Μια περούκα (τρεις φάσεις)
Μια περούκα (τρεις φάσεις)
Τη θυμάμαι εκείνη την ημέρα. Και ας πέρασαν επτά χρόνια. Τη θυμάμαι λεπτό προς λεπτό. Θυμάμαι και τη στιγμή. Ο Γιώργος με κοίταξε μέσα από τον καθρέπτη, η ματιά του με τρύπησε μέσα-κατάμεσα, μου χαμογέλασε αργόσυρτα καθησυχαστικά, μου έκλεισε το μάτι με ένα νεύμα-ερώτηση σαν «Ξεκινάω;», χωρίς να προφέρει λέξη. Του χαμογέλασα και του ένευσα, κλείνοντάς του επίσης το μάτι σε ένα «Πάμε!». Η μηχανή άρχισε να ξυρίζει το κεφάλι μου ως να ήταν γκαζόν. Τα μαλλιά έπεφταν στο πάτωμα. Σαστισμένη, χαζά χαμογελαστή, ήρθε ένα βούρκωμα που το έδιωξα με πείσμα, έψαχνε η ψυχή μου από πού στο διάολο να πιαστεί. Κάπου να πιαστεί… Με κοίταξα όσο δεν με έχω κοιτάξει ποτέ στη ζωή μου. «Κοριτσάκι μου» μου είπα και…
Πώς να σας το πω αυτό; Είναι τόσο ιερή διαδικασία-στιγμή. Γραπωμένη από τα ίδια μου τα ματιά, λες και μόνο αυτά ήταν η απόλυτη σανίδα στο πέλαγός μου… Τσουπ! Χώθηκα, μάλλον κύλησα μέσα μου και με συνάντησα μικρό παιδάκι. Με αγάπησα αστραπιαία, με συμπόνεσα όσο ποτέ, με χάρηκα ως δήθεν γενναία, τρυφερά με κορόιδεψα «Ασ’ τα αυτά σε μένα»… Ρεάκι μου, με προσφώνησα.
Και ύστερα από αυτό, ήμουν τόσο έτοιμη για τη συνέχεια. «Πάμε» μου είπα, «τη Δευτέρα η πρώτη χημειοθεραπεία». Εκείνη τη μέρα ο Γιώργος μού στερέωσε-κάρφωσε μια περούκα. «Δεν την κουνάει τίποτα» είχε πει. Βγήκα δήθεν ίδια με πριν, αλλά και άλλη. Το Λιλάκι μου ήταν δίπλα μου, η κόρη μας. Είχε εμπνευστεί μια ωραία ιστορία για τα εγγόνια μου. «Τα δέντρα ρίχνουν τα φύλλα τους τον χειμώνα και μετά τα ξαναποκτούν. Ετσι και η γιαγιά». Μα δεν είναι ωραία ιστορία; Τότε είχα γράψει το χρονογράφημα με τίτλο «Γυναίκα χωρίς φύλλωμα».
Την επόμενη μέρα είχε αέρα πολύ. Περπατούσα με τον πολύτιμό μου αμήχανη, φοβισμένη, ανήσυχη, άμαθη. «Λες να μου την πάρει ο αέρας;» έλεγα μέσα μου. Καθίσαμε για καφέ, ένα σωρό μπερδεμένα συναισθήματα. Ηρθε και μια φίλη ετών. Δεν ξέρω αν ήταν η στιγμή αλλά ο τρόπος που μου μίλησε γνωρίζοντας τη δυσκολία της στιγμής μου ήταν καθοριστικός. Λειτούργησε καθοριστικά στην ψυχή μου. «Αν αυτή την ώρα δεν με ένιωσε, τότε δεν με ένιωσε ποτέ». Ηταν η πρώτη εκκαθάριση. Θυμάμαι μια φράση της Ντόρας, μιας συν-αδελφής… Πολλές συν-αδελφές και πολλούς συν-αδελφούς απέκτησα και ακόμα πολλούς θα αποκτήσω.
Οι survivors, όσοι δηλαδή έχουν περάσει ή περνούν μάχη με τον καρκίνο, είναι πια μια τεράστια κοινότητα, μια σέχτα. Σου έρχεται να αγκαλιαστείτε. Οποιος κερδίζει μάχη, είναι σαν να την κερδίζουν όλοι. Κι όποιος τη χάνει, είναι σαν να τη χάνουν όλοι. Τι σας έλεγα; Α! Για την πρώτη εκκαθάριση και μια φράση της Ντόρας. «Οποιον αποχαιρετούσα, το έκανα με ευγνωμοσύνη και αγάπη» είχε πει στο αντίστοιχο επεισόδιο της «Κεραίας». Σωστά το είχε πει! Ακολούθησαν κι άλλες εκκαθαρίσεις. Ησυχες. Οπως σταματάει λεωφορείο. Αλλος κατεβαίνει σε μια στάση, άλλος συνεχίζει και μερικοί σε φτάνουν στο τέρμα. Ε, δεν γίνεται να βγάλεις κι ολόκληρη τη διαδρομή με τους ίδιους. Οσους αξιώνεσαι να έχεις δίπλα σου, ευγνώμων να είσαι. Είμαι.
