Ο Μακρόν τιμά τον τελευταίο πλανόδιο εφημεριδοπώλη του Παρισιού
Ο Μακρόν τιμά τον τελευταίο πλανόδιο εφημεριδοπώλη του Παρισιού
Στα 73 του, ο Αλί Ακμπάρ εξακολουθεί να διακινεί φύλλα της Le Monde στο κέντρο του Παρισιού, παρότι ελάχιστοι δείχνουν να ενδιαφέρονται. Ο ηλικιωμένος άνδρας άρχισε να πουλά εφημερίδες στους δρόμους της Αριστερής Οχθης του Σηκουάνα μόλις κατέφθασε στο Παρίσι από την πατρίδα του, το Ραβαλπίντι του Πακιστάν, τη δεκαετία του 1970.
Εκείνη την εποχή υπήρχαν δεκάδες μικροπωλητές, αλλά 52 χρόνια αργότερα είναι ο μόνος που έχει απομείνει. «Είμαι ο τελευταίος των τελευταίων», λέει στους Times του Λονδίνου, χαμογελώντας, χωρίς ιδιαίτερη πικρία. Επειτα από μισό αιώνα, ο Ακμπάρ θα χριστεί Ιππότης του Τάγματος της Αξίας –η δεύτερη υψηλότερη τιμή της χώρας– από τον πρόεδρο Μακρόν.
Η τελετή τον επόμενο μήνα στα Ηλύσια Πεδία θα επιτρέψει στους δύο άνδρες να θυμηθούν παλιές εποχές. Ο Μακρόν ήταν ανάμεσα σε φοιτητές του ελίτ Πανεπιστημίου Πολιτικών Επιστημών του Παρισιού στο οποίο ο Ακμπάρ πουλούσε την εφημερίδα Le Monde στα τέλη της δεκαετίας του 1990. Συχνά τον συναντούσε στα μπαρ του Καρτιέ Λατέν, όπου ο μελλοντικός πρόεδρος τον κερνούσε ένα ποτήρι κρασί.
Με τα χρόνια ο Ακμπάρ απέκτησε διασημότητα στο Σαν-Ζερμέν-ντε-Πρε, την περιοχή της γαλλικής πρωτεύουσας όπου κάποτε σύχναζαν φιλόσοφοι όπως ο Ζαν-Πολ Σαρτρ και η Σιμόν ντε Μποβουάρ, αλλά σήμερα αποτελεί πόλο έλξης για μπουτίκ ρούχων και τουριστικά εστιατόρια.
Τρέχοντας στα στενά δρομάκια με το ποδήλατό του και παρακάμπτοντας τα τραπεζάκια των καταστημάτων με τα πόδια, ο Ακμπάρ είναι μια γνώριμη φιγούρα, τόσο στους σερβιτόρους όσο και στους θαμώνες, με τη χαρακτηριστική κραυγή του «Ça y est!» («Αυτό είναι!») και την περιπαικτική αίσθηση του χιούμορ του. Οταν θεωρεί τον πρωτοσέλιδο τίτλο της Le Monde αδιάφορο, απλώς φωνάζει μια παρωδία του, δικής του έμπνευσης.
«Αυτό είναι, η Γαλλία σώθηκε, η Μαρίν Λεπέν δεν είναι πια ρατσίστρια», «Αυτό είναι, συνταξιοδότηση στα 35», «Αυτό είναι, ο Φρανσουά Μπαϊρού βρήκε 40 δισεκατομμύρια ευρώ» – μερικές από τις σαρκαστικές ατάκες του γύρω από τα πρωτοσέλιδα της εφημερίδας και τη γαλλική επικαιρότητα των τελευταίων ετών.
«Θα μπορούσα να γίνω καλός σκιτσογράφος», λέει στους Times, αν και παραδέχεται ότι γίνεται όλο και πιο δύσκολο να διασκεδάσει κανείς με την ειδησεογραφία. «Τόσοι πόλεμοι και δυστυχία δεν διευκολύνουν τη διακωμώδηση», εξηγεί, ρίχνοντας μια ματιά στον τίτλο της Le Monde σχετικά με τους δασμούς του Ντόναλντ Τραμπ.
Ωστόσο η ασεβής εκδοχή toy Akmp;arγια τα τρέχοντα γεγονότα γίνεται αποδεκτή ακόμα και στις τάξεις των σπουδαίων προσωπικοτήτων που συχνάζουν στην περιοχή. Στη διάρκεια των γύρων του όλα αυτά τα χρόνια, ο εφημεριδοπώλης έχει γνωρίσει, μεταξύ άλλων, την αείμνηστη βρετανίδα ηθοποιό Τζέιν Μπίρκιν και τον λαμπρό γάλλο φιλόσοφο Μπερνάρ-Ανρί Λεβί.
Τη δεκαετία του 1970, ένας «ευγενικός νεαρός άνδρας» τον κέρασε ένα φλιτζάνι τσάι στην μπρασερί Lipp δύο φορές. Δεν είχε ιδέα ποιος ήταν, μέχρι που τον είδε στην τηλεόραση λίγα χρόνια αργότερα. Ηταν ο βρετανός σούπερ σταρ της ποπ Ελτον Τζον.
