1016
| CreativeProtagon

Γιατί ΗΠΑ και Κίνα επιβάλλεται να συνομιλήσουν 

|CreativeProtagon

Γιατί ΗΠΑ και Κίνα επιβάλλεται να συνομιλήσουν 

Οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Κίνα έχουν εμπλακεί σε έναν κλιμακούμενο εμπορικό πόλεμο που θα μπορούσε να βλάψει σοβαρά τις οικονομίες τους και ακόμη και να απειλήσει την παγκόσμια σταθερότητα. Από την ανακοίνωση του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ, στις 2 Απριλίου, για την επιβολή «ανταποδοτικών» δασμών σε σχεδόν όλους τους εμπορικούς εταίρους των ΗΠΑ, οι δύο χώρες έχουν επιβάλει τριψήφιους δασμούς η μία στην άλλη που ουσιαστικά έχουν δημιουργήσει ένα αμοιβαίο εμπορικό εμπάργκο.

Οι κρατήσεις για εμπορευματοκιβώτια από την Κίνα προς τις ΗΠΑ έχουν ήδη μειωθεί κατά 60% και παραγγελίες για κάθε είδους κινεζικά προϊόντα έχουν ακυρωθεί. Οταν οι επιπτώσεις αυτής της επιβράδυνσης πλήξουν τις ΗΠΑ σε λίγες εβδομάδες, θα δυσκολεύονται να αγοράζουν κινεζικά προϊόντα όχι μόνον οι καταναλωτές αλλά και πολλές αμερικανικές επιχειρήσεις, οι οποίες πωλούν αυτά τα εισαγόμενα προϊόντα ή τα χρησιμοποιούν ως εισροές. Δεδομένου ότι τα εν λόγω προϊόντα δεν πρόκειται σύντομα να αρχίσουν να παράγονται στις ΗΠΑ ή να εισάγονται από άλλες χώρες, πολλές επιχειρήσεις θα δυσκολευτούν να αντεπεξέλθουν.

Η κυβέρνηση Τραμπ προφανώς έχει συνειδητοποιήσει τη σοβαρότητα της επικείμενης κρίσης. Στις 22 Απριλίου ο Υπουργός Οικονομικών Σκοτ Μπέσεντ χαρακτήρισε τον εμπορικό πόλεμο ΗΠΑ-Κίνας «μη βιώσιμο» και μια ανώνυμη πηγή δήλωσε ότι ο Λευκός Οίκος θα εξετάσει το ενδεχόμενο μείωσης των δασμών που επιβλήθηκαν στην Κίνα. Αλλοι αξιωματούχοι απέρριψαν γρήγορα αυτά τα σχόλια, λέγοντας ότι οι ΗΠΑ δεν θα ενεργούσαν «μονομερώς».

Υπό κανονικές συνθήκες μια τέτοια κατάσταση θα ήταν ώριμη για διαπραγματεύσεις. Αντιθέτως οι δύο πλευρές δείχνουν ανίκανες ή/και απρόθυμες να συνομιλήσουν. Ο Τραμπ έχει επανειλημμένα δείξει ότι θέλει να μιλήσει με τον κινέζο πρόεδρο Σι Τζινπίνγκ σχετικά με τους δασμούς, και μάλιστα ισχυρίστηκε ότι ο Σι του τηλεφώνησε πριν από μερικές εβδομάδες, αν και η Κίνα αρνείται τον ισχυρισμό. Σύμφωνα με τις περισσότερες αναφορές, οι δύο ηγέτες έχουν να μιλήσουν από την ορκωμοσία του Τραμπ τον Ιανουάριο. Και παρά το πρόσφατο σχόλιο του αμερικανού προέδρου ότι διαπραγματεύσεις διεξάγονται καθημερινά, εκπρόσωπος της κινεζικής κυβέρνησης δήλωσε στις 24 Απριλίου ότι, επί του παρόντος, δεν διεξάγονται εμπορικές συνομιλίες μεταξύ των δύο χωρών.

Δεδομένου του επείγοντος της κατάστασης, τι εμποδίζει τις διαπραγματεύσεις μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας; Το πρώτο εμπόδιο ήταν η επιμονή του Τραμπ να επιβάλει πρόσθετους δασμούς πριν από τις εμπορικές συνομιλίες. Οι κινεζικές αρχές έδειξαν πρόθυμες να εμπλακούν άμεσα σε συνομιλίες, αποστέλλοντας τον αντιπρόεδρο Χαν Ζενγκ στην ορκωμοσία του Τραμπ. Αλλά εκείνος επέβαλε αμέσως δύο γύρους δασμών 10% στην Κίνα, οι οποίοι τέθηκαν σε ισχύ στις αρχές Φεβρουαρίου και στις αρχές Μαρτίου, διαλύοντας κάθε πιθανότητα αποκλιμάκωσης.

