Το Νομπέλ Ειρήνης στον Τραμπ; Οταν το σύμβολο χάνει το νόημά του
Το Νομπέλ Ειρήνης στον Τραμπ; Οταν το σύμβολο χάνει το νόημά του
Το πιο σκανδαλώδες Νομπέλ Ειρήνης που δόθηκε ποτέ ήταν στον Χένρι Κίσινγκερ, το 1973, για τη «Συμφωνία του Παρισιού», που υποτίθεται ότι τερμάτιζε τον πόλεμο του Βιετνάμ.
Παρασκηνιακά, είναι πλέον γνωστό ότι ο Κίσινγκερ, υπουργός Εξωτερικών του Νίξον, συνομωτούσε με τον πρόεδρό του για να συνεχιστεί ο πόλεμος, ενώ βομβάρδιζε παράλληλα -και παράνομα- και μερικές γειτονικές χώρες. «Το να δώσεις στον Κίσινγκερ Νομπέλ Ειρήνης είναι σαν να δώσεις στον Τζακ τον Αντεροβγάλτη Νομπέλ Ιατρικής», είχε γράψει τότε στους New York Times ο σατιρικός συγγραφέας Τομ Λέρερ, ο οποίος μετά την απονομή αποσύρθηκε από τη σάτιρα· «μετά από αυτό, η ειρωνεία είναι νεκρή», είχε πει.
Εκανε λάθος. Η επανειλημμένη υποψηφιότητα του Ντόναλντ Τραμπ για το ίδιο βραβείο, με πιο πρόσφατη πρόταση αυτήν του Μπένιαμιν Νετανιάχου, αποδεικνύει ότι δεν υπάρχουν όρια στην ανθρώπινη ειρωνεία, αλλά ούτε και στα πολιτικά παιχνίδια που παίζονται «στην πλάτη» του πιο διάσημου βραβείου της ανθρωπότητας.
Το Νομπέλ Ειρήνης, ένα βραβείο που γεννήθηκε ως σύμβολο ελπίδας για την παγκόσμια ειρήνη, περνά μια διαρκή κρίση κύρους. Το πρόβλημα δεν είναι απλώς η πολιτικοποίησή του· είναι η βαθιά απαξίωση που προκαλεί η εργαλειοποίηση του βραβείου σε παιχνίδια διεθνούς επιρροής, και ακόμη χειρότερα, σε προσωπικές φιλοδοξίες πολιτικών με αμφιλεγόμενη (για να το πούμε ευγενικά) δράση. Η υποψηφιότητα του Τραμπ είναι απλώς το επιστέγασμα αυτής της κρίσης.
Ο Τραμπ έχει αυτό-προταθεί για τη συμβολή του στις «Συμφωνίες του Αβραάμ», που εξομάλυναν εν μέρει τις σχέσεις μεταξύ του Ισραήλ και αραβικών κρατών. Προτάθηκε επίσης για τον ρόλο του στην αποκλιμάκωση της έντασης μεταξύ Ινδίας και Πακιστάν, αλλά και για τις, χωρίς αποτέλεσμα, συνομιλίες του με τον Κιμ γιονγκ-Ουν. Στην πραγματικότητα όλα αυτά δεν έχουν φέρει κανένα σταθερό ειρηνευτικό αποτέλεσμα. Την ίδια στιγμή, ο Τραμπ είναι ο πιο απολυταρχικός ηγέτης που έχει περάσει ποτέ από τις ΗΠΑ, διαλύει τον κοινωνικό ιστό της χώρας και κάνει ό,τι του κατέβει στο διεθνές πεδίο. Η υποψηφιότητά του δεν είναι απλώς προβληματική. Είναι προσβλητική για την ίδια τη φύση του θεσμού.
Ιδιαίτερα μετά από τις ανοιχτές εθνοκαθαρτικές του προτάσεις για τη Λωρίδα της Γάζας, ο Τραμπ δεν θα έπρεπε να πλησιάσει ούτε ως καλεσμένος την αίθουσα απονομής του Νομπέλ Ειρήνης. Ο ίδιος φαίνεται ότι το επιθυμεί περισσότερο και από το καταριανό τζετ που απέκτησε πρόσφατα: «Αν υπάρχει ένα χαρακτηριστικό που καθορίζει την προεδρία Τραμπ, αυτό είναι η ακόρεστη ανάγκη του για επιβεβαίωση», είχε γράψει πρόσφατα η Washington Post.
Αυτό, από μόνο του δεν θα ήταν πρόβλημα, εάν η διεθνής κοινότητα -ακόμη και οι υπερεθνικοί και ανεξάρτητοι θεσμοί της, όπως τα Νομπέλ- δεν έδειχναν τόσο διατεθειμένοι να ικανοποιήσουν το σκανδαλωδώς κακομαθημένο πεντάχρονο που διευθύνει τον πλανήτη.
Το Νομπέλ Ειρήνης (όπως και το Λογοτεχνίας, αλλά με σαφώς μικρότερες συνέπειες) είναι «υποκειμενικά» βραβεία• δεν βασίζονται σε απτές επιστημονικές ανακαλύψεις, όπως τα βραβεία των φυσικών επιστημών. Ακόμη κι έτσι, όμως, η απονομή του βραβείου στον Κίσινγκερ, το 1973, σόκαρε τους πάντες. Ο Λε Ντιούκ Θο, ο βορειοβιετναμέζος διαπραγματευτής στον οποίον απενεμήθη εξ ημισείας το βραβείο, ήταν ο πρώτος -και μοναδικός μέχρι σήμερα- αποδέκτης που το αρνήθηκε.
