Σε τι διαφέρει το γαλάζιο από το κόκκινο πλεόνασμα
Σε τι διαφέρει το γαλάζιο από το κόκκινο πλεόνασμα
Με διαφορά ακριβώς έξι ετών (Απρίλιος 2019 – Απρίλιος 2025) ο Αλέξης Τσίπρας και ο Κυριάκος Μητσοτάκης ανακοίνωσαν δύο παρόμοια σε μέγεθος πρωτογενή (υπερ)πλεονάσματα.
♦ Στις 23 Απριλίου 2019 ΕΛΣΤΑΤ και Eurostat ανακοίνωσαν το επικυρωμένο πρωτογενές πλεόνασμα του 2018: 4,4% του ΑΕΠ, δηλαδή 8,15 δισ. ευρώ (με ΑΕΠ τότε 185 δισ. ευρώ). Το δημόσιο χρέος το 2018 ήταν 181,1% του ΑΕΠ.
♦ Στις 22 Απριλίου 2019 ΕΛΣΤΑΤ και Eurostat ανακοίνωσαν το επικυρωμένο πρωτογενές πλεόνασμα του 2024: 4,8% του ΑΕΠ, δηλαδή (με ΑΕΠ το 2024 237,6 δισ. ευρώ). Το 2024 το δημόσιο χρέος ήταν 153,6% του ΑΕΠ.
Πώς μπορούμε να συγκρίνουμε τα δύο αυτά (υπερ)πλεονάσματα, τα οποία ξεπέρασαν τους δημοσιονομικούς στόχους αλλά επιτεύχθηκαν σε δύο πολύ διαφορετικές χρονικές περιόδους για τη χώρα, παρότι δεν απέχουν χρονικά και τόσο πολύ;
Ας το επιχειρήσουμε όχι με κριτήριο τους αριθμούς, αλλά με όρους πολιτικούς, αξιοποιώντας –για να μας διευκολύνει– μια διαχρονική σταθερά του ελληνικού πολιτικού συστήματος από την εποχή του Καποδίστρια, αν όχι από την αρχαιότητα και την εποχή του Αριστοφάνη: τον λαϊκισμό.
—Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ μετέφερε στους πολίτες το κόστος του «αντιμνημονιακού αγώνα», που εγκαινιάστηκε το 2010 με τη συμμετοχή στην αρχή και της ΝΔ του Αντώνη Σαμαρά. Η δημαγωγία και οι ανεφάρμοστες υποσχέσεις που τη συνόδευαν ήταν κινήσεις επωφελείς για τον ΣΥΡΙΖΑ και τους ΑΝΕΛ του Πάνου Καμμένου, καθώς τους έφεραν στην εξουσία τον Ιανουάριο του 2015. Επέφεραν όμως σε βάθος χρόνου μεγάλο κόστος στους πολίτες.
Τα κόμματα που καταδίκαζαν το 1,5 δισ. ευρώ των μέτρων του «μέιλ Χαρδούβελη», που θα ολοκλήρωναν την εποχή των μνημονίων αν υλοποιούνταν το 2015, αναγκάστηκαν μετά τη διαπραγμάτευση Βαρουφάκη, το κλείσιμο των τραπεζών και το δημοψήφισμα να υπογράψουν τα 15 δισ. ευρώ των μέτρων του Τρίτου Μνημονίου. Η απαρέγκλιτη εφαρμογή της εισπρακτικής θηλιάς φόρων και εισφορών του αχρείαστου Τρίτου Μνημονίου έγινε μονόδρομος για την ανάκτηση της αξιοπιστίας της χώρας. Μέσα σε αυτό το περιβάλλον της μνημονιακής υπερφορολόγησης επιτεύχθηκε, με σκληρές θυσίες των μεσαίων στρωμάτων, το υπερ-πλεόνασμα του 2018.
Οι πολίτες πλήρωσαν με το υπερ-πλεόνασμα του 2018 τα επίχειρα του λαϊκισμού, το κόστος δηλαδή της συντριβής των δημαγωγικών υποσχέσεων που συνέβη το καλοκαίρι του 2015.
—Αλμα χρονικό στο 2024. Συνοπτικά, οι οικονομικές συνθήκες στις οποίες επιτεύχθηκε το πλεόνασμα είναι οι εξής: Η κυβέρνηση της ΝΔ εφάρμοσε από το 2019 σειρά μειώσεων φόρων και εισφορών, πέτυχε την επαναφορά της χώρας στην επενδυτική βαθμίδα και την ανάπτυξη και αύξησε μισθούς και συντάξεις για πρώτη φορά μετά από χρόνια. Ωστόσο το κύμα του πληθωρισμού μείωνε στο μεταξύ το διαθέσιμο εισόδημα ιδίως των ασθενέστερων τάξεων (το σκάνδαλο της κερδοσκοπίας στα σουπερμάρκετ είναι ένας βασικός λόγος) αυξάνοντας παράλληλα τα έσοδα από τον ΦΠΑ.
Η επίδραση των θετικών μέτρων και της αποκατάστασης της αξιοπιστίας της χώρας δεν φάνηκε στον βαθμό που θα μπορούσε υπό άλλες συνθήκες στο επίπεδο που μετράει: στην τσέπη του μέσου πολίτη.
Πάμε τώρα στο πλεόνασμα και στη σταθερά του λαϊκισμού. Λαϊκισμός υπήρχε μόνο στον ΣΥΡΙΖΑ του 2015 και δεν υπάρχει στη ΝΔ του 2024; Προφανώς και υπάρχει, άλλωστε υπήρξε και το 2010 με το αντι-μνημόνιο Σαμαρά.
