Τα εστιατόρια στην εποχή του Ozempic
Τα εστιατόρια στην εποχή του Ozempic
Το dining αλλάζει. Οχι επειδή άλλαξαν οι τάσεις και οι προτιμήσεις, αλλά επειδή ήρθε το Ozempic! Και τα υπόλοιπα.
Τα ενέσιμα φάρμακα, που δημιουργήθηκαν για τον έλεγχο του σακχάρου αλλά αποδείχθηκε ότι περιορίζουν την όρεξη και παρατείνουν το αίσθημα κορεσμού, δεν αλλάζουν μόνο την εμφάνιση εκατομμυρίων ανθρώπων παγκοσμίως, αλλά δημιουργούν και μια νέα εποχή στο «φαγητό έξω». Ηδη κάποια εστιατόρια διαμορφώνουν το μενού τους, ώστε να προσαρμοστούν στη νέα πραγματικότητα.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το Otto’s, ένα πολύ γνωστό εστιατόριο στο Λονδίνο, φημισμένο για τις γενναιόδωρες μερίδες και τα πλούσια πιάτα του: αστακούς, πάπιες και μπέργκερ φορτωμένα με χαβιάρι και φουαγκρά. Οταν, όμως, ένας τακτικός πελάτης ενημέρωσε τον ιδιοκτήτη, Οτό Τεπασέ, ότι λαμβάνει φαρμακευτική αγωγή για απώλεια βάρους και σκοπεύει να βγαίνει λιγότερο συχνά για φαγητό, εκείνος αποφάσισε να προσαρμοστεί. Ετσι, δημιούργησε ένα νέο μενού το οποίο ονόμασε «εκλεπτυσμένες μπουκιές», με μικρά αλλά ποιοτικά πιάτα, όπως μοσχαρίσιο φιλέτο στο τηγάνι. Οπως εξήγησε ο ίδιος, ο πελάτης απολαμβάνει όλη την πολυτέλεια της μαγειρικής του, αλλά σε περιορισμένη ποσότητα.
Ανάλογες κινήσεις, γράφει ο Εconomist, παρατηρούνται και σε άλλα εστιατόρια. Στο Fat Duck, το βραβευμένο με τρία αστέρια Michelin εστιατόριο στο Μπέρκσαϊρ, ο Εστον Μπλούμενταλ προσφέρει μια «Συνειδητή Γαστρονομική Εμπειρία», βασισμένη στη λογική ότι μερικές φορές το «λιγότερο είναι περισσότερο». Η αλυσίδα πολυτελούς εστίασης Banc, με παρουσία στο Λονδίνο και το Ντουμπάι, λάνσαρε ένα μίνι μενού με μικρότερες μερίδες, ενώ η Renwick Hospitality Group στη Νέα Υόρκη πρόσθεσε επιλογές «μεγέθους σνακ» στα εστιατόριά της.
Τα φάρμακα Ozempic, Wegovy και Mounjaro, μιμούνται την δράση της ορμόνης GLP-1, η οποία προκαλεί αίσθημα κορεσμού, μειώνοντας την όρεξη και οδηγώντας τους υπέρβαρους ή παχύσαρκους ασθενείς σε χαμηλότερη κατανάλωση τροφής. Η χρήση τους έχει αυξηθεί ραγδαία: Σύμφωνα με στοιχεία που παραθέτει ο Economist, το 2024 οι παγκόσμιες δαπάνες για τέτοια φάρμακα έφτασαν περίπου τα 54 δισ. δολάρια και αναμένεται περαιτέρω άνοδος. Ερευνες δείχνουν ότι περίπου ένας στους οκτώ ενήλικες στις ΗΠΑ έχει χρησιμοποιήσει τέτοια φάρμακα για απώλεια βάρους, ενώ στη Βρετανία το ποσοστό κυμαίνεται μεταξύ 4% και 7%, παρόμοιο με αυτό των χορτοφάγων ή όσων έχουν τροφικές αλλεργίες.
Το ερώτημα, σύμφωνα με τον Economist, είναι αν αυτή η τάση θα πλήξει τη βιομηχανία της εστίασης. Πολλοί χρήστες των φαρμάκων αυτών ανήκουν σε μεσαία ή υψηλά εισοδηματικά στρώματα, δηλαδή στο κοινό που συχνά τρώει εκτός σπιτιού. Στη Βρετανία, το 58% προμηθεύεται το φάρμακο ιδιωτικά, το 32% το λαμβάνει μέσω του Εθνικού Συστήματος Υγείας και το 10% το προμηθεύεται με άλλους τρόπους. Ωστόσο, πάνω από τους μισούς χρήστες δηλώνουν ότι πλέον θα επισκέπτονται εστιατόρια μόνο σε ειδικές περιστάσεις, κάτι που προκαλεί εύλογες ανησυχίες τους επαγγελματίες του χώρου.
Παρ’ όλα αυτά, οι καταναλωτές αυτοί εξακολουθούν να είναι πρόθυμοι να πληρώσουν για μικρές απολαύσεις. Μικρότερες μερίδες μπορούν να πωληθούν ακριβότερα, αξιοποιώντας την ψυχολογία της «συμπυκνωμένης πολυτέλειας». Το ίδιο μοτίβο αρχίζει να εμφανίζεται και σε πιο χαλαρά εστιατόρια, ιδίως καθώς τα φάρμακα απώλειας βάρους γίνονται φθηνότερα και πιο εύκολα προσβάσιμα.
Για την εστίαση, το μήνυμα είναι σαφές: στην εποχή του Ozempic, το μέλλον ίσως βρίσκεται στο «μικρό αλλά εκλεκτό».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News
