Ιων Δραγούμης, ο άνθρωπος με τα 1.000 πρόσωπα
Ιων Δραγούμης, ο άνθρωπος με τα 1.000 πρόσωπα
Αν μου ζητούσαν να χαρακτηρίσω τον Δραγούμη με μία μόνο λέξη, θα διάλεγα δίχως δεύτερη σκέψη τη λέξη «πάθος». Ο Ιωάννης (Ιων) Δραγούμης έκανε τα πάντα με πάθος. Αγαπούσε με πάθος, μισούσε με πάθος, αγωνιζόταν με πάθος, παθιαζόταν με ιδέες και οράματα. Πολυσχιδής και αντιφατική προσωπικότητα, στα 42 χρόνια της σύντομης ζωής του πρόλαβε να ζήσει όσα οι περισσότεροι δεν μπορούν καν να φανταστούν.
Γόνος μεγαλοαστικής οικογένειας με καταγωγή από το Βογατσικό της Καστοριάς, ο Δραγούμης συνέδεσε άρρηκτα το όνομά του με τον Μακεδονικό Αγώνα, αλλά και με σκάνδαλα που σχετίζονταν με την προσωπική του ζωή.
Ο Ιων ήταν γιος του Στέφανου Δραγούμη, που διετέλεσε πρωθυπουργός τους πρώτους μήνες του 1910, ενώ νωρίτερα είχε εκλεγεί βουλευτής με το κόμμα του Χαρίλαου Τρικούπη. Παππούς του ήταν ο Νικόλαος Δραγούμης, λόγιος και γραμματέας τόσο του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου όσο και του Ιωάννη Κωλέττη, όσο ήταν πρωθυπουργοί. Τέλος, ο προπάππος του, Μάρκος Δραγούμης, ήταν πολιτικός, έμπορος και μέλος της Φιλικής Εταιρείας.
Με αυτά τα δεδομένα θα περίμενε κανείς ότι ο Ιων δύσκολα θα ξεχώριζε. Κι όμως, ο Δραγούμης υπήρξε ένας από τους ελάχιστους απογόνους που επισκίασαν τους επώνυμους προγόνους τους.
Στην πρώτη νιότη του, μόλις στα 19 του χρόνια, ο Ιων έλαβε μέρος στον Ελληνοτουρκικό Πόλεμο του 1897, που μέσα σε λιγότερο από έναν μήνα κουρέλιασε τον ελληνικό στρατό και μαζί του το ηθικό των Ελλήνων. Η γενιά του Δραγούμη έφερε βαρέως την εξευτελιστική ήττα που υπέστη η χώρα το ’97, με τις πολλαπλές οικονομικές, ηθικές και παραλίγο εδαφικές συνέπειες.
Στα 22 του χρόνια ξεκίνησε τη διπλωματική καριέρα του από το προξενείο του Μοναστηρίου και επιδόθηκε με όλη την ορμή του στην οργάνωση και ενίσχυση του Μακεδονικού Αγώνα. Αλλωστε η Μακεδονία δεν αποτελούσε για τον Δραγούμη μόνο τον τόπο καταγωγής της οικογένειάς του. Στις αρχές του 20ού αιώνα ο Ελληνισμός της Μακεδονίας απειλούνταν από την επιθετική προπαγάνδα των Βουλγάρων. Μετά την ταπεινωτική ήττα του ’97 η Μακεδονία αποτελούσε για τους Ελληνες ελπίδα και ταυτόχρονα πιθανή πηγή μιας ακόμα εθνικής απογοήτευσης.
Για τον Δραγούμη η Μακεδονία έγινε προσωπική υπόθεση για έναν ακόμη λόγο: ο Μακεδονικός Αγώνας είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με τον θάνατο του συζύγου της αδελφής του Ναταλίας, του Παύλου Μελά, στη Μακεδονία στις 13 Οκτωβρίου 1904. Ο θάνατος του Μελά συγκλόνισε τον Ιωνα και αποτέλεσε την αφορμή για να συγγράψει το σπουδαίο βιβλίο του «Μαρτύρων και Ηρώων Αίμα».
Το 1905 ήταν μια χρονιά-σταθμός για τον Δραγούμη: τότε, ως πρόξενος της Ελλάδας στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, γνώρισε σε μια κοσμική εκδήλωση της κραταιάς ελληνικής παροικίας τον πρώτο μεγάλο έρωτα της ζωής του, την Πηνελόπη Δέλτα.
Ο κεραυνοβόλος έρωτας που γεννήθηκε ανάμεσά τους δεν ήταν μόνο παράφορος, αλλά και καταδικασμένος. Εκείνη ήταν παντρεμένη, μητέρα τριών κοριτσιών και κόρη του μεγαλέμπορου βαμβακιού Εμμανουήλ Μπενάκη. Ο Δραγούμης, με το πάθος που τον κατακυρίευε κάθε φορά που τον συνέπαιρνε μια ιδέα ή ένας έρωτας, ονειρευόταν να αγγίξει την ουτοπία. Η ζωή, όμως, «και το βαμβάκι», όπως συνήθιζε να λέει ο ίδιος με πικρία, είχαν άλλα σχέδια.
