Η μόλυνση των ωκεανών θέτει σε θανάσιμο κίνδυνο τη θαλάσσια ζωή
Η μόλυνση των ωκεανών θέτει σε θανάσιμο κίνδυνο τη θαλάσσια ζωή
Οι υγεία των ωκεανών του πλανήτη σημείωσε για πρώτη φορά αποτυχία σε έναν κρίσιμο έλεγχο, κυρίως λόγω της καύσης ορυκτών καυσίμων, σύμφωνα με νέα μελέτη. Στην τελευταία ετήσια αξιολόγησή του, το Ινστιτούτο Ερευνας για τις Κλιματικές Επιπτώσεις, που εδρεύει στο Πότσνταμ της Γερμανίας, αναφέρει ότι η οξύτητα των ωκεανών έχει ξεπεράσει ένα κρίσιμο όριο για τη βιωσιμότητα της θαλάσσιας ζωής.
Οπως αναφέρει δημοσίευμα του Guardian, πρόκειται για το έβδομο από συνολικά εννέα πλανητικά όρια που έχουν πλέον παραβιαστεί, ωθώντας τους επιστήμονες να κάνουν έκκληση για μια νέα παγκόσμια προσπάθεια περιορισμού των ορυκτών καυσίμων, της αποψίλωσης των δασών, και άλλων ανθρωπογενών πιέσεων που εκτρέπουν τη Γη από την κατοικήσιμη ισορροπία της.
Η έκθεση, που ακολουθεί παλαιότερες προειδοποιήσεις σχετικά με την οξύτητα των ωκεανών, έρχεται σε μια εποχή που η θερμότητα των ωκεανών και η μαζική λεύκανση των κοραλλιών σπάνε κάθε ρεκόρ. Οι ωκεανοί καλύπτουν το 71% της επιφάνειας της Γης και διαδραματίζουν ουσιαστικό ρόλο ως σταθεροποιητές του κλίματος. Η μελέτη τούς αποκαλεί «αφανείς φύλακες της πλανητικής υγείας», αλλά αναφέρει ότι οι ζωτικές λειτουργίες τους βρίσκονται υπό απειλή.
Ο «Ελεγχος Πλανητικής Υγείας» του 2025 σημειώνει ότι από την έναρξη της βιομηχανικής εποχής, το pH της επιφάνειας των ωκεανών έχει μειωθεί κατά περίπου 0,1 μονάδες – μια αύξηση επιπέδου 30% έως 40% στην οξύτητα, που ωθεί τα θαλάσσια οικοσυστήματα πέρα από τα ασφαλή όριά τους.
Τα κοράλλια των ψυχρών υδάτων, οι τροπικοί κοραλλιογενείς ύφαλοι και η θαλάσσια ζωή της Αρκτικής διατρέχουν ιδιαίτερο κίνδυνο. Αυτό οφείλεται κυρίως στην κλιματική κρίση, καθώς, όταν το διοξείδιο του άνθρακα από την καύση πετρελαίου, κάρβουνου και φυσικού αερίου εισέρχεται στη θάλασσα, σχηματίζει ανθρακικό οξύ – το οποίο μειώνει τη διαθεσιμότητα ανθρακικού ασβεστίου, από την οποία εξαρτώνται πολλοί θαλάσσιοι οργανισμοί.
Κοντά στον πυθμένα της τροφικής αλυσίδας, αυτό επηρεάζει άμεσα είδη όπως τα στρείδια, τα μαλάκια και τα μύδια. Επίσης, έμμεσα, βλάπτει τους σολομούς, τις φάλαινες και άλλα θαλάσσια ζώα που τρέφονται με μικρότερους οργανισμούς. Αυτό με τη σειρά του συνιστά κίνδυνο για την ανθρώπινη επισιτιστική ασφάλεια και τις παράκτιες οικονομίες.
Οι επιστήμονες φοβούνται ότι όλη αυτή η αλυσίδα ίσως αποδυναμώσει τον ρόλο του ωκεανού ως του σημαντικότερου απορροφητή θερμότητας του πλανήτη, μειώνοντας την ικανότητά του να απορροφά το 25-30% του διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα. Η θαλάσσια ζωή παίζει σημαντικό ρόλο σε αυτή τη διαδικασία, λειτουργώντας ως «βιοτική ώθηση» για τη δέσμευση του άνθρακα στους βυθούς.
Σύμφωνα με την έκθεση, και τα άλλα έξι παραβιασμένα όρια –η κλιματική αλλαγή, η ακεραιότητα της βιόσφαιρας, η αλλαγή του χερσαίου συστήματος, οι βιογεωχημικές ροές, η χρήση του γλυκού νερού και οι νέες οντότητες– δείχνουν τάσεις επιδείνωσης. Ωστόσο οι συγγραφείς της μελέτης αναφέρουν ότι η προσθήκη της μόνης κατηγορίας που επικεντρώνεται αποκλειστικά στον ωκεανό σε αυτή τη λίστα είναι μια ανησυχητική εξέλιξη, λόγω της κλίμακας και της σημασίας της.
Οι επιστήμονες σημειώνουν ότι, ενώ τα νέα εκπεμπόμενα αέρια στην ατμόσφαιρα απαιτούν μόλις έναν χρόνο για να αναμειχθούν, χρειάζονται χίλια χρόνια για να κατακαθίσουν στους ωκεανούς – γεγονός από μόνο του τρομακτικό. Τονίζουν ότι πρέπει να αντιμετωπιστούν άμεσα η χρήση των ορυκτών καυσίμων, η ρύπανση των ωκεανών και η χαμηλή επιμέλεια στη διαχείριση της αλιείας – αλλιώς η υγεία των θαλασσών θα επιδεινωθεί περαιτέρω.
Η έκθεση σημειώνει ότι οι σωστές πολιτικές και η διεθνής συνεργασία έχουν κάνει τη διαφορά στον περιορισμό των ορίων των υπολοίπων δύο πλανητικών ορίων – του στρώματος του όζοντος και των εκπομπών αερολυμάτων. Αναφέρει ότι αυτό δείχνει πως οι δεκαετείς διεθνές πολιτικές πρωτοβουλίες, όπως το Πρωτόκολλο του Μόντρεαλ και ο κανονισμός για τη ναυτιλία, μπορούν να ανατρέψουν την κατάσταση.
Ο διευθυντής του Ινστιτούτου Πότσνταμ, Γιόχαν Ρόκστρομ, αναφέρει ότι η εκτεταμένη επιδείνωση της υγείας του πλανήτη δεν είναι αναπόφευκτη, καθώς η μείωση της ρύπανσης από αερολύματα και η επούλωση του στρώματος του όζοντος δείχνουν ότι είναι δυνατό να αλλάξει η κατεύθυνση της διεθνούς ανάπτυξης. «Ακόμα κι αν η διάγνωση είναι δυσοίωνη, το παράθυρο θεραπείας παραμένει ανοιχτό», λέει χαρακτηριστικά στον Guardian.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News
