Πόσο γενναία Συνταγματική Αναθεώρηση θέλουμε;
Πόσο γενναία Συνταγματική Αναθεώρηση θέλουμε;
Με τις εκλογές στον ορίζοντα του 2027, τη συνταγματική αναθεώρηση προ των πυλών, και πολυαναμενόμενες τις αλλαγές ως προς την ποινική ευθύνη υπουργών, η ακόμη νωπή συνέντευξη Tύπου του Πρωθυπουργού στη Διεθνή Εκθεση Θεσσαλονίκης έφερε πλείστα όσα ζητήματα άρρηκτα συνδεδεμένα με την εκτελεστική λειτουργία του κράτους στον αφρό της επικαιρότητας. Ο ίδιος ο Κυριάκος Μητσοτάκης δήλωσε μάλιστα, απαντώντας σε σχετική ερώτηση του Protagon, την πρόθεσή του να αναζητήσει συγκλίσεις για την επόμενη μέρα – το ίδιο το Σύνταγμα το απαιτεί, τόνισε χαρακτηριστικά.
To Protagon, συμβάλλοντας στον δημόσιο διάλογο, δημοσιεύει για πρώτη φορά τις θέσεις ειδικών επιστημόνων από τα νεοεκδοθέντα πρακτικά σχετικής εκδήλωσης της διαΝΕΟσις, υπό τον τίτλο «Εκτελεστική λειτουργία: Πρόεδρος της Δημοκρατίας – Κυβέρνηση – Δημόσια Διοίκηση».
Πρόκειται για τον πυρήνα της τέταρτης κατά σειρά θεματικής ενότητας στο πλαίσιο των εκδηλώσεων που διοργάνωσε η διαΝΕΟσις, ως προς την Αναθεώρηση του Συντάγματος – βασισμένες σε ιδέα του προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας και καθηγητή στη Νομική Σχολή του ΑΠΘ, Μιχάλη Πικραμμένου.
Η ταυτότητα της εκδήλωσης
Η εκδήλωση της θεματικής ενότητας με θέμα Εκτελεστική Λειτουργία: ΠτΔ-Κυβέρνηση-Δημόσια Διοίκηση πραγματοποιήθηκε στις 29 Απριλίου 2025 στην Αθήνα, με συντονιστή τον Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων και Καθηγητή Διοικητικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του ΑΠΘ, Γιάννη Συμεωνίδη.
Συμμετείχαν με εισηγήσεις τους οι: Θανάσης Ξηρός, Αναπληρωτής Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου ΑΣΕΙ-ΣΣΕ, Γιώργος Καραβοκύρης, Αναπληρωτής Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του ΑΠΘ, Ηλίας Δαγκλής, Δ.Ν., Εισαγγελέας Πρωτοδικών, Απόστολος Ι. Παπατόλιας, Δρ, Εμπειρογνώμων Δημόσιας Διοίκησης, πρ. Νομάρχης, πρ. Μέλος ΑΣΕΠ, Νικόλαος Σπ. Zέρβας, Εντεταλμένος Διδάσκων Διοικητικής Επιστήμης Σχολής Ικάρων ΠΑ-Μέλος ΣΕΠ ΕΑΠ και Ιάκωβος Μαθιουδάκης, Αναπληρωτής Καθηγητής Διοικητικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του ΑΠΘ.
Ακολούθησε στρογγυλή τράπεζα, στην οποία τα θέματα που παρουσιάστηκαν συζήτησαν με τους εισηγητές οι: Κατερίνα Σακελλαροπούλου, τ. Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Παναγιώτης Πικραμμένος, Πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας ε.τ., πρώην Πρωθυπουργός, τ. Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης (2019-2023), Ιωάννης Σαρμάς, τ. Υπηρεσιακός Πρωθυπουργός, Επίτιμος Πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, Γεώργιος Σταυρόπουλος, Πρόεδρος της Κεντρικής Επιτροπής Κωδικοποίησης, Επίτιμος Αντιπρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας, πρώην Υπουργός Επικρατείας (2011-2012), και Γιάννης Ρέτσος, Πρόεδρος ΔΣ ΙΟΒΕ, Αντιπρόεδρος & CEO Electra Hotels & Resorts. Η εκδήλωση ολοκληρώθηκε με ανοιχτή συζήτηση του κοινού με τους συμμετέχοντες.
