2110
| CreativeProtagon

Η δική μας προσωπική Κρήτη

Λένα Παπαδημητρίου Λένα Παπαδημητρίου 16 Νοεμβρίου 2025, 07:45
| CreativeProtagon

Η δική μας προσωπική Κρήτη

Λένα Παπαδημητρίου Λένα Παπαδημητρίου 16 Νοεμβρίου 2025, 07:45

Η ιδέα ξεκίνησε καθώς μιλούσα με μια νεαρή φίλη, 29 ετών, μια εκπρόσωπο δηλαδή της Γενιάς Ζ, που μεγάλωσε στην Κρήτη, αλλά ζει και εργάζεται από τα 18 της στην Αθήνα. Κάποια στιγμή τη ρώτησα τυχαία αν τη σόκαραν όσο και εμένα (που δεν είμαι από εκεί) τα της βεντέτας. Ενώ αρχικά μου απάντησε «Ναι!», κουβέντα με την κουβέντα άρχισε να μου ξεδιπλώνει στιγμές της ζωής της εκεί –από τα παιδικά της χρόνια αλλά και πιο πρόσφατες (αφού η μάνα της ζει πάντα στο νησί)–, που με άφησαν άφωνη. Περισσότερο, δε, επειδή προέρχονταν από μια νέα γυναίκα ανεξάρτητη και προοδευτική, με «ανοιχτές» σπουδές και «ανοιχτό» μυαλό, με septum στη μύτη και γκέι «κολλητούς», που πόρρω απέχει από σασμούς και μαυροπουκαμισάδες.

Μεταξύ άλλων, η 29χρονη, «παιδί της πόλης» («πιο πολύ Χανιώτισσα νιώθω, παρά Κρητικιά»), μου είπε ότι σε ηλικία τεσσάρων ετών, σε ένα πανηγύρι σε κάποιο ορεινό χωριό κοντά στα Σφακιά, της έβαλαν ένα όπλο στο χέρι και την έβαλαν να «παίξει» πίσω από την εκκλησία· σαν σε ταινία, σκόπευε μπουκάλια μπύρας. «Η μητέρα μου σήμερα απορεί πραγματικά με τον εαυτό της πώς με είχε αφήσει!» σχολιάζει. Είχε δε ανατείλει ο 21ος αιώνας, όταν από βαρεμάρα καθόταν και μάζευε, παρέα με άλλα πιτσιρίκια, τους κάλυκες από τις σφαίρες, για παιχνίδι… «Δεν μας άρεσαν οι γυαλιστεροί, ψάχναμε πάντα τους πιο παλιούς!»

Κάποια χρόνια μετά, σε ένα άλλο πανηγύρι σε χωριό της ίδιας περιοχής, θυμάται που ένας μεγαλύτερης ηλικίας συγγενής «αρπάχτηκε» με κάποιον. «Πήγε να βγει όπλο» αφηγείται. «Και μας έβαλαν, τα παιδιά, άρον άρον στο αυτοκίνητο και φύγαμε σαν κυνηγημένοι. Για πολλά χρόνια δεν γυρίσαμε σε εκείνο το μέρος. Θυμάμαι πήγαινα πια Γυμνάσιο και έβλεπα για καιρό εφιάλτες ότι αυτοί θα έρθουν να μας βρουν».

Στο ίδιο δύσβατο («γεμάτο καταχτύπια») και πανέμορφο μέρος βρέθηκε το φετινό καλοκαίρι για εκδρομή με τον σύντροφό της. Ενας παππούς που είχε εκεί μια παράγκα τούς έδωσε νερό, τους φίλεψε τυρί και παξιμάδια, αλλά όταν έμαθε ότι ο νεαρός κατάγεται από τη Μάνη αναφώνησε –προς αποτροπιασμό του νεαρού ζεύγους–όλος ενθουσιασμό: «Χανιώτες, Σφακιανοί και Μανιάτες, όλοι φονιάδες είμαστε!»

