1067
| Shutterstock/ CreativeProtagon

Κι αν δεν έρθουν οι τουρίστες;

Μαρία Δεδούση Μαρία Δεδούση 13 Ιουλίου 2025, 22:26
|Shutterstock/ CreativeProtagon

Κι αν δεν έρθουν οι τουρίστες;

Μαρία Δεδούση Μαρία Δεδούση 13 Ιουλίου 2025, 22:26

Είδα τον Ν. στο χωριό. Μου σέρβιρε τον καφέ στην οικογενειακή (του) επιχείρηση. «Πώς πάει το πανεπιστήμιο;», τον ρώτησα. Πέρυσι έδωσε Πανελλήνιες και πέρασε σε μια οικονομική σχολή, στη μεγάλη πόλη του νομού, όπου και ζει μόνιμα. Σήκωσε τους ώμους αμήχανα. «Πέρασες κανέναν μάθημα;». Παύση μερικών δευτερολέπτων, διότι τον ξέρω από παιδί και εκείνος, με τη σειρά του, ξέρει ότι θα τον κράξω γι αυτό που ετοιμαζόταν να μου πει. Βαθιά ανάσα: «Θα τα παρατήσω μάλλον». 

Μου έπεσε το σαγόνι. «Τόσος κόπος για να μπεις και θα τα παρατήσεις;». Με κοίταξε στα μάτια, χαμογέλασε πλατιά και άνοιξε τα χέρια διάπλατα: «Το μέλλον είναι εδώ, κυρία Μαρία». 

Εννοούσε, προφανώς στις πολλές οικογενειακές επιχειρήσεις, στο χωριό, που πιάνουν όλο το φάσμα του τουρισμού, από εστίαση μέχρι καταλύματα κάθε είδους. Επιχειρήσεις που ανθούν όσο το χωριό αναπτύσσεται τουριστικά και κάποια μέρα, μοιραία, θα περάσουν στη δική του γενιά. Είχα την ερώτηση στην άκρη της γλώσσας μου, αλλά δεν τη σπάς έτσι, με το «καλημέρα» σε έναν 19χρονο: «Κι αν, αγαπημένο μου παιδί, κάποιο πρωί δεν έρθουν οι τουρίστες;». 

Την ίδια ερώτηση κάνω, όμως, όλο και πιο συχνά, στους μεγαλύτερους ανθρώπους του χωριού, των οποίων η εμπλοκή με τον τουρισμό όχι απλώς μεγαλώνει χρόνο με το χρόνο, αλλά γίνεται και μελλοντική προβολή: Να ξεπατώσω το τάδε χωράφι να το κάνω ρουμς· να ανοίξω κι άλλο μαγαζί· να ανεβάσω τις τιμές· να κάνουμε το χωριό Σαντορίνη (αν όχι Ακαπούλκο)· να, να, να… 

Η πιο συχνή απάντηση που έχω πάρει ως τώρα είναι «σιγά μην σταματήσουν να έρχονται», κάτι όχι ιδιαίτερα τεκμηριωμένο. Δεν υπάρχει τίποτε που να εγγυάται ότι ένα προϊόν σαν τον τουρισμό θα έχει βέβαιη συνέχεια. Κυρίως επειδή υπάρχουν δεκάδες αστάθμητοι παράγοντες που μπορούν πανεύκολα να το επηρεάσουν. Κι επειδή ο τουρισμός δεν είναι προϊόν, είναι υπηρεσία. Δεν είναι σαν το χωράφι που μπορεί να μην βγάλει ελιές μια χρονιά, αλλά θα επανέλθει, νομοτελειακά, και θα συνεχίσει να βγάζει για πάντα. 