«Χρειάζονται ευρύτερες συναινέσεις που δεν τις βλέπουμε»
Η εκτελεστική λειτουργία είναι άλλωστε, όπως πολύ εύστοχα σημείωσε ο συντονιστής της εκδήλωσης Ιωάννης Συμεωνίδης, Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων και Καθηγητής Διοικητικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του ΑΠΘ, η «αιχμή του δόρατος του κράτους», έχοντας ως βασικούς πόλους της τον θεσμό του Προέδρου της Δημοκρατίας και την κυβέρνηση, με δεσπόζουσα τη θέση του Πρωθυπουργού, και κατά το Σύνταγμα και κατά τον νόμο του 2019 περί επιτελικού κράτους. Κάνοντας αναφορά στις ρίζες του «κακού», ο κ. Συμεωνίδης θύμισε το πως οργανώθηκε η δημόσια διοίκηση στη βάση πελατειακών σχέσεων και πατρωνίας, με τη διαμεσολάβηση κυρίως των μαζικών κομμάτων, υπογράμμισε τα δεινά ενός μηχανισμού που διέπεται από εσωστρέφεια, ευνοιοκρατία και τεράστιο έλλειμμα απόδοσης προσωπικής ευθύνης, και πάντως μηχανισμό μη παραγωγικό, ανίκανο να στηρίξει επιτυχώς την όποια κυβερνητική πολιτική, ενώ τόνισε το πότε ξεπρόβαλλε επιτακτικά η ανάγκη για θεσμικές αναδιαρθρώσεις: στην εποχή των κρίσεων, των Μνημονίων, από το 2008 και μετά.
«Οι δεσμεύσεις μας από τα Μνημόνια οδήγησαν σε καινοφανείς ρυθμίσεις», δήλωσε μεταξύ άλλων ο κ. Συμεωνίδης, επισημαίνοντας εν συνεχεία ότι «πολλές από τις μεταρρυθμίσεις αυτές διατηρήθηκαν, έτυχαν περαιτέρω επεξεργασίας και προωθούνται και σήμερα, διαμορφώνοντας, θα λέγαμε, ένα κεκτημένο που δεν έχει αποτυπωθεί στο Σύνταγμα» – και ασφαλώς χρειάζεται προεργασία γι’ αυτό. «Οι καταστάσεις του δικαίου της ανάγκης μετεξελίχθηκαν σε μια νέα κανονικότητα και πλέον διεθνώς διάγουμε μία περίοδο διαδοχικών κρίσεων και αβεβαιοτήτων. (…) Το συνταγματικό κράτος δικαίου, ως κράτος πλέον διαχείρισης κρίσεων και πρόληψης, καλείται να αναδιατάξει τις δυνάμεις του, στο πλαίσιο μιας διαμοιρασμένης κυριαρχίας, επαναπροσδιορίζοντας τη σχέση του με την οικονομία, την κοινωνία και τους πολίτες, ώστε να ανταποκριθεί στον ρόλο ενός αποτελεσματικού, όπως λέγεται, «κράτους-στρατηγείου», σημείωσε χαρακτηριστικά ο Γενικός Επίτροπος, καθιστώντας σαφή την ανάγκη αλλαγής παραδείγματος σε επίπεδο συστήματος διακυβέρνησης. «Μία αλλαγή παραδείγματος που αγγίζει τους όρους αναπαραγωγής της πολιτικής εξουσίας και απαιτεί προφανώς ευρύτερες συναινέσεις, που δεν τις βλέπουμε σήμερα ούτε εκτός ούτε εντός του Συντάγματος».
