Και ξαφνικά οι μεγάλοι σταρ έγιναν αντιεμπορικοί
Και ξαφνικά οι μεγάλοι σταρ έγιναν αντιεμπορικοί
Το φετινό φθινόπωρο είναι μάλλον απογοητευτικό για τους σταρ του κινηματογράφου. Στην πραγματικότητα, αν το σκεφτούμε καλύτερα, ίσως υπάρχει κάτι τολμηρό στον τρόπο που το κοινό απέρριψε διαδοχικά τις νέες ταινίες όπου πρωταγωνιστούν οι Μάργκοτ Ρόμπι, Κόλιν Φάρελ, Ντουέιν Τζόνσον, Εμιλι Μπλαντ, Τσάνινγκ Τέιτουμ, Κίρστεν Ντανστ, Τζένιφερ Λόπεζ, Τζούλια Ρόμπερτς, Αντριου Γκάρφιλντ, Κιάνου Ριβς, Σεθ Ρόγκεν, ακόμη και ο Ντάνιελ Ντέι-Λιούις, γράφει στον Guardian ο Τζέσι Χάσεντζερ. Υπογραμμίζει ότι αυτοί οι ηθοποιοί, που θα μπορούσαν να συμβάλουν σε μια ιδιαίτερα λαμπερή τηλεοπτική μετάδοση των Οσκαρ, δεν κατάφεραν να παρουσιάσουν ούτε μία επιτυχία.
Ο Λεονάρντο Ντι Κάπριο είναι η εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα: τα έσοδα της ταινίας του «Μια Μάχη Μετά την Αλλη» πλησιάζουν το αξιοσέβαστο ποσό των 200 εκατ. δολαρίων παγκοσμίως. Τι χρειάστηκε; Ενας από τους μεγαλύτερους σταρ στον κόσμο, με την υποστήριξη άλλων δύο διάσημων ηθοποιών (Σον Πεν και Μπενίσιο ντελ Τόρο), ένας σκηνοθέτης (Πολ Τόμας Αντερσον) πολλές φορές υποψήφιος για Οσκαρ, ένας τεράστιος προϋπολογισμός και σχεδόν καθολικά ενθουσιώδεις κριτικές. Και πάλι όμως, φημολογείται ότι τα κέρδη από την κινηματογραφική διανομή αυτού του δράματος για ενήλικες πολύ δύσκολα θα ξεπεράσουν τα έξοδα παραγωγής του.
Μεγάλα ονόματα, κακές κριτικές
Από την άλλη πλευρά, ταινίες όπως «Ενα Μεγάλο Ομορφο Τολμηρό Ταξίδι» (Κόλιν Φάρελ, Μάργκο Ρόμπι), «The Smashing Machine» (Ντουέιν Τζόνσον, Εμιλι Μπλαντ), «Roofman: Ενας Εντιμος Κλέφτης» (Τσάνινγκ Τέιτουμ, Κίρστεν Ντανστ), «After the Hunt» (Τζούλια Ρόμπερτς, Αντριου Γκάρφιλντ), «Τύχη Βουνό» (Κιάνου Ριβς, Σεθ Ρόγκεν, Σάντρα Ο), «Το Φιλί της Γυναίκας Αράχνης» (Τζένιφερ Λόπεζ) και «Anemone» (Ντάνιελ Ντέι-Λιούις) δεν είχαν ανάλογη συγκέντρωση συναρπαστικών στοιχείων στην τροχιά τους, πέρα από τους πρωταγωνιστές. Ορισμένες από αυτές τις ταινίες, μάλιστα, δεν κατάφεραν καν να συγκεντρώσουν ιδιαίτερα καλές κριτικές.
Αυτό που πρόσφεραν κάποτε οι σταρ του σινεμά ήταν ένα βασικό επίπεδο ενδιαφέροντος για μια ταινία, ακόμα κι αν δεν αποσπούσε τις καλύτερες κριτικές ή δεν διέθετε πρωτοποριακά εφέ. Αλλά τώρα πια, όσον αφορά τις πωλήσεις εισιτηρίων, τους έχουν αντικαταστήσει σε μεγάλο βαθμό τα franchise. Ωστόσο, είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι φέτος, ειδικά η Warner Bros έχει δείξει ότι δεν είναι απαραίτητο κάθε επιτυχία να είναι σίκουελ ή reboot, με πρωτότυπες επιτυχίες που δεν βασίζονται σε IP, όπως οι ταινίες τρόμου «Αμαρτωλοί» και «Weapons», το «F1» και η προαναφερθείσα (αν και λιγότερο κερδοφόρα) «Μια Μάχη Μετά την Αλλη».