Ακούγοντας αυτά, σκέφτηκα να ψάξω στον ευρύτερο κοινωνικό μου περίγυρο και να προσεγγίσω μερικούς ακόμη «τέτοιους» ανθρώπους διαφορετικής ηλικίας, μορφωτικού και κοινωνικού επιπέδου. Που να έχουν έναν σταθερό στενότατο δεσμό με την Κρήτη, να την αγαπούν, αλλά, κυρίως λόγω συνθηκών, να διατηρούν μια απόσταση (ιδεολογική, συναισθηματική ή γεωγραφική) από αυτήν. Να έχουν δηλαδή μια ματιά ελαφρώς διαθλαστική, που να τους επιτρέπει να πουν τι τελικά «παίζει» (με όλες τις συνδηλώσεις του το ρήμα) εκεί στο νότιο άκρο του Αιγαίου. Και να μου μιλήσουν για τη δική τους Κρήτη, αυτή που τούς τραβάει αλλά και αυτή που τους διώχνει μακριά (σ.σ.: Για να μην ανοίξουν άλλα «οικογενειακά» –όπως αποκαλούν οι ντόπιοι τις «βεντέτες»– στο κείμενο δεν χρησιμοποιώ τα αληθινά τους ονόματα).

Μιλώντας τους δεν μπορείς να μη διακρίνεις τα κοινά μεταξύ τους. Βγάζουν μάτι! Η προθυμία να μιλήσουν για το θέμα, σαν κάποιος να τους έδωσε επιτέλους το βήμα να πουν αυτά που εδώ και μέρες σκέφτονται αλλά δυσκολεύονται να εκφράσουν. Η θλίψη για όλα αυτά που συμβαίνουν, αλλά και ο εκνευρισμός για το αντικρητικό μένος που έχει διασπείρει η όλη κατάσταση. Το ότι κανείς, μα κανείς τους δεν σοκαρίστηκε πραγματικά με τα τεκταινόμενα στα Βορίζια. Η αγάπη για την κρητική παράδοση, τα έθιμα κ.τ.λ. Ο φόβος για τους δρόμους της Κρήτης, (τον ΒΟΑΚ, που είναι σκέτη σκοτώστρα), αλλά και τους δεκαπεντάχρονους βαρύμαγκες που παίρνουν το τιμόνι και όποιον πάρει ο Χάρος («Οταν κατεβαίνουμε με τα παιδιά δεν πάμε από την Εθνική, προτιμάμε τους παλιούς δρόμους», μου λέει ένας εξ αυτών).

Στα κοινά τους, επίσης, μια έντονη ενδο-εντοπιότητα (π.χ. άλλο οι άνθρωποι των χωριών, άλλο των πόλεων, ή «Εμείς στα Χανιά είμαστε πιο σνομπ. Σε σχέση π.χ. με το Ηράκλειο, είμαστε κάπως σαν το Ναύπλιο με το Αργος»). Αλλά και η διαβεβαίωση ότι δεν ασπάζονται σε καμία περίπτωση τη «θερμόαιμη» κουλτούρα και το κρητικό ζοριλίκι.

Και last but no least, η εξ απαλών ονύχων εξοικείωση με φαρ ουέστ «σκηνικά», όπου ο ένας τραβάει στον άλλο όπλο στη μέση του δρόμου – η αστυνομία θα έρθει, αλλά «εντάξει, δεν πάθαμε και τίποτα», κανείς δεν θα κάνει μήνυση.

Γιαλαντζί Κρητικοί

Η 52χρονη Κατερίνα Π. είναι από τη Σάμο αλλά παντρεύτηκε Κρητικό και ζει στο νησί από τα 23 της. «Οταν πρωτοήρθα –τώρα πια έχω ενσωματωθεί, δεν το βλέπω– μού είχε κάνει εντύπωση η υπέρμετρη αγάπη που έχουν για τον τόπο τους. Μου άρεσε γιατί ήμουν από ένα μικρό ακριτικό νησί και δεν το είχαμε αυτό». Μια φορά, πολύ νέα ακόμη τότε, σε εκδρομή στα Ανώγεια, «είχαν σχεδόν πάει να μας βγάλουν από τη βία από το αμάξι για να πιούμε ρακές μαζί τους».

Εχει αλλάξει πολλές δουλειές, τελευταία εργάζεται σε ένα ανθοπωλείο στο Ηράκλειο: «Στον ένα χρόνο πάνω που πηγαίνω για στολισμό σε γάμους, είναι ζήτημα αν μία ή δύο φορές έχουν πέσει πυροβολισμοί. Και αυτές τις δύο οι περισσότεροι καλεσμένοι ήταν φανερά ενοχλημένοι. Παλιά, δεν υπήρχε περίπτωση να φεύγει η νύφη από το σπίτι και να μη γίνεται πανικός!». Στην ίδια, αλήθεια, πώς ηχούν, τη ρωτάω, οι μπαλοθιές; «Σαν απειλή. Δεν μου αρέσουν».