«Με φειδώ» αλλαγές στον ρόλο του Προέδρου της Δημοκρατίας
Ανταποκρίθηκαν επιτυχώς όλοι οι Πρόεδροι της Δημοκρατίας, από την αποκατάσταση της Δημοκρατίας το 1974 και μετά, στα καθήκοντά τους; Κατά κοινή παραδοχή, ναι: H κρίση ανήκει στην προκάτοχο του θώκου Κατερίνα Σακελλαροπούλου, και αξιοποιείται ως βασικό σκεπτικό για μια βαρύνουσα παραίνεση. Εφόσον η μέχρι τώρα εμπειρία της Μεταπολίτευσης αποτυπώνει επάρκεια, χωρίς δυσλειτουργία στο πολίτευμα, τυχόν τροποποίηση των σχετικών συνταγματικών προβλέψεων πρέπει να γίνει με φειδώ και σύνεση.
Με το βλέμμα στην Ιταλία, μάλλον ως πρότυπο, η κυρία Σακελλαροπούλου επεσήμανε ότι ο έλληνας Πρόεδρος αποτελεί ρυθμιστή του πολιτεύματος, δεν είναι όμως εκτελεστικός, και, συγκριτικά με τους Ευρωπαίους ομολόγους του, είναι ίσως ο πιο αδύναμος από πλευράς αρμοδιοτήτων. Παράδειγμα μη εκτελεστικού Προέδρου, με σημαντικές όμως εξουσίες, ο ιταλός Πρόεδρος Σέρτζιο Ματαρέλα – στο πρόσωπο του οποίου τρέφει μάλιστα ιδιαίτερη εκτίμηση η ίδια.
Τίθεται άρα, θα υπέθετε κάποιος, ζήτημα επαναφοράς των αρμοδιοτήτων που είχαν καταργηθεί και εγκατάστασης διαρχίας. Η άρνηση διατυπώθηκε με μια φωνή από αμφότερους τους εισηγητές, τον Θανάση Ξηρό, (εκλ.) αναπληρωτή Καθηγητή Συνταγματικού Δικαίου ΑΣΕΙ-ΣΣΕ, και τον Γιώργο Καραβοκύρη, αναπληρωτή καθηγητή Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του ΑΠΘ. Ζητούμενο είναι εάν ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας θα μπορούσε να αποτελέσει θεσμικό αντίβαρο στη διαρκώς διογκούμενη ισχύ του Πρωθυπουργού και της, συνήθως αυτοδύναμης μονοκομματικής, κοινοβουλευτικής και κυβερνητικής πλειοψηφίας, με την ενίσχυση της συνταγματικής του θέσης και την αποκατάστασή του ως πραγματικού ρυθμιστή του πολιτεύματος, με την ανάθεση νέων, κατά το δυνατόν αποφασιστικών, αρμοδιοτήτων, γνωστών μεταξύ όσων τέθηκαν σε προτάσεις προηγούμενων Αναθεωρήσεων. Η, αντιθέτως, εάν θα πρέπει να διατηρήσει έναν ρόλο απλώς συμβολικό και ενοποιητικό που να ενσαρκώνει το εθνικό συμφέρον, απέχοντας από παρεμβάσεις σε ζητήματα τρέχουσας πολιτικής.
Στην περίπτωση αυτή, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας καλείται να αναδεικνύει με τον λόγο του θέματα μείζονος ενδιαφέροντος, διαμορφώνοντας έναν τόπο ευρύτερων συναινέσεων και θεσμικών κεκτημένων, ρόλος που θα δικαιολογούσε μια ήπια διεύρυνση των αρμοδιοτήτων του, όπως να απευθύνει διαγγέλματα στον λαό δίχως τη σύμφωνη γνώμη του Πρωθυπουργού, να συγκαλεί αυτοβούλως το συμβούλιο των πολιτικών αρχηγών και να ενεργοποιείται στο Εθνικό Συμβούλιο Εξωτερικής Πολιτικής, ακόμη και να μετέχει με όρους σύμπραξης-συναρμοδιότητας στη διαδικασία επιλογής της ηγεσίας της Δικαιοσύνης ή των μελών των Ανεξάρτητων Αρχών, ενώ περαιτέρω ενίσχυση των νομοθετικών του αρμοδιοτήτων θα είχε νόημα εφόσον μεταβληθούν οι όροι του θεσμικού «διαλόγου» του με τη Βουλή. Η άσκηση αυξημένων αρμοδιοτήτων από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας κρίνεται, πάντως, πολιτικά προβληματική, εάν ο Πρόεδρος δεν απολαμβάνει ευρύτατη ή ευρύτερη έστω αποδοχή.
