Οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας ξεπέρασαν τον άνθρακα
Οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας ξεπέρασαν τον άνθρακα
Οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (ΑΠΕ) ξεπέρασαν τον άνθρακα ως η κορυφαία πηγή ηλεκτρικής ενέργειας στον πλανήτη κατά το πρώτο εξάμηνο του τρέχοντος έτους – μια ιστορική πρωτιά, σύμφωνα με νέα στοιχεία από το παγκόσμιο think tank ενέργειας Ember, σύμφωνα με ρεπορτάζ του BBC.
Η ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας αυξάνεται σε όλον τον κόσμο, αλλά η ανάπτυξη της ηλιακής και αιολικής ενέργειας ήταν τόσο ισχυρή που κάλυψε το 100% της επιπλέον ζήτησης, συμβάλλοντας μάλιστα σε μια μικρή μείωση της χρήσης άνθρακα και φυσικού αερίου. Ωστόσο, σύμφωνα με την Ember, το ορόσημο κρύβει την ανάμεικτη διεθνή εικόνα του ενεργειακού κλάδου.
Οι αναπτυσσόμενες χώρες, ιδίως η Κίνα, ηγούνται της προσπάθειας για καθαρή ενέργεια, αλλά οι πλουσιότερες χώρες, όπως εκείνες της ΕΕ και οι ΗΠΑ, βασίζονται περισσότερο από ό,τι παλαιότερα στα ορυκτά καύσιμα που προκαλούν την υπερθέρμανση του πλανήτη για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας.
Αυτό το χάσμα είναι πιθανό να γίνει πιο έντονο, σύμφωνα με ξεχωριστή έκθεση του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας (IEA), που προβλέπει ότι οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας θα αναπτυχθούν πολύ λιγότερο έντονα από τα προβλεπόμενα στις ΗΠΑ, ως αποτέλεσμα των πολιτικών της κυβέρνησης του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ.
Ο άνθρακας, που συμβάλλει σημαντικά στην υπερθέρμανση του πλανήτη, παρέμεινε η μεγαλύτερη μεμονωμένη πηγή παραγωγής ενέργειας στον κόσμο το 2024, μια θέση που κατέχει για περισσότερα από 50 χρόνια. Παρότι εξακολουθεί να αυξάνει την παραγωγή άνθρακα, η Κίνα παραμένει η χώρα-μπροστάρης στην ανάπτυξη καθαρής ενέργειας, προσθέτοντας περισσότερη ηλιακή και αιολική ισχύ από ό,τι ο υπόλοιπος κόσμος μαζί.
Αυτό επέτρεψε στην ανάπτυξη της παραγωγής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές της Κίνας να ξεπεράσει την αυξανόμενη ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας και συνέβαλε στη μείωση της χρήσης ορυκτών καυσίμων κατά 2%. Η Ινδία παρουσίασε βραδύτερη αύξηση της ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας και πρόσθεσε επίσης σημαντική νέα ηλιακή και αιολική ισχύ, που σημαίνει ότι και αυτή μείωσε τον άνθρακα και το φυσικό αέριο.
Αντιθέτως, ανεπτυγμένες χώρες όπως οι ΗΠΑ, αλλά και τα κράτη-μέλη της ΕΕ, ακολούθησαν αντίθετη τάση. Στις ΗΠΑ, η ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας αυξήθηκε ταχύτερα από την παραγωγή καθαρής ενέργειας, αυξάνοντας την εξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα, ενώ στην ΕΕ, μήνες χαμηλής απόδοσης της αιολικής και υδροηλεκτρικής ενέργειας οδήγησαν σε αύξηση της παραγωγής άνθρακα και φυσικού αερίου.
Σε ξεχωριστή του έκθεση ο IEA μείωσε στο μισό την πρόβλεψή του για την ανάπτυξη των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στις ΗΠΑ αυτή τη δεκαετία. Πέρυσι, ο οργανισμός προέβλεψε ότι οι ΗΠΑ θα προσθέσουν 500 gigawatt νέας ανανεώσιμης ισχύος –κυρίως μέσω ηλιακής και αιολικής ενέργειας– έως το 2030. Τώρα μειώνει την πρόβλεψή του σε ισχύ 250 gigawatt.
Η ανάλυση του IEA αντιπροσωπεύει την πιο εμπεριστατωμένη αξιολόγηση μέχρι σήμερα του αντίκτυπου που έχουν οι πολιτικές της κυβέρνησης Τραμπ στις παγκόσμιες προσπάθειες μετάβασης σε καθαρότερες πηγές ενέργειας – και υπογραμμίζει τη δραματικά διαφορετική προσέγγιση ΗΠΑ και Κίνας στο ζήτημα. Την ώρα που οι κινεζικές εξαγωγές καθαρής τεχνολογίας αυξάνονται, οι ΗΠΑ ενθαρρύνουν την αγορά περισσότερου πετρελαίου και φυσικού αερίου.
Παρά τις περιφερειακές αυτές διαφορές, η Ember αποκαλεί αυτή τη στιγμή «κρίσιμο σημείο καμπής, που σηματοδοτεί την απαρχή μιας μετατόπισης, όπου η καθαρή ενέργεια συμβαδίζει με την αύξηση της ζήτησης». Η ηλιακή ενέργεια συνέβαλε στη μεγαλύτερη ανάπτυξη, καλύπτοντας το 83% της αύξησης της ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας. Πλέον αποτελεί τη μεγαλύτερη πηγή νέας ηλεκτρικής ενέργειας παγκοσμίως για τρία συνεχόμενα χρόνια.