Τα στούντιο θα ήταν συγχωρητέα αν υπέθεταν ότι το κοινό είναι πρόθυμο να δει ταινίες που δεν ανήκουν σε συγκεκριμένο είδος και ότι οι σταρ θα μπορούσαν να τους ωθήσουν προς αυτή την κατεύθυνση – όπως πιθανώς έκαναν οι Ντι Κάπριο, Μπραντ Πιτ και Μάικλ Τζόρνταν συμμετέχοντας στις παραγωγές της Warner Bros.
Μέχρι στιγμής, πάντως, αυτή η υπόθεση είναι εντελώς λανθασμένη, σχολιάζει στον Guardian ο Τζέσι Χάσεντζερ. Οχι τόσο επειδή οι ταινίες του φετινού φθινοπώρου με μεγάλα ονόματα είναι όλες αποτυχημένες εμπορικά σε παγκόσμιο επίπεδο, όσο γιατί καμία από αυτές δεν έχει καταφέρει να αγγίξει το κοινό. Δεν πλησιάζουν καν τις μέτριες αλλά εμπορικά επιτυχημένες επιδόσεις παλαιότερων τίτλων της φθινοπωρινής σεζόν, όπως «Night School» (2018, Κέβιν Χάρτ, Τίφανι Χάντις), «Hustlers» (2019, Τζένιφερ Λόπεζ) και «Εισιτήριο για τον Παράδεισο» (2022, Τζούλια Ρόμπερτς, Τζορτζ Κλούνεϊ).
Αντίθετα, αποδεικνύεται διαρκώς ότι ταινίες που δεν ανήκουν σε κάποιο συγκεκριμένο είδος, ώστε να προσελκύσουν έστω ένα μικρό κοινό, θα πρέπει να τα έχουν όλα στην εντέλεια (καλές κριτικές, εξαιρετικά τρέιλερ, διαδικτυακή φήμη, χαμηλό ανταγωνισμό) για να κόψουν εισιτήρια. Αυτό με τη σειρά του δημιουργεί ένα περίεργο φαινόμενο αποπληθωρισμού, καθώς ακόμη και μη-franchise ταινίες που σημειώνουν επιτυχία –όπως οι «Μια Μάχη Μετά την Αλλη» (2025), «Οι Αντίπαλοι» (2024), το «Poor Things» (2023), ακόμη και κάτι πιο… ανόητο, όπως ο «Κασκαντέρ» (2024)– δεν φτάνουν τους αντίστοιχους τζίρους του «χρυσού» παρελθόντος.
Το streaming είναι ο νικητής
Κάποιοι ισχυρίζονται ότι το κοινό είναι πολύ έξυπνο ώστε να σπεύσει να ξοδέψει χρήματα που κέρδισε με κόπο μόνο και μόνο για να δει τους υποτιθέμενους καλύτερους. Ισως αυτό να είναι αλήθεια, παρατηρεί ο Τζέσι Χάσεντζερ στον Guardian. Και πάλι, όμως, είναι δύσκολο να υποστηρίξει κανείς ότι όποιος δεν είδε το «Ενα Μεγάλο Ομορφο Τολμηρό Ταξίδι» έβλαψε την τέχνη του κινηματογράφου. (Σημειώστε ότι το «Μετά τον Γιανγκ» του 2021, μια πολύ καλύτερη ταινία του ίδιου σκηνοθέτη, στην οποία πρωταγωνιστεί επίσης ο Φάρελ, είναι διαθέσιμη σε διάφορες πλατφόρμες streaming).
Ωστόσο δεν ισχύει ούτε και ότι η κουλτούρα των celebrity βιώνει τον θάνατο που της αξίζει εξαιτίας της συμπεριφοράς τους. Τα παιδιά λαχταρούν καριέρες που είναι δύσκολο να επιτευχθούν, ως influencers ή YouTubers, αντί να γίνουν σταρ του σινεμά ή τραγουδιστές, και πολλοί podcasters εμπορεύονται μια λατρεία της προσωπικότητας πολύ πιο τρομακτική από τη φθίνουσα επιθυμία του κόσμου να παρακολουθήσει τη Ρόμπι για δύο ώρες επειδή έχει ωραίο χαμόγελο.
Στην καλύτερη περίπτωση, οι σταρ του σινεμά μπορούν να οδηγήσουν τους θεατές σε ιστορίες ή σε κόσμους που διαφορετικά δεν θα τους αφορούσαν. Ο Ντι Κάπριο το κάνει εδώ και δεκαετίες. Εξάλλου, αν οι σταρ δεν είχαν πλέον κανένα ενδιαφέρον, οι πλατφόρμες streaming δεν θα συνέχιζαν να τους πληρώνουν για να συμμετέχουν σε διάφορες μίνι σειρές και απομιμήσεις παλιών ταινιών τους.