Την ανάγκη ενίσχυσης του θεσμού, με αναφορά και στο άρθρο 41 παρ. 2 του Συντάγματος, που αφορά την ανανέωση της λαϊκής εντολής με επίκληση εθνικού θέματος εξαιρετικής σημασίας, επεσήμανε και ο Γεώργιος Σταυρόπουλος, Πρόεδρος της Κεντρικής Επιτροπής Κωδικοποίησης, Επίτιμος Αντιπρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας, πρώην Υπουργός Επικρατείας (2011-2012), επαναφέροντας την πρόταση της αυξημένης πλειοψηφίας των 3/5 για την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας επί μία θητεία.
Κατά την εισήγησή του, ο κ. Ξηρός επεσήμανε πάντως τόσο την παντελή απουσία «κουλτούρας συναινέσεων», «απολύτως συμβατή με τις καταβολές και τις παραδοχές του πολιτικού μας προσωπικού», όσο και μια ιδιότυπη «πρωτιά», τουλάχιστον κατά τη μακρά μεταπολιτευτική περίοδο, η οποία και αποκτά τη δική της σημασία: η αξιωματική αντιπολίτευση έχει στις τάξεις της τόσο μικρό αριθμό βουλευτών, ώστε η κοινοβουλευτική της ομάδα να μη διαθέτει τον απαιτούμενο, ελάχιστο, αριθμό των 50 μελών, προκειμένου να καταθέσει, αυτοτελώς, πρόταση Αναθεώρησης του Συντάγματος – στοιχείο που τη βάζει σε τροχιά συναινέσεων.
«Για να ενισχυθεί λελογισμένα ο Πρόεδρος, πρέπει να μεταβληθούν οι όροι του θεσμικού «διαλόγου» του με τη Βουλή. Στο πεδίο της νομοθετικής λειτουργίας, με άλλα λόγια στην πιο σημαντική έκφανση της μοντέρνας κυριαρχίας, ανακύπτει με τη μεγαλύτερη ένταση το ζήτημα των εγγυήσεων της τηρήσεως του Συντάγματος», ανέλυσε ο κ. Καραβοκύρης, τονίζοντας ότι θα μπορούσαν να προταθούν η αλλαγή του προληπτικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων (εφόσον ο αναθεωρητικός νομοθέτης κρίνει αναγκαία την ίδρυση Συνταγματικού Δικαστηρίου ή την ανάθεση σε κάποιο υφιστάμενο δικαστήριο την αρμοδιότητα αυτή, θα πρέπει ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας να μπορεί να αποστείλει σε αυτό το σχετικό ερώτημα περί συνταγματικότητας), η αναθεώρηση του άρθρου 42 παρ. 2 του Συντάγματος, ώστε η αναπομπή να αποκτήσει τον χαρακτήρα απόλυτης και όχι απλά αναβλητικής αρνησικυρίας, καθώς και η συμπερίληψη των πράξεων νομοθετικού περιεχομένου στη δυνατότητα αναπομπής ή αποστολής ερωτήματος περί συνταγματικότητας.
Το πολυσυζητημένο άρθρο 86
Δεν είναι εύρημα των καιρών η ποινική ευθύνη των υπουργών: ο θεσμός κατοχυρώνεται ήδη από το πρώτο ελληνικό Σύνταγμα και ακολουθεί την εξέλιξη του νεοελληνικού κράτους και του Συντάγματος έως και τις ημέρες μας. Οι τροποποιήσεις του νομικού καθεστώτος της ποινικής ευθύνης υπουργών υπήρξαν αλλεπάλληλες και, με εξαίρεση την περίπτωση του Συντάγματος του 1911 που περιέλαβε αυτούσια τη διάταξη του Συντάγματος του 1864, σε κάθε Συνταγματική Αναθεώρηση και αλλαγή παρατηρείται αναμόρφωση και των σχετικών διατάξεων περί ποινικής ευθύνης υπουργών.