Ποτέ δεν αισθάνηκε ξένη, «τα πάω καλά μαζί τους», αλλά «είναι τραχύς τόπος. Στα 20 μου. που έκανα μελισσοκομία στην Αθήνα. μάς έλεγαν ότι οι μέλισσες της Βόρειας Ελλάδας είναι πιο ήρεμες… Αυτές της Κρήτης είναι άγριες. Γιατί δεν έχουν πολλά λουλούδια και δεν έχουν και νερό». Στις δυο κόρες της λέει: «Οπου δείτε φασαρία, μακριά!» «Ειδικά στη μικρή, που πηγαίνει συχνά στις διάφορες “εκδηλώσεις”, όπως τις λέμε, όχι πανηγύρια, γιατί δεν έχουν θρησκευτικό χαρακτήρα, σε σχολεία κ.τ.λ.». Οι νεαρές βέβαια δεν γλίτωσαν από την περιρρέουσα εφηβική κουλτούρα «γίνομαι λιάρδα» (που δεν είναι, φυσικά, ίδιον μόνο της Κρήτης). «Η μεγάλη μού παραδέχτηκε πως όταν ήταν 16, πολλά πιτσιρίκια πλακώνονταν στις καφετέριες στις τσικουδιές και στα ρακόμελα και γύρναγαν σπίτι και καλά νωρίς νωρίς, στις 9.30 το βράδυ, “Παναγίες”».

Σε «χοντρά» σκηνικά δεν έχει τύχει. Βέβαια, μόλις προ ολίγου καιρού –πριν τα Βορίζια– κάποιος νόμισε ότι πήγε να του πουλήσει μαγκιά στο παρκάρισμα και «άρπαξε»: «Bγήκε από το τζιπ, με πλησίασε με πολύ σοβαρό ύφος και μου είπε: “Αν δεν ήσουν γυναίκα, θα την είχες άσχημα”».

Ο,τι βλέπεις συνέχεια το συνηθίζεις

«Εγώ είμαι γιαλαντζί Κρητικός, έτσι λέω πάντα» λέει γελώντας ο 55χρονος Μανώλης Χ., δικηγόρος. «Παρότι το physique μου πολλές φορές… τρομάζει (σ.σ.: είναι τα μάλα… μελαχρινός). Οταν κάποιος με πρωτογνωρίζει, μου λέει “Προφανώς είσαι από την Κρήτη”».

Μεγάλωσε μέχρι τα 18 σε ένα αστικό σπίτι στην πόλη των Χανίων, ύστερα έφυγε για σπουδές στην Αθήνα, όπου ζει μέχρι σήμερα με την οικογένειά του. «Η αλήθεια είναι ότι το σκέφτομαι συχνά πώς θα ήμουν αν είχα μείνει εκεί. Δεν έδωσα κάποια μάχη για να μη γίνω ένας μάτσο τύπος και να μην κάνω και τον γιο μου έτσι… Ετσι μας μεγάλωσαν στο σπίτι. Οι γονείς μου ήταν πολύ έξω από αυτά, πολιτισμένοι άνθρωποι, ο πατέρας μου δεν εξέφερε άποψη, θετική ή αρνητική. Ο παππούς μου, που ήταν από ένα ορεινό χωριό του Ρεθύμνου, ήταν από τους πιο ανοιχτόμυαλους ανθρώπους που έχω συναντήσει! Να σκεφτείτε, μετά τον πόλεμο έστειλε τις κόρες του να σπουδάσουν στην Αμερική! Από την άλλη πλευρά, κάθε φορά που κατεβαίνω κάτω, σαν τουρίστας πλέον, νιώθω μια όλο και μεγαλύτερη απόσταση. Βλέπω ότι ο αδελφός μου, που ζει εκεί και πουλάει αγροτικά αυτοκίνητα, είναι πιο μέσα σε αυτό. Τού φαίνεται αστείο π.χ. που ο άλλος ζητάει να κάνει αλεξίσφαιρο το αγροτικό. Δεν αναρωτιέται πού βρίσκει ο άλλος τα 200 χιλιάρικα για να κάνει αλεξίσφαιρο το αγροτικό. Ο,τι βλέπεις συνέχεια το συνηθίζεις».