Ο έρωτάς τους, όσο δυνατός και αν ήταν, δεν μπόρεσε να πάει ενάντια στην αδυσώπητη πραγματικότητα. Χώρισαν έπειτα από τρία χρόνια πλατωνικής κατά πάσα πιθανότητας σχέσης, με την Πηνελόπη να μαυροφοριέται για το υπόλοιπο της ζωής της, πενθώντας τον χαμένο έρωτά της και τη ζωή που δεν θα ζούσε ποτέ στο πλευρό του Δραγούμη.
Ο Ιων πόνεσε πολύ από τον χωρισμό, αλλά ο επόμενος μεγάλος έρωτας της ζωής του δεν άργησε να εμφανιστεί. Ακουγε στο όνομα Μαρίκα Κοτοπούλη. Η Κοτοπούλη ήταν όλα όσα δεν ήταν η Δέλτα: νεότερή του, ελεύθερη, λαϊκής καταγωγής, φιλοβασιλική, ανεξάρτητη και παρορμητική.
Γνωρίστηκαν το 1908 στην Κωνσταντινούπολη, όπου ο Δραγούμης υπηρετούσε ως πρόξενος. Εζησαν έναν θυελλώδη έρωτα που κράτησε 12 ολόκληρα χρόνια, μέχρι το φόνο του Δραγούμη το 1920. Ζούσαν μαζί ελεύθερα σαν ζευγάρι, δίχως να παντρευτούν ποτέ, ενάντια στα κοινωνικά ήθη της εποχής.
Ο Δραγούμης ήταν μια προσωπικότητα με τόσα αντιφατικά στοιχεία (απόψεις, σκέψεις, πράξεις) που είναι σχεδόν αδύνατο να πιστέψει κανείς πως και ο ίδιος ακόμη είχε ποτέ κατασταλάξει κάπου.
Συνδέθηκε με τον Διάδοχο –τότε– Κωνσταντίνο, υπηρετώντας ως μέλος του Επιτελείου του, όταν εκείνος ήταν αρχιστράτηγος στον Α’ Βαλκανικό Πόλεμο, το 1912. Την ίδια εποχή, αντιτάχθηκε με πάθος στην πολιτική του Βενιζέλου και τον ίδιο, τον κατακεραύνωνε με τα άρθρα του.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το άρθρο που δημοσίευσε ο Δραγούμης στη εφημερίδα «Νουμάς», με διαφορετικό ψευδώνυμο από αυτό που χρησιμοποιούσε συνήθως, εν μέσω του νικηφόρου Α’ Βαλκανικού Πολέμου, και το οποίο είχε τίτλο «Τιμή και Ανάθεμα».
«Δόξα και τιμή στον ελληνικό στρατό και στο ναυτικό για τις νίκες και τις επιτυχίες τους! Ξεπλύθηκε η ατιμία του 1897!»
«Ανάθεμα και καταφρόνια στην παιδιάστικη απρονοησία, στην κοντόφθαλμη διπλωματία, στην υποχωρητική ολιγάρκεια των ανιστόρητων ελλαδιτών πολιτικών»
Αμέσως μετά ο Δραγούμης αναλύει δύο πολιτικές: εκείνη που ακολουθούσε η κυβέρνηση και εκείνη που υποστήριζε ο ίδιος ότι έπρεπε να ακολουθηθεί για να έχει μέλλον ο Ελληνισμός.
«Η μια επίστευε και φώναζε να μεγαλώσει όπως όπως η Ελλάδα. Η άλλη έλεγε να ζήσει και να προκόψει το Ελληνικό Εθνος και να συγκυριαρχήσει με τον Τούρκο στην Ανατολή, παίρνοντας αγάλι αγάλι τη θέση του Τούρκου, για να γίνει ξανά το θάμα της Ανατολικής Αυτοκρατορίας».
Να λοιπόν πώς πίστευε ο Δραγούμης ότι έπρεπε να πορευτεί ο Ελληνισμός. Παρακάτω λέει ξεκάθαρα «Ας μη γινότανε πόλεμος» – εφόσον δεν είχαν συμφωνηθεί εκ των προτέρων τα κέρδη της κάθε χώρας από τον Πόλεμο… «Ας μη γινότανε πόλεμος». Και αυτά τα δήλωνε όντας εν ενεργεία διπλωμάτης του ελληνικού κράτους.
Εφτασε μάλιστα σε σημείο να κατηγορεί ευθέως την κυβέρνηση λέγοντας ότι «αντί να στέλνει αποβατικά σώματα να πιάνει τα νησιά, την ώρα που ο λόγος δεν ήταν για τα νησιά παρά για την ευρωπαϊκή Τουρκία (Μακεδονία, Θράκη, Ηπειρο), θα έκανε ό,τι έπρεπε αν εκείνους που έστειλε στη Χίο και στη Μυτιλήνη τους έστελνε στην Καβάλα (και από εκεί Δράμα, Σέρρες, Ξάνθη) και στο Δεδέαγατς, όπου δε θα έβρισκαν μεγάλη αντίσταση γιατί ο τουρκικός στρατός ήταν αποκλεισμένος αλλού».