Να αναμορφωθεί ακόμη μια φορά (και όχι να καταργηθεί) πρότεινε, ακολουθώντας τη συνταγματική παράδοση, ο Ηλίας Δαγκλής, Δ.Ν., Εισαγγελέας Πρωτοδικών. Ο λειτουργός εισηγήθηκε «διασταύρωση των εξουσιών», να περάσει με άλλα λόγια στα χέρια της Δικαιοσύνης μεγάλο μέρος της ευθύνης και η αρμόδια εισαγγελική αρχή (ενδεχομένως ο κατά τόπον αρμόδιος εισαγγελέας Εφετών, ή και ο ειδικά οριζόμενος αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου) να έχει την πρωτοβουλία και την κρίση, εν τέλει, του αν είναι αναγκαία ή όχι η διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης. Η Δικαιοσύνη να κρίνει ως προς το αν υφίστανται αποχρώσες ενδείξεις ενοχής και εν συνεχεία να παραδίδει τη σκυτάλη στη Βουλή. Εφόσον αυτές πληρούνται, η προκαταρκτική εξέταση για τον περαιτέρω έλεγχο της κατηγορίας θα διενεργείται από την ειδική κοινοβουλευτική επιτροπή της παρ. 3 του άρθρου 86 του Συντάγματος.
Ο κ. Δαγκλής επέμεινε μεταξύ άλλων στην ερμηνεία περαιτέρω του όρου «κατά την άσκηση των καθηκόντων τους»: αυτή, στο Δίκαιο της υπουργικής ευθύνης, συνιστά την κορύφωση της ερμηνευτικής διελκυστίνδας στα αδικήματα του νόμου περί ευθύνης υπουργών. Περιγράφοντας αναλυτικά το πλαίσιο και τις δυσχέρειες, ο κ. Δαγκλής πρότεινε να διευκρινισθεί στη συνταγματική διάταξη ότι η αληθής έννοια του στοιχείου τής «κατά την άσκηση των καθηκόντων» τέλεσης αξιόποινης πράξης από κάποιο μέλος της κυβέρνησης αφορά και περιλαμβάνει μόνο πράξεις που συνιστούν άσκηση δημόσιας εξουσίας. Προς τούτο θα μπορούσε να αντικατασταθεί ο όρος με τον όρο «ασκώντας τα καθήκοντά τους», με τη διευκρίνιση ότι οι πράξεις αυτές συνιστούν πράξεις άσκησης πολιτικής.
Οσο για την προθεσμία εξάλειψης του αξιοποίνου (το άρθρο 3 παρ. 2 του Ν. 3126/2003), ο εισαγγελικός λειτουργός έκρινε ως σκόπιμο να προβλεφθεί ρητά στο άρθρο 86 του Συντάγματος ότι ουδείς άλλος λόγος εξάλειψης του αξιοποίνου δεν αναγνωρίζεται όσον αφορά στα υπουργικά αδικήματα, πλην αυτών του Γενικού Μέρους του Ποινικού Κώδικα και του Συντάγματος. Κατά την κρίση του κ. Δαγκλή, με αυτόν τον τρόπο θα αποκατασταθεί και θα διευκρινισθεί η αληθής βούληση του αναθεωρητικού νομοθέτη το 2019 (είχε σηκώσει πολλή σκόνη, καθώς παρά την πρωτοβουλία της κατάργησης της ειδικής προθεσμίας, δεν είχε ακολουθήσει ο οικείος νόμος), με εναρμόνιση τελικά του ποινικού δικονομικού status του Δικαίου της υπουργικής ευθύνης με αυτό του ουσιαστικού Ποινικού Δικαίου.
