικές. Αρκετοί από τους πίνακές του ανήκουν σήμερα σε ιδιωτικές συλλογές. Συνήθιζε να λέει ότι η τέχνη και ο αθλητισμός έχουν πολλά κοινά σημεία: την προσήλωση στον στόχο, την πειθαρχία, το πείσμα και την εξέλιξη.
Ιστορία έκτη: Δουλειά, δουλειά, δουλειά. Αν και το ποδόσφαιρο ήταν ερασιτεχνικό εκείνη την εποχή, ο Οικονομόπουλος συνήθιζε να κάνει κάτι που δεν συναντάς ούτε στους σημερινούς, ακριβοπληρωμένους επαγγελματίες: προπόνηση μετά την προπόνηση. Μαζί με τον Καμάρα και τον Καψή, πήγαιναν στην αίθουσα της πυγμαχίας κάτω από το γήπεδο της Λεωφόρου Αλεξάνδρας, και έκαναν βάρη και ασκήσεις. Οταν τελείωναν, άφηναν το κλειδί στο καφενείο απέναντι.
Ο Οικονομόπουλος δεν ήταν μόνο πολύ ψηλός (1,86) για εκείνα τα χρόνια, αλλά και εξαιρετικά γυμνασμένος. Την αξία της προπόνησης την έμαθε από πολύ μικρός. Στο αυτοσχέδιο ρινγκ που είχε φτιάξει ο πατέρας του (ήταν παλαιστής) στην αυλή του σπιτιού τους, του έδωσε τα πρώτα του μαθήματα ποδοσφαίρου ο αδελφός του, που ήταν πυγμάχος και σέντερ μπακ στον Φωστήρα. Και, στη συνέχεια, ο εξάδελφός του, που ήταν τερματοφύλακας.
Ιστορία έβδομη: Το αγαπημένο του χρώμα. Ο πατέρας του δεν ενδιαφερόταν για το ποδόσφαιρο. Τον σύλλογο που θα υποστήριζε, τον διάλεξε με έναν μάλλον ασυνήθιστο τρόπο, όταν ο εξάδελφος, που ήταν αρκετά χρόνια μεγαλύτερος, τον πήρε μαζί του σε ένα ντέρμπι Παναθηναϊκού – Ολυμπιακού. Πριν αρχίσει το ματς, ο μικρός Τάκης είπε ότι θα γινόταν οπαδός της ομάδας που θα κέρδιζε. Νίκησε ο Παναθηναϊκός (2-0). Αλλά δεν μπορούσε να φανταστεί ότι θα γινόταν ένα σημαντικό κομμάτι της ιστορίας του. Οτι θα τον υπηρετούσε, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, για σχεδόν μισό αιώνα.
Εκτός από εξαιρετικός αθλητής, υπήρξε ένας καλλιεργημένος άνθρωπος και μια ισχυρή προσωπικότητα που ενέπνεε σοβαρότητα και σεβασμό από τις πρώτες, κιόλας, στιγμές που υπερασπίστηκε την εστία του Παναθηναϊκού, στα 20 του χρόνια. Γλυκός και αξιαγάπητος, πάντα πρόθυμος να βοηθήσει τους νέους τερματοφύλακες που μαθήτευσαν κοντά του.
«Εφυγε» τη Δευτέρα, λίγες μέρες μετά τον θάνατο του συμπαίκτη και αδελφικού του φίλου, Μίμη Δομάζου. Του «νονού» του, όπως τον αποκαλούσε.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News