Αρκετό καιρό μετά, η περούκα άρχισε να με ενοχλεί. Ξεκίνησα από τον μικρό μου γιο. «Τόσο παρατηρητικός που είσαι, πουλάκι μου, πώς και δεν έχεις αντιληφθεί ότι φοράω περούκα;», «Το έχω καταλάβει από την πρώτη στιγμή. Οποτε θες, βγάλ’ την» μου χαμογέλασε. Ημασταν στο τραπέζι της κουζίνας. Είχαν μαγειρέψει με τον πατέρα του και είχαν χαρά για τη δημιουργία τους. Αργά και με τρακ την έβγαλα. Συνεχίσαμε τις κουβέντες μας. Θα τους το χρωστάω πάντα. Οπως και τη φράση του συντρόφου, «μην ξαναμακρύνεις τα μαλλιά σου ποτέ».
Αρχισα να φοράω μαντίλια. Αγόρασα και μερικές περούκες με χρώματα και έπαιζα ονόματα. Με την ξανθιά ήμουν η Ντόροθι. Οι χημειοθεραπείες προχωρούσαν. Στους γιατρούς είχα παραδώσει τη θεραπεία βάσει της επιστήμης τους, ενώ σε μένα είχα παραδώσει την ψυχή-ψυχούλα μου να τη γνωρίσω ακόμα καλύτερα. Τα έχω γράψει και στο βιβλίο μου «Το Ψυχόμετρο». Οπως οι αίθουσες αυτών των θεραπειών είναι στο μείον 1, μείον 2 των νοσοκομείων, έτσι και κατεβαίνεις τους ορόφους μέσα σου. Μια μέρα πέταξα κάθε επικάλυψη. Ουφ!
Η αρρώστια δεν είναι ντροπή. Ηταν η πιο απελευθερωτική στιγμή της ζωής μου και πάντα έτσι θα τη θυμάμαι. Κάθε πόρος του δέρματος, και της ζωής μου του «δέρματος», έβγαλε ένα «Αντε και γαμηθ…, όλοι! Επιτρέψτε μου να με νιώσω, εμένα την ίδια, να με νοιαστώ, αδιατάρακτη από τα βλέμματά σας!». Μία η ζωή του καθενός μας. Καλά το λένε, δεν είναι πρόβα. Ασχοληθείτε με τη δική σας κι εγώ με τη δική μου. Ολα αυτά τα ένιωθα, όχι ως μανιφέστο, αλλά ως μαγευτική γνωριμία με τη ζωή. Την επιτομή της ζωής. Της ζωένιας.
Διαβάζω για την περούκα ή μη της Κέιτ Μίντλετον, πριγκίπισσας της Ουαλίας. Ψάχνουν παλιές φωτογραφίες της και μετράνε τρίχες. Ηδονίζονται να ψαχουλεύουν το κάθε τι. Εκσπερματώνουν για το τι βρήκαν! Πώς κατάντησε έτσι ο κόσμος, μωρέ! Τι θλιβερές φθηνοκουτσομπόλες απ’ άκρη σ’ άκρη; Τι αδιανόητη απενοχοποίηση της φτήνιας, της κακίας, της μοχθηρίας, του υπανθρωπισμού! Τι φρίκη! Ζούμε την απενοχοποίηση κάθε είδους φρίκης. Τόση τοξικότητα που μας διαποτίζουν τόσο τα ΜΜΕ των ημερών μας, όσο και το διαδίκτυο.
Ο τοξικός άρρωστος, περί αρρώστιας πρόκειται, δεν έχει ελπίδα θεραπείας αφού συναντάει και τον όμοιό του, τον άλλον άρρωστο και γίνονται πολλοί! Μπορεί να απλώσει σε κοινή θέα αυτά για τα οποία θα έπρεπε να ντρέπεται. Το λες και το τέλος της ντροπής. Η χειρότερη νόσος. Η ψυχή μου εκβράζει ένα «Τι κρίμα!» που δεν σώνεται με τίποτα. Ενα «Τι κρίμα» όχι για εκείνη αλλά για τους «απέναντι» της. Τόσο καπαρωμένη την έχουν την υγεία; Τόσο δεν φοβούνται πια τον όποιον Θεό οι άνθρωποι;
Η Κέιτ στην Αγγλία, η Ντόρα, η Ελλη, η, η, η, ο, ο, ο… Στέλνω σε όλους σας μια αγκαλιά, να! Μαζί με μια ευχή: να φτύσει η ψυχή σας ένα «Αντε και γαμηθ…. Ολοι!» και να συντροφεύσετε τον εαυτό σας αγέρωχα σε κάθε στιγμή κι αυτού του ταξιδιού. Νομίζω σας αγαπώ. Πολύ. Σαν να σας γνωρίζω.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News