«Κράτος – στρατηγείο»
Ένα λιτό «κράτος-στρατηγείο» θα διαμορφώνει τις προγραμματικές κατευθύνσεις της κυβερνητικής πολιτικής, προκειμένου να δοθεί στην κεντρική διοίκηση η ικανότητα να εκτελεί αποκλειστικά «στρατηγικές» λειτουργίες για την εξειδίκευση της γενικής πολιτικής της κυβέρνησης, ενώ οι «εκτελεστικές» λειτουργίες και αρμοδιότητες, που συνδέονται με την εφαρμογή των δημόσιων πολιτικών, μεταφέρονται στις καθ’ ύλην αποκεντρωμένες υπηρεσίες και σε νομικά πρόσωπα και την τοπική αυτοδιοίκηση, η οποία σταδιακά θα απορροφήσει όλες τις αρμοδιότητες της κατά τόπον αποκέντρωσης, συγκροτώντας ένα σύστημα πολυεπίπεδης διακυβέρνησης, στη βάση της συνεργασίας μεταξύ των πολλαπλών διοικητικών επιπέδων.
Η πρόταση για τη ριζική οργανωτική αναδιάρθρωση του κράτους ανήκει στον Απόστολο Παπατόλια – είναι Δρ, Εμπειρογνώμων Δημόσιας Διοίκησης, πρ. Νομάρχης, πρ. Μέλος ΑΣΕΠ -, με βασική επιδίωξη την ανάπτυξη της διοικητικής ικανότητας όλων των φορέων της κρατικής διοίκησης, στο πλαίσιο ενός ορθολογικού και αποτελεσματικού συστήματος αξιολόγησης της αποδοτικότητας των δημοσίων υπηρεσιών, με αναφορά στο σύστημα «Διοίκησης μέσω Στόχων». Μείζονα ασφαλώς θεωρείται η σύνδεση, αφενός μεν, με τον επιχειρησιακό προγραμματισμό του Δημοσίου, αφετέρου δε, με τις «καλές πρακτικές» της κοινωνικής λογοδοσίας.
«Η εταιρική σχέση κράτους-κοινωνίας επιβάλλει την προώθηση της συμμετοχικής διοίκησης και την αναβάθμιση του ρόλου της αυτοδιοίκησης στις διαδικασίες νομοθετικής διαβούλευσης», επεσήμανε χαρακτηριστικά ο κ. Παπατόλιας. «Επίσης, για μια διοίκηση με διαφανή λειτουργία, λιγότερες εξαρτήσεις και περιορισμένες εστίες διαφθοράς, απαιτούνται η αναδιάταξη των ελεγκτικών μηχανισμών του κράτους και η αναγόρευση της Εθνικής Αρχής Διαφάνειας σε Ανεξάρτητη Αρχή».
Ο ίδιος, πάντα με πυρήνα τη μεταρρύθμιση του διοικητικού μας συστήματος, επέμεινε ως προς το άρθρο 101: θα πρέπει πλέον να κωδικοποιεί τις βασικές οργανωτικές και λειτουργικές αρχές του διοικητικού συστήματος, υπό το φως των πορισμάτων των διεθνών οργανισμών και της επιστημονικής κοινότητας.
Οργάνωση της Κυβέρνησης
Το φαινόμενο είναι διαρκές μεταπολιτευτικά και εντοπίζεται διαχρονικά από τους ερευνητές ως προβληματικό: το πρωθυπουργοκεντρικό μοντέλο. Ο Νικόλαος Ζέρβας, εντεταλμένος διδάσκων Διοικητικής Επιστήμης Σχολής Ικάρων ΠΑ-Μέλος ΣΕΠ ΕΑΠ, εκτίμησε ότι η Αναθεώρηση συνιστά πρώτης τάξεως ευκαιρία για να αναδιατυπωθούν σχετικές διατάξεις, πάνω στους άξονες της συλλογικότερης και ορθολογικότερης οργάνωσης. Με ενίσχυση του ρόλου του Υπουργικού Συμβουλίου, διορισμό ενός η περισσότερων αντιπροέδρων της κυβέρνησης, που θα είναι επίσης μέλη του Υπουργικού Συμβουλίου, και τον Πρωθυπουργό σε θέση με ιδιότητες περισσότερο συντονιστικές, ελεγκτικές/εποπτικές, και« πυροσβεστικές» σε τυχόν διαφωνίες.