Η επαφή του με την… Αγρια Δύση της Κρήτης (όπως την αποκαλεί) έγινε στον στρατό. «Ανάλογα με το “ασημί” σου, δηλαδή την καταγωγή σου, ήσουν και στην αντίστοιχη μονάδα. Εμείς στη Ρόδο ήμασταν πολλοί από τα Χανιά και το Ρέθυμνο. Εκεί ήταν το μεγάλο σοκ για μένα. Είδα δεκαοκτάχρονους που δεν είχαν φύγει ποτέ από το σπίτι τους, δεν είχαν φύγει ποτέ από το βουνό. Δεν μπορούσα να πιστέψω, όχι απλά ότι υπήρχαν τέτοιοι άνθρωποι, αλλά ότι ζούσαν 15-20 χιλιόμετρα από εκεί που ζούσα εγώ! Και βέβαια, με πολλά από αυτά τα πιτσιρίκια “έπαιζαν” πολλά ναρκωτικά, πολλή παραβατικότητα…»

Bang Bang

«Το πιστόλι του παππού μου ο πατέρας μου το έμαθε λίγο πριν ο παππούς πεθάνει. Οταν με φώναξε 25 χρονών, φοιτητής ακόμα, ο πατέρας μου που φοβόταν ότι θα “φύγει” αιφνίδια, όπως και έγινε. Ο δικός μου γιος θα το μάθει όταν θα πεθάνω εγώ». Ο 64χρονος Κώστας Γ., μηχανικός, είναι ένας βέρος Κρητικός (πληθωρικός, καλοφαγάς και large), που ζει στην Αθήνα αλλά με κάθε ευκαιρία βρίσκεται στον αγαπημένο του τόπο.

Οπως με πληροφορεί, ο γεννημένος το 1860 παππούς φύλαγε το οικογενειακό όπλο τυλιγμένο μέσα σε μια πετσέτα στον πάτο ενός θεόρατου πιθαριού μέσα στον μαγατζέ (αποθήκη με σιτάρια, λάδια, ξερά όσπρια κ.ά.) του σπιτιού. «Ηταν ένα κειμήλιο που περνούσε από γενιά σε γενιά», μου εξηγεί. «Το πιστόλι το άφηνες μεν σε αυτόν που θα είχε την ευθύνη της οικογένειας, αλλά θα ήταν την ίδια ώρα και ο πιο μετρημένος, αυτός που θα το έπαιρνε για να το τιμήσει, να το διαφυλάξει. Δεν το έδινες στον χαλαρό στα μυαλά, στον οξύθυμο. Το όπλο έμενε στην κρύπτη του –άλλοι τα είχαν στα εικονοστάσια, άλλοι στο ιερό της εκκλησίας­–, δεν το άφηνες παρατημένο πάνω στο κομοδίνο, δεν το επιδείκνυες. Δεν έβγαινε ποτέ από την κρύπτη του, γιατί άμα βγει είναι μόνο για να “κεντήσει”».

«Αυτό που με βασανίζει εμένα», κάνει μια απότομη δρασκελιά στο 2025, «είναι πώς γίνεται σήμερα ο αγράμματος βοσκός να έχει την BMV για να πάει στον γάμο, να έχει και το 4Χ4 για να πάει στις κατσίκες, να έχει και το όπλο, που το έχει εκσυγχρονίσει κιόλας! Τα λεφτά των επιδοτήσεων κατέστρεψαν πολύ κόσμο. Σε κάθε χωριό σήμερα ξέρουν ποιος έχει πάρει επιδότηση, ξυπνούν τα μίση και αρχίζει το πάρτι. Εχουν φύγει οι αξίες. Οι παλιοί ήξεραν να “ζυγίζουν” τα πράγματα. Τα όπλα βρέθηκαν στα χέρια αγράμματων».

«Δεν μπορώ άλλο, μπλιό!»

«Μικρή δεν καταλάβαινα όλες αυτές τις αναπαραστάσεις των Κρητικών στα σίριαλ. Με όλη αυτή την αντρίλα, την κρητικίλα, όπως τη λέω εγώ. Τα θεωρούσα βλακείες», μου λέει η 20χρονη Μαρίνα Κ. από τα Χανιά, που σπουδάζει σήμερα στη Σχολή Καλών Τεχνών του ΑΠΘ. «Μεγαλώνοντας, όμως, άρχισα να το καταλαβαίνω. Στο Λύκειο, που πήγα σε πιο μεγάλα σχολεία –άλλαξα δύο, και ΓΕΛ και ΕΠΑΛ–, βρέθηκα με παιδιά που έρχονταν και από χωριά. Δεν θα ξεχάσω μια φορά σε ένα διάλειμμα δυο τύπους με μαντολίνα. Ελεγαν στο προαύλιο μαντινάδες και έβριζαν στη διαπασών κάποια που υποτίθεται ότι τους είχε κάνει κακό: “Σκύλα, βρώμα κ.τ.λ.».