Οι τουρίστες δεν φυτρώνουν. Δεν τους ποτίζεις και τους έχεις κάθε χρόνο. Τους έχεις επειδή θέλουν να έρθουν. Και μπορούν. Θα θέλουν και θα μπορούν για πάντα, σκέφτεται ο άλλος. Τι θα μπορούσε, εξάλλου, να πάει στραβά, σε μια χώρα τόσο πολυτραγουδισμένη για τον ήλιο, τις παραλίες, τα αρχαία της και τη χωριάτικη σαλάτα της; 

Διάφορα. Θα μπορούσε, σε ένα εξαιρετικά απίθανο σενάριο, ένας Κινέζος να φάει έναν βρωμερό παγκολίνο σε μια υπαίθρια αγορά του Σενζέν και να μείνουμε όλοι ακίνητοι για δύο χρόνια. Ή και περισσότερο. Ο τουρισμός στην Ελλάδα εμφάνισε πτώση κατά 74,7% το 2020 έναντι του 2019, το μερίδιό του στο ΑΕΠ έπεσε από 20% στο 5,5% και χάθηκαν -προσωρινά ή μόνιμα- 250.000 θέσεις εργασίας, στον συγκεκριμένο τομέα. Αν δεν είχε βρει η κυβέρνηση τα 30 δισ. που άφησαν οι προηγούμενοι, θα είχαμε δέσει οι μισοί μια πέτρα στο λαιμό μας. Παρά κι αυτά τα 30 δισ. όμως, πολλές επιχειρήσεις -και άνθρωποι- καταστράφηκαν. 

Το εκπληκτικό είναι ότι όλα αυτά συνέβησαν μόλις πριν από πέντε χρόνια κι όμως, στο συλλογικό μας ασυνείδητο είναι σαν να μην έγιναν ποτέ. Και δεν φαίνεται να αντλήσαμε χρήσιμα μαθήματα από αυτήν την περιπέτεια. Οπως, για παράδειγμα, ότι όταν εξαρτάς σχεδόν απόλυτα την οικονομία σου από ένα τόσο ευάλωτο «προϊόν», εκτίθεσαι σε μεγάλους και απρόβλεπτους κινδύνους. 

Δεν μιλάω μόνο για τη συνολική οικονομία της χώρας, διότι αυτή είναι σύνθετη και έχει τρόπους και εργαλεία για να ανακάμπτει, ή να «εξαφανίζει» τις λογιστικές ζημιές. Μιλάω, κυρίως, για τις τοπικές μικροοικονομίες, οι οποίες συναρτούν, πλέον, την ύπαρξή τους με την έλευση του τουρίστα. 

Τα μαθήματα συνεχίζουν να έρχονται, αλλά εμείς συνεχίζουμε να τα αγνοούμε: Στις 3 Ιουνίου, η Πανελλήνια Ναυτική Ομοσπονδία (ΠΝΟ) κήρυξε 48ωρη απεργία στα πλοία της γραμμής Πάτρα – Ηγουμενίτσα – Ιταλία, καταγγέλλοντας ελλείψεις προσωπικού και υπερεργασία. Επειδή, τα αιτήματά τους αγνοήθηκαν, στις 16 Ιουνίου κήρυξαν νέα απεργία, 10ήμερη αυτήν τη φορά. Επεσε πολύ κλάμα εδώ (στην Πελοπόννησο είναι το εδώ), διότι ο Γερμανός, ο Αυστριακός και ο Ολλανδός τουρίστας, το λάδι στην τουριστική μηχανή του τόπου, δηλαδή, ξέμεινε στο ονειρεμένο Μπάρι, να τσακώνεται με τον ιταλό λιμενικό. 

Οι ναυτεργάτες κέρδισαν και μπράβο τους, αλλά εμείς χάσαμε περίπου 15.000 τουρίστες, γίναμε άνω κάτω με τις κρατήσεις, ενώ -το πιο σημαντικό- οι ξένοι που επρόκειτο να έρθουν αργότερα οδικώς άρχισαν να αγωνιούν ή και να ακυρώνουν. Φανταστείτε να γινόταν η απεργία Ιούλιο, ή και Αύγουστο. 