Το μεγαλύτερο μέρος της ηλιακής ενέργειας (58%) βρίσκεται πλέον σε χώρες με χαμηλότερα εισοδήματα, πολλές από τις οποίες έχουν δει εκρηκτική ανάπτυξη τα τελευταία χρόνια. Αυτό οφείλεται στις θεαματικές μειώσεις του κόστους. Η τιμή της ηλιακής ενέργειας έχει μειωθεί κατά 99,9% από το 1975 και είναι πλέον τόσο φθηνή ώστε μεγάλες αγορές ηλιακής ενέργειας αναδύονται σε μια χώρα μέσα σε μόνο ένα έτος, ειδικά όταν η ενέργεια του ηλεκτρικού δικτύου είναι ακριβή.
Το Πακιστάν, για παράδειγμα, εισήγαγε ηλιακούς συλλέκτες ικανούς να παράγουν 17 gigawatt ηλιακής ενέργειας το 2024 – διπλάσιους από το προηγούμενο έτος και ισοδύναμους περίπου με το ένα τρίτο της τρέχουσας ικανότητας παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας της χώρας.
Και η Αφρική βιώνει άνθηση της ηλιακής ενέργειας, με τις εισαγωγές πάνελ να αυξάνονται κατά 60% σε ετήσια βάση, στο πρώτο εξάμηνο του φετινού έτους. Η Νότια Αφρική, που εξαρτάται από τον άνθρακα, έχει μετατραπεί σε ηγέτη της μετάβασης, ενώ η Νιγηρία ξεπέρασε την Αίγυπτο και κατέλαβε τη δεύτερη θέση, με 1,7 gigawatt ηλιακής ισχύος – αρκετή για να καλύψει τη ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας περίπου 1,8 εκατομμυρίων κατοικιών στην Ευρώπη.
Ορισμένες μικρότερες αφρικανικές χώρες έχουν σημειώσει ακόμα ταχύτερη ανάπτυξη, με την Αλγερία να αυξάνει τις εισαγωγές της κατά 33 φορές, τη Ζάμπια κατά οκτώ φορές και την Μποτσουάνα κατά επτά φορές. Μάλιστα, σε κάποιες χώρες η ανάπτυξη της ηλιακής ενέργειας ήταν τόσο ραγδαία, που δημιουργεί απροσδόκητες προκλήσεις.
Στο Αφγανιστάν, η εκτεταμένη χρήση ηλιακών αντλιών ύδατος μειώνει τη στάθμη του υδροφόρου ορίζοντα, απειλώντας τη μακροπρόθεσμη πρόσβαση στα υπόγεια ύδατα. Μια νέα μελέτη προειδοποιεί ότι ορισμένες περιοχές θα μπορούσαν να στερέψουν μέσα σε πέντε έως δέκα χρόνια, θέτοντας σε κίνδυνο τα μέσα διαβίωσης εκατομμυρίων ανθρώπων.
Οι χώρες της «ηλιακής ζώνης», όπως μεγάλο μέρος της Ασίας, της Αφρικής και της Λατινικής Αμερικής, χρειάζονται μεγάλες ποσότητες ηλεκτρικής ενέργειας για κλιματισμό κατά τη διάρκεια της ημέρας, οπότε μπορούν να μειώσουν σημαντικά το κόστος ενέργειας σχεδόν αμέσως, υιοθετώντας συστήματα ηλιακής ενέργειας υποστηριζόμενα από ολοένα και πιο προσιτές μπαταρίες, που αποθηκεύουν ενέργεια στη διάρκεια της ημέρας.
Ωστόσο, οι χώρες της «αιολικής ζώνης», όπως το Ηνωμένο Βασίλειο, αντιμετωπίζουν δυσκολότερα εμπόδια. Το κόστος των ανεμογεννητριών έχει μειωθεί μόλις στο ένα τρίτο εκείνου των ηλιακών συλλεκτών την τελευταία δεκαετία. Παράλληλα, τα υψηλότερα επιτόκια επιβαρύνουν το κόστος δανεισμού και αυξάνουν σημαντικά το συνολικό κόστος εγκατάστασης αιολικών πάρκων τα τελευταία χρόνια.
Η εξισορρόπηση της τροφοδοσίας είναι επίσης δυσκολότερη – οι χειμερινές διακοπές ρεύματος λόγω ανέμων μπορεί να διαρκέσουν εβδομάδες, απαιτώντας εφεδρικές πηγές ενέργειας που οι μπαταρίες από μόνες τους δεν μπορούν να παρέχουν, καθιστώντας έτσι το όλο σύστημα πιο ακριβό στην κατασκευή και τη λειτουργία του.
Αλλά η συντριπτική κυριαρχία της Κίνας στις βιομηχανίες καθαρής τεχνολογίας παραμένει αδιαμφισβήτητη. Τον Αύγουστο του 2025 οι εξαγωγές της έφθασαν στο ρεκόρ των 17,2 δισ. ευρώ χάρη στην αύξηση των πωλήσεων ηλεκτρικών οχημάτων (26%) και μπαταριών (23%). Συνδυαστικά, τα ηλεκτρικά οχήματα και οι μπαταρίες της Κίνας έχουν πλέον μεγαλύτερη αξία από το διπλάσιο εκείνης των εξαγωγών ηλιακών πάνελ.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News
