«Ξέρεις πόσο πάνε οι ξαπλώστρες στη Μύκονο;»
«Ξέρεις πόσο πάνε οι ξαπλώστρες στη Μύκονο;»
Την εποχή που ο Γιώργος Βαρδινογιάννης ήταν πρόεδρος στον Παναθηναϊκό, όταν κάποιος παίκτης τού ζητούσε αύξηση η απάντηση ήταν στάνταρ: «Ξέρεις πόσα λεφτά παίρνει ο Βαζέχα;» Κανείς δεν ήξερε πόσα παίρνει ο Βαζέχα, και επειδή με το ύφος που το έλεγε ο Γιώργος άφηνε να υπονοηθεί ότι το ποσόν ήταν μηδαμινό, κανένας δεν τολμούσε να συνεχίσει τη συζήτηση. Το 2025 ο αντίστροφος «Βαζέχα» στις παραλίες είναι οι ξαπλώστρες της Μυκόνου και μικροί Βαρδινογιάννηδες αυτοί που τις νοικιάζουν.
«Ξέρεις πόσο έχουν πάει οι ξαπλώστρες στη Μύκονο;» Δεν ξέρεις. Το πιθανότερο είναι ότι ούτε αυτός ξέρει. Το διάβασε όμως σε ένα σάιτ στο ίντερνετ. Με κάθε λεπτομέρεια. Ξέρει ότι στην Ξερή Φτελιά η ξαπλώστρα δίπλα στο κύμα κάνει 300 ευρώ, ενώ στη Φτελή Ξεριά, δίπλα στους καμπινέδες, κάνει 200. Δεν μπορεί λοιπόν αυτός να χρεώσει στην παραλία της Κρεολής (πρώην Κακόριζα) τη διπλή ξαπλώστρα ένα πενηντάρικο; Φυσικά μπορεί. Οπως φυσικά μπορεί να φτιάξει ξαπλώστρες δύο ορόφων, ξαπλώστρες-πολυκατοκίες ή ό,τι άλλο σκεφτεί. Φτάνει η παραλία να είναι δικιά του. Επειδή όμως δεν είναι, καθώς τη νοίκιασε από το κράτος, το οποίο εκτός από τις αποστάσεις θα έπρεπε να ασχοληθεί και με το αισθητικό αποτέλεσμα, μερικές σκέψεις.
Παραλίες δημοτικές, του ΕΟΤ, κατασκηνώσεων, του ΠΙΚΠΑ, ιδιωτικές, και πάει λέγοντας, υπήρχαν από τη δεκαετία του ’60. Και οι τιμές κυμαίνονταν. Από τα ψιλά που στοίχιζε η είσοδος στη Βουλιαγμένη μέχρι τα περισσότερα που έκανε η είσοδος στον Αστέρα (όπου οι δημοσιογράφοι, για τους αγώνες που είχαμε κάνει, μπαίναμε τσάμπα).
Μουρμούρες επίσης υπήρχαν πάντα. Από τις τιμές των εισιτηρίων στις δημόσιες πλαζ μέχρι τα κολοβακτηρίδια στη θάλασσα της Βουλιαγμένης και τις ρακέτες στην παραλία. Κανένας όμως δεν είχε ασχοληθεί με την ξαπλώστρα –που ήταν ένα δευτερεύον αξεσουάρ της παραλίας, σπανιότερο από την καρέκλα πλιάν με την ασορτί τέντα ή, στην περίπτωση των εναλλακτικών, το παρεό στηριγμένο στα καλάμια για σκιά.
Οπως όμως με τα κουνέλια στην Αυστραλία, η ξαπλώστρα θα αποδεικνυόταν η καταστροφή της ελληνικής παραλίας του μέλλοντος.
Για να είμαι δίκαιος, η ξαπλώστρα απάλλαξε τις παραλίες από τις οικογένειες με βησιγοτθικές επιρροές, που δεν πήγαιναν για να κάνουν μπάνιο, αλλά για να τις καταλάβουν. Διατηρώντας τις βαρβαρικές παραδόσεις που λένε ότι η περιοχή που επισκέφθηκε η φυλή χρειάζεται δύο σεζόν για να συνέλθει. Επίσης απάλλαξε τις παραλίες από την κατάρα τού «συγγνώμη, μπορείτε να μας πετάξετε πίσω την μπάλα;» των ξυλορακετάδων, που πίστευαν ότι οι υπόλοιποι είναι επίδοξα ball boys. Από την άλλη, οι ξαπλώστρες κατέστρεψαν τις παραλίες. Κυρίως αισθητικά.
Η παραλία είναι σαν στρατόπεδο όπου οι φαντάροι έστησαν τις σκηνές τους. Αν ξάπλωνα, αντί να ρωτήσω τον διπλανό πόσο θα μείνει στο νησί, θα τον ρωτούσα πότε απολύεται. Καλύτερες βέβαια οι σκηνές του στρατού από εκείνα τα κρεβάτια αραβικής αισθητικής με ουρανό και τούλια, που όταν ανέβαινες περίμενες να ακούσεις τον Γιάννη Βογιατζή να τραγουδάει το «Η πρώτη μας νύχτα αργά θα κυλήσει», αλλά αμφότερα δεν είναι παραλία.
Παραλία, όπως τουλάχιστον εγώ την αντιλαμβάνομαι: Τη χρυσή εποχή του παραθερισμού –και όχι τουρισμού– του ’80. Οταν μπορούσες να κολυμπήσεις, να στεγνώσεις στον ήλιο στην παραλία και να πας να πιεις την μπίρα σου στο κιόσκι ακούγοντας UB40 και βλέποντας μπροστά σου την παραλία και όχι το στρατόπεδο Σακέτα σε καλοκαιρινή ντάγκλα.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News