Το 2009 το βραβείο πήγε στον Μπαράκ Ομπάμα, δίκην «καλών προθέσεων». Οι οποίες, όπως όλοι ξέρουμε, συχνά οδηγούν στην κόλαση και στην περίπτωση του Ομπάμα, η κόλαση αυτή ήταν οι συνεχιζόμενες, χωρίς ανάσα, επιθέσεις των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή. Ο Αμπίι Αχμεντ της Αιθιοπίας, βραβεύτηκε, το 2019, για την ειρήνη με την Ερυθραία, αλλά λίγο αργότερα προχώρησε σε εθνοκάθαρση στο Τιγκράι.
Αυτές και άλλες ανάλογες απονομές υπονομεύουν σταθερά το θεσμικό κύρος του Νομπέλ Ειρήνης. Ο κόσμος το χλευάζει και δεν το εμπιστεύεται πλέον ως έναν αυστηρό, ηθικό μηχανισμό ανάδειξης εκείνων που πραγματικά εργάζονται για την παγκόσμια ειρήνη. Μοιάζει όλο και περισσότερο με ένα εργαλείο συμβολισμού, ή ακόμη χειρότερα, διπλωματικής διαχείρισης.
Στο ενδιάμεσο, όμως, έρχονται κάποιες βραβεύσεις που μας υπενθυμίζουν την πραγματική του αξία: η Μαλάλα Γιουσαφζάι, ο δρ. Ντένις Μουκουέγκε, η ICAN (Εκστρατεία για την Κατάργηση των Πυρηνικών Οπλων), η UNHCR, είναι όλοι τους αποδέκτες που, χωρίς καμία αμφιβολία ή ηθικό αστερίσκο, αφιερώθηκαν στην ειρήνη. Το βραβείο τούς χάρισε διεθνή προβολή, όπως και στους σκοπούς που αντιπροσωπεύουν. Συνεπώς, παραμένει πολύτιμο.
Το πρόβλημα είναι η ασυνέπεια: όταν δίπλα στη Γιουσαφζάι βάζεις τον Κίσινγκερ, και δίπλα στον Μουκουέγκε ίσως μπει ο Τραμπ, το μήνυμα χάνει εντελώς τη δύναμή του.
Πολλοί ακαδημαϊκοί ζητούν ριζικές μεταρρυθμίσεις στον τρόπο επιλογής. Η βασική απαίτηση είναι η διαφάνεια: οι υποψηφιότητες παραμένουν μυστικές για 50 χρόνια, γεγονός που εμποδίζει τον δημόσιο έλεγχο. Παράλληλα, ζητείται η αναμόρφωση της νορβηγικής Επιτροπής, η οποία απαρτίζεται από πρώην πολιτικούς και δεν διαθέτει επαρκή διεθνή εμπειρογνωμοσύνη.
Αν ο θεσμός θέλει να παραμείνει ουσιαστικός, ή και να επιβιώσει, πρέπει να φύγει από τη λογική των «φωτογραφικών αναθέσεων» και να στραφεί σε μακροπρόθεσμο, χειροπιαστό έργο για την ειρήνη, τη δημοκρατία και τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Εξίσου αδιανόητο με κάποιους που το έχουν πάρει, είναι και το γεγονός ότι κάποιοι άλλοι άνθρωποι δεν το πήραν ποτέ: Ο Γκάντι προτάθηκε πέντε φορές και δεν τιμήθηκε ούτε μια. Εκπρόσωπος της νορβηγικής Επιτροπής είχε πει ότι «η απουσία του Γκάντι από τη λίστα των βραβευθέντων είναι η μεγαλύτερη αποτυχία στην ιστορία των Νομπέλ».
Ο Γκάντι ήταν υποψήφιος το 1937, το 1938, το 1939, το 1947 και το 1948. Την τελευταία χρονιά δολοφονήθηκε λίγο πριν την απονομή και η επιτροπή αποφάσισε να μην το δώσει σε κανέναν, λέγοντας ότι «δεν υπήρχε κατάλληλος εν ζωή υποψήφιος». Το ηθικό ερώτημα είναι προφανές: Δεν ήταν ο ίδιος ο Γκάντι πιο «εν ζωή» ως ιδέα από οποιονδήποτε άλλον;
Οσο άνθρωποι όπως η Ρόζα Παρκς δεν βραβεύτηκαν ποτέ, και άλλοι όπως ο Νέλσον Μαντέλα τιμήθηκαν με καθυστέρηση και μετά από τεράστιο πολιτικό κόστος, κουβεντιάζουμε σοβαρά την υποψηφιότητα ενός ανθρώπου που διεθνώς έχει συνδεθεί με τον διχασμό, τον ρατσιστικό λόγο, την ακύρωση διεθνών συμφωνιών και τη χρήση στρατιωτικής ισχύος, ενώ, επιπλέον, είναι και καταδικασμένος εγκληματίας.
Δεν φταίει, συνεπώς, η κοινή γνώμη όταν βλέπει πλέον το βραβείο σαν ανέκδοτο ή αναρωτιέται αν τελικά επιβραβεύει την ειρήνη ή την εξουσία.
Η μετατροπή του Νομπέλ Ειρήνης από τιμητικό σύμβολο παγκόσμιας ειρήνης σε παρωδία ιστορικής υποκρισίας έχει διευρυμένες συνέπειες. Η ανθρωπότητα χρειάζεται ηθικούς φάρους. Αποτελούν αντίβαρο στον πολιτικό κυνισμό και στη νεο-βαρβαρότητα. Οταν οι φάροι αυτοί σβήνουν, πλέουμε ακυβέρνητοι.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News