«Πέρα από τις τακτικές αναμορφώσεις τής κατά υπουργεία οργάνωσης, πάντως, για τα προβλήματα των επικαλύψεων και των συγκρούσεων των κυβερνητικών αρμοδιοτήτων ευθύνεται εξίσου και ο πολυκεφαλισμός της πολιτικής ηγεσίας των υπουργείων», σημείωσε χαρακτηριστικά ο κ. Ζέρβας. «Σχεδόν σε κάθε υπουργική δομή του ελληνικού κράτους, ιδιαίτερα κατά τα τελευταία έτη, εκτός από τον επικεφαλής υπουργό, βρίσκονται και δύο ή τρεις υφυπουργοί (ή ένας αναπληρωτής υπουργός και ένας ή δύο υφυπουργοί), μαζί με άλλους περίπου τόσους γενικούς γραμματείς. Τα παραπληρωματικά των υπουργικών κυβερνητικά αξιώματα συνηθίζεται να αξιοποιούνται από τον εκάστοτε Έλληνα πρωθυπουργό για την ενίσχυση του ρόλου και της θέσης του τόσο στο εσωτερικό της κυβέρνησης όσο και στο σύνολο του πολιτικο-διοικητικού συστήματος».
Η Δημοσιουπαλληλία και το Σύνταγμα
Ο Ιάκωβος Μαθιουδάκης, αναπληρωτής καθηγητής Διοικητικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του ΑΠΘ, διαπίστωσε ότι η πράξη έχει προηγηθεί του συνταγματικού νομοθέτη. Ο κανόνας στελέχωσης της δημόσιας διοίκησης από μόνιμους δημοσίους υπαλλήλους φαίνεται σε ορισμένη έκταση να έχει ανατραπεί. Επομένως, μια Συνταγματική Αναθεώρηση θα μπορούσε να διευκρινίσει στο σημείο αυτό, εν όψει των νέων δεδομένων, ποιες ενδεχομένως οργανικές θέσεις καταλαμβάνονται κατά κανόνα από μόνιμους δημοσίους υπαλλήλους, όπως επιτελικές θέσεις της Κεντρικής Διοίκησης ή θέσεις της κυριαρχικής διοίκησης, και αντίστοιχα τις θέσεις που μπορεί να καταλαμβάνονται από προσωπικό ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου. Διεύρυνση η οποία, πάντως, θα πρέπει να συνοδεύεται από εγγυήσεις ως προς τους όρους πρόσληψης και απόλυσης του εν λόγω προσωπικού.
Κατά τον κ. Μαθιουδάκη, η απαγόρευση μετατροπής των σχέσεων απασχόλησης ορισμένου χρόνου ή έργου σε αορίστου χρόνου, πολλώ μάλλον σε θέσεις μόνιμων δημοσίων υπαλλήλων, θα πρέπει, βεβαίως, να διατηρηθεί, αυτονοήτως, δε, και η συνταγματική μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων, καθώς συνδέεται με τη συνέχεια στη λειτουργία του κράτους, προϋποθέτοντας την οργανικότητα των θέσεων και την πλήρωσή τους από ένα προσωπικό με προσόντα και ικανότητες που να υπηρετεί πράγματι τους πολίτες, όπως ορίζει το άρθρο 103 του Συντάγματος.
«Ο μισθός μπορεί να διαδραματίσει τον ρόλο ενός κινητήριου μοχλού ανανέωσης του υπαλληλικού σώματος με νέο, εξειδικευμένο και υψηλών προσόντων ανθρώπινο δυναμικό», επεσήμανε ο καθηγητής. «Για τον λόγο αυτόν, πλην της μισθολογικής εξέλιξης των υπαλλήλων στην παρ. 4 του άρθρου 103 του Συντάγματος, θα μπορούσε να προβλεφθεί ότι οι υπάλληλοι μισθοδοτούνται ανάλογα με τα προσόντα και την απόδοσή τους, ώστε η καθιέρωση ειδικών ή κατά κλάδο μισθολογίων από τον κοινό νομοθέτη να συνιστά και συνταγματική επιταγή».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News