Ενα μεγάλος μέρος, λοιπόν, των βουλευτών του κόμματος τηλεφωνούσαν από το τέλος του 2023 στο υπουργείο Οικονομικών για να εκφράσουν την οργή της κομματικής «βάσης» για τη φορολόγηση των ελεύθερων επαγγελματιών μέσω της θέσπισης τεκμηρίων.
Ο υπουργός που δεχόταν αυτά τα παράπονα, ο Κωστής Χατζηδάκης, ήταν προηγουμένως υπουργός Εργασίας και είχε θεσπίσει ένα ακόμη μέτρο που είχε ενοχλήσει τον μηχανισμό της ΝΔ: την ψηφιακή κάρτα εργασίας που έπληττε τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις (π.χ. μια μεγάλη χασαποταβέρνα), οι οποίες δεν μπορούσαν πια να απασχολούν ανενόχλητες και με «μαύρα» τους εργαζόμενους: για όσες ώρες ήθελαν και χωρίς κανένα έλεγχο. Σαν να μην έφταναν τα δύο αυτά «εξοργιστικά» για πολλούς βουλευτές μέτρα από τον κ. Χατζηδάκη, υπήρχε και ένα τρίτο: η σύνδεση των POS με τις ταμειακές μηχανές.
Τα σωστά αυτά μέτρα, που ενόχλησαν την κομματική πελατεία των νεοδημοκρατών βουλευτών που «έσπαγαν» τα τηλέφωνα στο υπουργείο Οικονομικών για να διαμαρτυρηθούν στον κ. Χατζηδάκη ότι κάνει κακό στους ίδιους και στο κόμμα (βασικά για τον εαυτό τους αγωνιούσαν), ήταν αυτά που έφεραν το υπερ-πλεόνασμα του 2024. Και επιτρέπουν τώρα –μαζί με τα πληθωριστικά έσοδα από τον ΦΠΑ– στον κ. Μητσοτάκη να επιστρέψει μέρισμα στους ασθενέστερους.
Ο κ. Χατζηδάκης δεν οπισθοχώρησε απέναντι σε αυτές τις επιθέσεις, παρότι διάβαζε στις παραπολιτικές στήλες ότι πρέπει να φύγει από το ΥΠΟΙΚ για να ανασάνουν κόμμα και κυβέρνηση.
Το γιατί ο νυν αντιπρόεδρος πλέον της κυβέρνησης δεν έκανε πίσω στην εσωκομματική επίθεση του λαϊκισμού μπορεί να εξηγηθεί με το εξής: Την πρώτη φορά που δοκίμασε μετωπικά την αναμέτρηση με τον λαϊκισμό, το 2008 με την πώληση της Ολυμπιακής, το στοίχημα τού βγήκε. Υπό προϋποθέσεις το «θηρίο» αυτό δεν είναι ανίκητο.
Βέβαια, ο κ. Χατζηδάκης, όπως και ο ίδιος αναγνωρίζει, χρωστάει μια ουσιώδη μεταρρύθμιση στη μεσαία τάξη: την αναμόρφωση της φορολογικής κλίμακας των εισοδημάτων, τα οποία ναι μεν έχουν αυξηθεί από το 2019, αλλά μαζί τους αυξάνεται και ο φόρος εισοδήματος λόγω της μη τιμαριθμοποίησης της φορολογικής κλίμακας.
Παρότι λοιπόν τα μέτρα διεύρυνσης της φορολογικής βάσης απέδωσαν στο ταμείο το 2024 και λύνουν το 2025 τα χέρια της κυβέρνησης για την εξαγγελία παροχών, η πίεση δεν θα σταματήσει. Αλλωστε ήδη διαβάζουμε πληροφορίες ότι η κυβέρνηση θα κάνει κάποια υποχώρηση απέναντι στους ελεύθερους επαγγελματίες. Δηλαδή σε όσους γκρινιάζουν επειδή τους κακοφάνηκε που πλήρωσαν για πρώτη φορά φόρο, ενώ πριν δεν πλήρωναν τίποτα. Αλλά και απέναντι στους επιχειρηματίες που ενοχλήθηκαν επειδή πλήρωσαν εισφορές για τους εργαζόμενούς τους (λόγω της ψηφιακής κάρτας), και ακόμη περισσότερο επειδή η εφορία άρχισε να «βλέπει» όσα πραγματικά εισπράττουν μέσω των POS.
Θα δούμε τι θα γίνει τελικά, αλλά δεν θα αποτελέσει έκπληξη αν η κυβέρνηση βάλει νερό στο κρασί της πηγαίνοντας προς τις εκλογές. Ο λόγος θα είναι, φυσικά, ότι οι θιγόμενοι είναι μέρος της βάσης της.
Πέρα λοιπόν από το σκεπτικό της κάθε συγκυρίας, την πολιτική ανάγκη του ΣΥΡΙΖΑ το 2018 να βγάλει τη χώρα από ένα μνημόνιο που ο ίδιος την έβαλε χωρίς να υπάρχει λόγος ή την πολιτική απόφαση του κ. Χατζηδάκη να διευρύνει τη φορολογική βάση για να κερδίσει πιθανόν και ένα προσωπικό πολιτικό στοίχημα κόντρα στο δημαγωγικό κομμάτι της ΝΔ, το αποτέλεσμα, μέσα από μια διαφορετική οδό, είναι αυτό που διαφοροποιεί το γαλάζιο από το κόκκινο πλεόνασμα.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News