Και συνεχίζει σε εμφανέστατα ειρωνικό και υποτιμητικό τόνο: «Μα ήταν ανάγκη να πάρουμε τα νησιά, γιατί αν μας κατηγορήσει κανένας αργότερα πώς δεν κερδίσαμε και μεγάλα πράματα από τον πόλεμο και τη συμμαχία με τους Βουλγάρους, θα έχουμε να παρατάξουμε καμιά εικοσαριά ονόματα νησιών που πήραμε και μπορούμε να κάνουμε έτσι αίσθηση στον κοσμάκη…».
Αυτά λοιπόν έγραφε ο Δραγούμης στις 18 Δεκεμβρίου 1912. Την ίδια στιγμή που ο νικηφόρος στρατός και στόλος μας έχουν απελευθερώσει τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου και μεγάλο μέρος της Μακεδονίας, συμπεριλαμβανομένης της Θεσσαλονίκης.
Δυστυχώς για τον Δραγούμη, όλα όσα διαχρονικά παρέβαλλε ως επιχειρήματα κατά της πολιτικής που ακολουθούσε ο Βενιζέλος θα καταρρίπτονταν το ένα μετά το άλλο από τις πρωτοβουλίες του κρητικού πολιτικού. Και το μεγαλύτερο μέρος της Μακεδονίας εξασφαλίσαμε, και τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου, και την Κρήτη, και αργότερα τη Δυτική Θράκη.
Το 1915, ενώ οι αντιβενιζελικοί ήταν εναντίον της εισόδου της Ελλάδας στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και υποστήριζαν τη φιλογερμανική πολιτική της ουδετερότητας, ο Δραγούμης είχε ταχθεί αναφανδόν υπέρ της συμμαχίας με τις δυνάμεις της Αντάντ (!), «βομβαρδίζοντας» τον βασιλιά Κωνσταντίνο με σχετικά υπομνήματα από την Αγία Πετρούπολη, όπου ήταν πρεσβευτής της Ελλάδας.
Οταν, στα τέλη Μαΐου 1917, ο βασιλιάς Κωνσταντίνος εξαναγκάστηκε από τις δυνάμεις της Αντάντ να απομακρυνθεί από τον θρόνο και να αναχωρήσει για το εξωτερικό, ο Δραγούμης εξορίστηκε στην Κορσική μαζί με άλλους επιφανείς αντιβενιζελικούς, όπως ο Μεταξάς, ο Πεσμαζόγλου, ο Γούναρης και ο Σπύρος Μερκούρης – παππούς της Μελίνας. Ακολούθησε η εξορία του στη Σκόπελο το 1919.
Κατά τη διάρκεια της εξορίας του στην Κορσική, προς στιγμήν φάνηκε να φλερτάρει ιδεολογικά με τον κομμουνισμό, δηλώνοντας θιασώτης των Μπολσεβίκων και της επανάστασής τους. Εγραφε χαρακτηριστικά στα «Φύλλα Ημερολογίου» στην Κορσική:
«Η Ρωσία, αφού έκαμε τη ριζοσπαστικότερη κοινωνική επανάσταση, παλεύει μεταξύ της και με την ξενική επέμβαση. Ελληνες και γάλλοι στρατιώτες πολεμούν στη Οδέσσα. Μακάρι να τσακιστούν από τους Μπολσεβίκους».
Ο Ιων Δραγούμης εκτελέστηκε από τάγμα του Παύλου Γύπαρη το μεσημέρι της 31ης Ιουλίου 1920, μία μέρα μετά τη δολοφονική απόπειρα εναντίον του Βενιζέλου στο Παρίσι. Η δολοφονία του αποτέλεσε αδιαμφισβήτητα ένα στυγερό έγκλημα, που εκτελέστηκε εν ψυχρώ.
Ο Δραγούμης έζησε για να δει τον μισητό πολιτικό του αντίπαλο, τον Βενιζέλο, να ακυρώνει με τις επιτυχίες του ένα προς ένα όλα τα επιχειρήματα που είχε να προτάξει εναντίον του, μην αφήνοντάς του ουσιαστικά τίποτα να πει, τίποτα να υπερασπιστεί, σε τίποτα να προσβλέπει. Δεν έζησε όμως για να δει την ήττα του Βενιζέλου δυόμισι μήνες αργότερα, αλλά και τη μετέπειτα τραγική και εγκληματική χρεοκοπία της πολιτικής τής δικής του παράταξης, που οδήγησε στη Μικρασιατική Καταστροφή.
Ομως εκείνο το απομεσήμερο της τελευταίας μέρας του Ιουλίου του 1920 η ελληνική πραγματικότητα ήταν ταυτισμένη με τη θριαμβευτική διπλωματική νίκη που είχε πετύχει ο Βενιζέλος τρεις ημέρες νωρίτερα στις Σέβρες.
Και ο Δραγούμης, μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα, πρέπει να αισθανόταν ολότελα περιττός πια, εκείνος και τα οράματά του.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News