Στο μεταξύ, ορισμένοι διάσημοι ηθοποιοί τείνουν να προσφέρουν κάτι που μοιάζει περισσότερο με διαφήμιση. Πολλοί από αυτούς –για παράδειγμα ο Ανταμ Σάντλερ– έχουν γνωρίσει μεγάλη επιτυχία στο Netflix και σε άλλες παρόμοιες πλατφόρμες, όπου η εικόνα τους μπορεί να διατηρηθεί ακόμα και να τελειοποιηθεί (χάρη στο εκπληκτικά ποικίλο έργο που έχουν κάνει για τις υπηρεσίες streaming).
Ωστόσο, μερικές από τις φετινές εμπορικές αποτυχίες μας δίνουν μια εικόνα του τι ενδιαφέρει σήμερα έναν ηθοποιό με μακροχρόνια καριέρα. Η Τζούλια Ρόμπερτς, για παράδειγμα, υποδύεται ιδιαίτερα αιχμηρά μια αυταρχική αλλά δυσαρεστημένη καθηγήτρια πανεπιστημίου στο «After the Hunt» και ο Κιάνου Ριβς τελειοποιεί την υποκριτική του στην κωμωδία από την εποχή του «Bill & Ted», ως καλοπροαίρετος αλλά αδέξιος άγγελος που παίρνει μια γεύση γνήσιας ανθρωπιάς στην «Τύχη Βουνό», που μόλις βγήκε στις ελληνικές αίθουσες.
Σίγουρα όμως, υπάρχουν μικρότερες, λιγότερο αστραφτερές ταινίες, που εξερευνούν εξίσου πλούσιους χαρακτήρες, αλλά δεν προβάλλονται σε χιλιάδες κινηματογράφους, και οι οποίες δεν απορρίπτονται επειδή… σε κρατάνε στο σπίτι.
Πρόσφατα, σε ανάρτησή του στο X, ο Χάσεντζερ αναρωτήθηκε γιατί αυτού του είδους οι ταινίες δεν φαίνεται να προσελκύουν πλέον κοινό. Δέχτηκε εκατοντάδες απαντήσεις, μεταξύ των οποίων αρκετές παραλλαγές για την καλύτερη σχέση κόστους-αποτελεσματικότητας της αναμονής του streaming, αλλά και πολλές ενοχλητικές, που επέμεναν ότι οι συγκεκριμένες ταινίες ήταν κακές ή χωρίς έμπνευση – λες και επρόκειτο απλώς για μια ασυνήθιστη παρένθεση, ενώ όλοι περίμεναν καλύτερες ταινίες…
Στο μεταξύ, νωρίτερα φέτος κυκλοφόρησαν μερικά καλύτερα φιλμ, όπως το κατασκοπικό θρίλερ «Black Bag» του Στίβεν Σόντερμπεργκ, με τους Κέιτ Μπλάνσετ, Μάικλ Φασμπέντερ και Πιρς Μπρόσναν, η κωμωδία «Splitsville» και το «Twinless», τα οποία πιθανότατα προσπεράσατε.
Η αλήθεια είναι ότι πλέον απαιτείται μια επιθετική διαφημιστική καμπάνια ώστε να σηκωθεί ένας αξιοπρεπής αριθμός θεατών από τον καναπέ του και να πάει στο σινεμά (εφόσον έχουν, φυσικά, την οικονομική δυνατότητα να το κάνουν) και το να παρασύρεται κάποιος από τη διαφήμιση δεν είναι απαραίτητα το ίδιο με το να είναι απαιτητικός θεατής που βλέπει μόνο καλά πράγματα.
Το να σου αρέσει ένας σταρ τόσο ώστε να τον βλέπεις να υποδύεται έναν ληστή φαστφουντάδικων, που κρύβεται για μήνες σε ένα τεράστιο κατάστημα παιχνιδιών («Rofman») ή ένα πρώην είδωλο της πάλης («The Smashing Machine») δεν είναι απαραιτήτως τιμητικό. Είναι όμως και αυτή μια μορφή έκφρασης προσωπικού γούστου – όπως το να ενδιαφέρεσαι για ταινίες τρόμου ή για ρομαντικές κομεντί.
Απλώς έχετε υπόψη σας τι είναι πρόθυμες να ανταλλάξουν οι εταιρείες με την παλιομοδίτικη, παράλογη αφοσίωση: έναν αλγόριθμο σχεδιασμένο για να σας κρατάει δέσμιους στον καναπέ σας.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News
