680
|

Κάπου αλλού

Μαρία Λούκα Μαρία Λούκα 24 Ιουνίου 2015, 22:45

Κάπου αλλού

Μαρία Λούκα Μαρία Λούκα 24 Ιουνίου 2015, 22:45

Πολλές φορές νομίζω ότι ανήκω στην πιο άτυχη γενιά αυτού του τόπου. Εκεί γύρω στα 30, που μεγάλωσε και σπούδασε την εποχή της «ισχυρής Ελλάδας» με ολόκληρο τον κόσμο να ανοίγεται μπροστά της και στραπατσαρίστηκε στο πρώτο βήμα που έκανε έξω από το Πανεπιστήμιο στην Ελλάδα της οικονομικής ύφεσης. Άλλες, πάλι, βουλιάζω στις ενοχές μου. Μαλώνω τον εαυτό μου γι' αυτόν τον εγωιστικό παροξυσμό. Πατάω ενέσεις εξορθολογισμού. Σκέφτομαι ότι το δικό σου πρόβλημα είναι πάντα εκείνο που σε μαγνητίζει και σε καθηλώνει. Αν το απωθήσεις, δεν θα σε ενοχλεί. Το πρόβλημα όμως είναι εκεί και πάλι. Δεν φεύγει. Γίνεται ερευνητικό πεδίο και ρεπορτάζ. Χιλιάδες λέξεις που γράφονται κάτω από τον τίτλο «χαμένη γενιά». Καμία όμως δεν μ’ ανακουφίζει. Δεν ήθελα να ανήκω σ’ αυτή την ταμπέλα. Ήθελα να ξεφύγω απ’ αυτόν τον προσδιορισμό. Κι η αλήθεια είναι ότι το κάνω καμιά φορά. Εντελώς αθόρυβα και μοναχικά, τα ζόρικα βράδια, τις αφόρητες Κυριακές, μέσα στο μετρό ή μπροστά από μια οθόνη ξεγλιστράω και σκέφτομαι ότι είμαι κάπου αλλού.

Κάπου αλλού, θα τελείωνα το Πανεπιστήμιο και θα έβρισκα δουλειά σ’ αυτό που επέλεξα ως επαγγελματικό προορισμό στη ζωή μου, σ’ αυτό που σπούδασα και λαχταρούσα να δοκιμαστώ. Δεν θα γινόμουν ένα νούμερο πίσω από μια υποδιαστολή στις μετρήσεις της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, ούτε θα ανακύκλωνα την απογοήτευσή μου σε κακοπληρωμένα πεντάμηνα voucher.

Κάπου αλλού, η εργασία θα ήταν δημιουργία και διαβατήριο αξιοπρέπειας. Ένα πεδίο να βγάζω όλη αυτή την ενέργεια που έχω, να ξεσκονίζω συνέχεια το μυαλό μου, να τσεκάρω όλα αυτά που έμαθα και να μαθαίνω κι άλλα. Δεν θα ήταν ένα διαρκές άγχος ανάμεσα σε άδεια γραφεία, μια απειλή ότι θα αδειάσει και το δικό μου, ένας μηχανισμός εξισωτισμού στον πάτο του βαρελιού γιατί «κάποιοι πληρώνονται λιγότερο» και «κάποιοι δεν πληρώνονται καθόλου».

Κάπου αλλού, θα έμενα στο διαμέρισμα που διάλεξα ανάμεσα σε χιλιάδες αγγελίες και πολύ ποδαρόδρομο, με τους αλλόκοτους πίνακες και τις κατασκευές από παλέτες, να περπατάω ξυπόλητη με νερά από το μπάνιο στην κρεβατοκάμαρα. Δεν θα το παρατούσα για να επιστρέψω στο παιδικό μου δωμάτιο, αυτό που η μαμά έκανε αποθήκη, να περπατάω μουτρωμένη αλλά πάντα να μαζεύω τα νερά στο μπάνιο.

Κάπου αλλού, θα ταξίδευα για να ανακαλύψω τον κόσμο, να γνωρίσω ανθρώπους και να χαζέψω τα πιο απίθανα μέρη. Θα ξεμυαλιζόμουν στο πρώτο σκίρτημα του καλοκαιριού και θα λιαζόμουν σε κάθε γωνιά αυτής της πόλης. Θα έβλεπα ταινίες στα θερινά σινεμά τα βράδια και θα ξενυχτούσα διαβάζοντας νουάρ μυθιστορήματα. Δεν θα ταξίδευα για να βρω δουλειά, αδιαφορώντας για τους ανθρώπους και τα τοπία, δεν θα στένευαν τόσο τα καλοκαίρια, δεν θα μου την έσπαγε ακόμα και ο ήλιος. Δεν θα πέρναγα τα βράδια μου βλέποντας τα δελτία των 8 και περιμένοντας μια χρεοκοπία προ πολλού συντελεσμένη. Δεν θα ξενυχτούσα διαβάζοντας για πολλοστή φορά τον λογαριασμό της ΔΕΗ.

Κάπου αλλού, θα βρισκόμασταν με τους φίλους μου πότε σπίτι για ταινία ή φαγητό, πότε έξω ξετρυπώνοντας ένα νέο στέκι. Θα περπατούσα τις νύχτες ανάμεσα σε ερωτευμένα ζευγάρια και πιτσιρίκια που γελάνε φωναχτά. Στο φανάρι θα σιγοτραγουδούσα στον ρυθμό που έπαιζε το ραδιόφωνο και στην είσοδο της πολυκατοικίας θα αντάλλαζα «καλημέρες». Δεν θα αποσύρονταν οι φίλοι μου είτε στη δική τους κατάθλιψη, είτε στη Γερμανία για δουλειά. Δεν θα περπατούσα τις νύχτες ανάμεσα σε χαρτόκουτα ανθρώπων που έχασαν τα πάντα και ψάχνουν μια γωνιά σε μια πένθιμη Αθήνα. Δεν θα χτυπούσα τόσο νευρικά την κόρνα στα κόκκινα και η είσοδος της πολυκατοικίας δεν θα γινόταν ένα κατώφλι διασταύρωσης κατεβασμένων βλεμμάτων.

Κάπου αλλού, δεν θα ήταν όλα μαγικά, ένα παραμυθένιο μέρος έξω από την πραγματική ζωή. Θα είχε και εκεί σκοτούρες, στεναχώριες και προβλήματα. Δεν θα είχε όμως μόνο αυτά. Η ζωή δεν θα ήταν μια διαρκής συμβίωση με την απώλεια… δικαιωμάτων, νοήματος και προοπτικής. Το εκκρεμές θα έφτανε και στην άλλη πλευρά, εκεί που ξαναφουντώνουν ατομικά και συλλογικά οράματα και χαράσσονται διαδρομές ελπίδας.

Δεν ξέρω αν θα πάω τελικά κάπου αλλού. Ξέρω όμως ότι αν παραιτηθώ απ’ αυτή τη σκέψη θα μείνω οριστικά «εδώ», σ' αυτή την παγωμένη στιγμή του χρόνου που μετράει πλέον μια πενταετία, να τσαλαβουτάω στο σκοτάδι, να αποδέχομαι τη ρετσινιά της χαμένης γενιάς ως πεπρωμένο και όλο αυτό να το αποκαλούμε «διάσωση».

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News