Στο σπίτι του χωριού, λίγο έξω από την πόλη, από μικρή έβλεπε κρεμασμένες στον τοίχο, τη μία αντίκρυ στην άλλη, τις καραμπίνες του παππού. Ο γεωπόνος πατέρας της έχει μια νόμιμη («αποσυναρμολογημένη μέσα σε ένα παλιό παντελόνι, ούτε ξέρουμε πού») για το κυνήγι, η ίδια τού κράταγε τις σημειώσεις όταν διάβαζε για να πάρει την άδεια. Δεν την εξέπληξε ποσώς αυτό που συμβαίνει στα Βορίζια. «Πάντα στενοχωριέμαι. Με την ξεροκεφαλιά, τη χαζομάρα, το ότι ακόμα παίρνουμε στα σοβαρά τέτοια ζητήματα. Ηταν πάντα κάτι εντελώς έξω από μένα, έξω από τον δικό μου τόπο. Η αλήθεια είναι ότι πάντα υπήρχαν τέτοια άτομα κάπου κοντά στο περιβάλλον μου, εγώ επέλεγα να τα αποβάλλω από τη ζωή μου. Εμένα μάλιστα θα μου “την έλεγαν” και λίγο παραπάνω γιατί ήμουν γυναίκα και γιατί πάντα έλεγα: “Είσαι λάθος, είσαι σεξιστής κ.τ.λ.».

Αγαπάει «από πολύ μικρή» τον τόπο, λατρεύει την κρητική παράδοση, χορεύει κρητικούς χορούς… Δεν έχει ίχνος προφοράς αλλά της αρέσει όταν η γιαγιά αναφωνεί «Δεν μπορώ άλλο, μπλιό!» και ως πρωτότοκη εγγονή πηγαίνει κάθε Σεπτέμβριο μαζί της από το χάραμα στο εκκλησάκι να ετοιμάσουν τα καλτσούνια για το πανηγύρι του Τίμιου Σταυρού. Την ίδια ώρα τρέμει για το επόμενο τροχαίο που θα ακούσει στο νησί, τα θλιβερά νέα φτάνουν κάθε τόσο στη Θεσσαλονίκη όπου σπουδάζει· την τελευταία φορά ένας συμμαθητής της από το σχολείο σκοτώθηκε γυρνώντας από τον γάμο του δημάρχου: «Με θλίβει, ειδικά το καλοκαίρι… Ξέρω παιδιά στην ηλικία μου που πίνουν τ’ άντερά τους αλλά το τιμόνι θα το πιάσουν».

«Για μένα δεν έχει σημασία η εικόνα που δίνει το νησί προς τα έξω» καταλήγει. «Δεν με νοιάζει τι λένε οι άλλοι για εμάς. Σημασία έχει εμείς να το ξεθεμελιώσουμε. Δεν μας ταιριάζει αυτή η εικόνα. Το νιώθω σαν ζυγό αυτό το πράγμα. Και αναρωτιέμαι πώς εγώ έχω γλιτώσει από αυτή την “χωριατίλα”. Είναι κάτι που σκέφτομαι συχνά. Τώρα με τα Βορίζια, ξανά».

Αν κάτι κατάλαβα μιλώντας με αυτούς τους λίγους ανθρώπους (είπαμε, πρόκειται για ένα αυθαίρετο δείγμα, από το περιβάλλον μου) είναι ότι εν έτει 2025 αρκετοί Κρητικοί δεν πέφτουν από τα σύννεφα με αυτά που συμβαίνουν. Αλλά και δεν ασπάζονται τη «θερμόαιμη» κουλτούρα που επιβιώνει, δεν τάσσονται υπέρ του «αμερικανικού μοντέλου οπλοπροστασίας», ούτε αποδέχονται τους «λεβέντες» και τα «εγκλήματα τιμής». Πάνω από όλα, βέβαια, αποτάσσονται μετά βδελυγμίας το δασύτριχο καθεστώς ανομίας που έχει γίνει φολκλόρ trademark του νησιού και εξακολουθεί να οδηγεί σε πραγματικό πόνο, τρόμο και αιματοκύλισμα.

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News

Διαβάστε ακόμη...

Διαβάστε ακόμη...