Παρά την πρόσχαρη εμφάνισή του, ο Ακμπάρ πέρασε μια δύσκολη ζωή. Μεγάλωσε μέσα στη φτώχεια, εγκαταλείποντας το σχολείο για να εργαστεί ως υπάλληλος σε βενζινάδικο ως παιδί. Παραιτήθηκε από αυτή τη δουλειά για να αρχίσει να πουλά εφημερίδες στον σταθμό λεωφορείων του Ραβαλπίντι, χωρίς να υποψιάζεται τότε ότι αυτό θα γινόταν τελικά το επάγγελμά του.
Εμαθε μόνος του να διαβάζει και σε ηλικία 18 ετών ανακοίνωσε στη μητέρα του ότι θα πήγαινε στο εξωτερικό, υποσχόμενος ότι θα έβγαζε αρκετά χρήματα για να τη βοηθήσει να μεγαλώσει τα αδέλφια του. Χρειάστηκαν αρκετές προσπάθειες για να φτάσει στην Ευρώπη, αλλά τελικά πήγε στη Γαλλία, όπου εργάστηκε σε ένα εστιατόριο στη Νορμανδία, προτού κατευθυνθεί στο Παρίσι. Εκεί γνώρισε έναν αργεντινό πωλητή εφημερίδων, ο οποίος τον έβαλε στο επάγγελμα.
Ξεκίνησε πουλώντας τα καυστικά σατιρικά εβδομαδιαία περιοδικά της Γαλλίας. Μεταξύ αυτών και το Hara-Kiri, ένα ιδιαιτέρως έκφυλο εβδομαδιαίο έντυπο που δεν κυκλοφορεί πια. Στο εξώφυλλο του πρώτου τεύχους που του ζητήθηκε να πουλήσει υπήρχε μια εικόνα με τα οπίσθια μιας γυναίκας. «Το βρήκα σοκαριστικό», λέει στους Times, «αφού στο Πακιστάν θα με σκότωναν αν επιχειρούσα να το πουλήσω στον δρόμο». Το έκανε έτσι κι αλλιώς.
Στην εποχή πριν την έλευση του διαδικτύου ο Ακμπάρ πουλούσε δεκάδες αντίτυπα εφημερίδων την ημέρα. Τώρα αγωνίζεται να ξεφορτωθεί 30 φύλλα της Le Monde, συχνά τελειώνοντας αργά το βράδυ. Κρατάει για τον εαυτό του τη μισή τιμή του κάθε φύλλου των 3,80 ευρώ – και τα κέρδη του είναι τόσο αμελητέα που δεν θα άξιζαν τον κόπο αν δεν υπήρχαν τα φιλοδωρήματα (συχνά 20 ή 30 ευρώ) που του προσφέρουν οι εύποροι πελάτες του.
Εξακολουθεί να εργάζεται ως πωλητής εφημερίδων γιατί «αυτό είναι το πάθος μου», όπως λέει χαρακτηριστικά. Η δουλειά τον διατηρεί σε φόρμα και του αποφέρει τα απαραίτητα έσοδα. «Δεν θέλω να γίνω Ελον Μασκ, αλλά τα πάντα έχουν ακριβύνει τόσο πολύ που χρειάζομαι κάτι παραπάνω», λέει με χαμόγελο. Παρότι έχει περάσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στη Γαλλία, ο κόσμος εξακολουθεί να τον θεωρεί ξένο.
«Είμαι πλήρως ενσωματωμένος, αλλά λόγω του χρώματός μου και του ονόματός μου δεν είμαι πλήρως αποδεκτός», εξηγεί στους Times. Πιστεύει ότι ορισμένοι Παριζιάνοι τον περιφρονούν, προσθέτοντας ότι συχνά τρέφουν «περισσότερο σεβασμό για τους ανθρώπους που φορούν πουκάμισο και γραβάτα σε ένα γραφείο, ακόμα κι αν είναι απατεώνες – ενώ εμένα, ως έντιμο πωλητή εφημερίδων, με αγνοούν», λέει με παράπονο.
Προσθέτει ότι κάποιοι δεν τον θεωρούν έξυπνο άνθρωπο, «χωρίς να γνωρίζουν τίποτα για μένα, που έχω θυσιάσει τη ζωή μου για τους άλλους». Τήρησε την υπόσχεσή του στη μητέρα του, στέλνοντάς της χρήματα στο Πακιστάν, ενώ ταυτόχρονα μεγάλωνε πέντε παιδιά με τη σύζυγό του στη Γαλλία.
Ο Ακμπάρ παραδέχεται ότι νιώθει πληγωμένος από αυτό που θεωρεί έλλειψη σεβασμού εκ μέρους των Παριζιάνων για τις προσπάθειές του σε όλη του τη ζωή. Λέει ότι το Τάγμα της Αξίας θα βοηθήσει σε κάποιο βαθμό στην αποκατάσταση της τιμής και της αξιοπρέπειάς του. «Θα είναι κάτι σαν αντισηπτικό στις πληγές μου», λέει με πικρία.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News