Αντίστοιχα, φανταστείτε να γίνονταν οι σεισμοί στη Σαντορίνη τον Ιούνιο. Δεν ρωτάει ο σεισμός αν έχεις τουριστική πληρότητα, δεν τον ενδιαφέρει. Η σεζόν θα πήγαινε στον πάτο και ένα ολόκληρο νησί που κυριολεκτικά ζει από τον τουρισμό θα καταστρεφόταν οικονομικά. 

Δεν είμαι μάντης κακών. Απλά μαθηματικά είναι όλα αυτά. Οπως απλά μαθηματικά είναι και το γεγονός ότι η τρέχουσα εργαλειοποίηση των μεταναστών στην Κρήτη, για πολιτικούς σκοπούς και με στόχο να εκφοβίσουν το ευρύ κοινό ώστε να αποδεχθεί απαράδεκτες μεταναστευτικές πολιτικές, τρομάζουν, τελικά, πιο πολύ τους ξένους. Ο άλλος, όσο και να συμπονά τους μετανάστες, δεν θέλει να πάει διακοπές σε ένα μέρος που θα καταφτάνουν δίπλα του. Δεν το σκέφτεται, άραγε, κανείς αυτό; 

Αρκεί να δει κανείς τις ομάδες, στα σόσιαλ, που ασχολούνται με το θέμα «διακοπές στην Ελλάδα». Μόλις σκάει μια κρίση αρχίζουν να ρωτάνε ο ένας τον άλλον «εάν η Ελλάδα είναι ασφαλής». Κάθε είδους κρίση, ακόμη και γεωπολιτική. «Φτάνουν οι ιρανικοί πύραυλοι την Ελλάδα;», ήταν μια ερώτηση που έπαιξε πολύ πριν από λίγες εβδομάδες. «Ε, μην πας κι εσύ στην Κρήτη», ήταν η απάντηση. Να πώς γίνεται η γκέλα. Ομοίως, όταν το ξεφτιλίζουμε με τις τιμές, τα νέα κυκλοφορούν πιο γρήγορα και από την ταχύτητα του φωτός: «Καλύτερα Αλβανία. Μέχρι να ακριβύνει κι αυτή». Αλλα ζητήματα που τους επηρεάζουν; Ο υπερτουρισμός, οι θλιβερές εικόνες από τον συνωστισμό σε λιμάνια και μνημεία, οι φωτιές και οι καύσωνες (ζητήματα κλιματικής αλλαγής γενικότερα), η υπερεκμετάλλευση των παραλιών και η οικοδόμηση φαραωνικών ξενοδοχειακών μονάδων: «αυτή δεν είναι η Ελλάδα που αγαπήσαμε».  

Δεν είναι βλήματα οι τουρίστες, ούτε έχουν υπογράψει συμβόλαιο ότι θα έρχονται σε μας μέχρι να πεθάνουν. Το θέμα είναι ότι εμείς έτσι νομίζουμε. Και κάθε χρόνο ζούμε την ημέρα της μαρμότας: Αισιοδοξία τον Απρίλιο και το Μάιο, οι πρώτες ανησυχίες τον Ιούνιο, αγωνία τον Ιούλιο, πανικός τον Αύγουστο και απολογισμοί τον Σεπτέμβριο. Και μετά, νέες «επενδύσεις», συχνά με χρήματα που δεν υπάρχουν, σε ρουμς και ομπρελάδικα. Που αν μείνουν άδεια, θα πεινάσει το σύμπαν.

Και πάντα, ακόμη και στη διάρκεια της σεζόν, το ίδιο ερώτημα, που δεν το λέει κανείς δυνατά, αλλά πλανάται μόνιμα, πλέον, πάνω από την Ελλάδα: «Κι αν δεν έρθουν, φέτος, οι τουρίστες;». 

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News

Διαβάστε ακόμη...

Διαβάστε ακόμη...