Υπενθυμίζεται ότι η Κίνα υπόκειτο ήδη στους δασμούς και τις κυρώσεις που επέβαλε ο Τραμπ κατά την πρώτη του θητεία ενώ στη συνέχεια επεκτάθηκαν από τον Τζο Μπάιντεν. Ισως ο Τραμπ να πίστευε ότι η αύξηση της πίεσης θα ενίσχυε τη θέση των ΗΠΑ σε μια ενδεχόμενη «συμφωνία με την Κίνα». Μάλιστα, υιοθέτησε μια παρόμοια επιθετική στάση απέναντι και προς άλλους εταίρους, ισχυριζόμενος στη συνέχεια ότι πολλές χώρες «του φιλούσαν τον κώ…ο» τώρα για να διαπραγματευτούν μια συμφωνία. Αλλά οι Κινέζοι θεώρησαν, όχι παράλογα, ότι επρόκειτο για εκβιασμό.

Ενα δεύτερο πρόβλημα είναι ότι η κινεζική κυβέρνηση και η κυβέρνηση Τραμπ εφαρμόζουν εντελώς διαφορετικές τακτικές στο πλαίσιο άσκησης της διπλωματίας. Η κινεζική γραφειοκρατία είναι συντηρητική και τηρεί το πρωτόκολλο, ενώ ο Τραμπ προτιμάει να τηλεφωνεί στους ομολόγους του και να διαπραγματεύεται προσωπικά. Αυτός δεν είναι ο τρόπος με τον οποίο λειτουργούν οι κινέζοι ηγέτες και οι περισσότεροι άλλοι ηγέτες ανά τον κόσμο. Στην πραγματικότητα ποτέ κανένας κινέζος ηγέτης δεν έχει τηλεφωνήσει πρώτος έναν πρόεδρο των ΗΠΑ. Η κινεζική πλευρά θα πρέπει να διαχειριστεί αυτό το ζήτημα. Αλλά δεδομένου του πώς έχει φερθεί ο Τραμπ σε άλλους ηγέτες, κανείς δεν θα συνιστούσε μια αλλαγή στάσης στην παρούσα φάση. Αντί να διακινδυνεύσει την ταπείνωση, ο Σι πιθανότατα θα συναντηθεί με τον Τραμπ, μόνον αφού κατώτεροι αξιωματούχοι αμφότερων των πλευρών συμφωνήσουν στα συμπεράσματα, όπως είθισται.

Αλλες θεσμικές ασυμμετρίες επηρεάζουν επίσης τις διμερείς σχέσεις. Στην Κίνα ο πρωθυπουργός και οι αντιπρόεδροι της κυβέρνησης είναι υπεύθυνοι για ορισμένες πτυχές της οικονομίας και της διακυβέρνησης αλλά οι θέσεις τους δεν αντιστοιχούν ακριβώς στις θέσεις των μελών του υπουργικού συμβουλίου των ΗΠΑ. Δεδομένου ότι δεν τίθεται ζήτημα αλλαγής, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα, αυτών των δομών, οι αξιωματούχοι θα πρέπει να διαπραγματεύονται με τον επίσημο ομόλογό τους, αλλά παράλληλα θα πρέπει να συναντώνται με πιο ανώτερους αξιωματούχους, ώστε να εξασφαλίζεται ότι τα όποια μηνύματα θα διαβιβάζονται. Για αυτό προηγούμενες αμερικανικές κυβερνήσεις δημιούργησαν μηχανισμούς σύγκλησης επικεφαλής αμερικανικών υπηρεσιών και κινέζων αντιπροέδρων με στόχο την τακτική επαφή μεταξύ των δύο πλευρών, αν και τα φόρουμ αυτά κρίθηκαν, τελικά, αναποτελεσματικά και καταργήθηκαν.

Οι Κινέζοι έχουν ζητήσει από την κυβέρνηση Τραμπ να ορίσει ένα άτομο αναφοράς με το οποίο θα μπορούν να διαπραγματευτούν. Κανονικά το κατάλληλο άτομο για τέτοιου είδους εμπορικές συνομιλίες θα ήταν ο Εκπρόσωπος Εμπορίου των ΗΠΑ, όπως ήταν και κατά την πρώτη θητεία του Τραμπ. Αλλά αυτή τη φορά, η ατζέντα της Ουάσιγκτον για το εμπόριο με την Κίνα είναι τόσο συγκεχυμένη και οι δηλωμένοι στόχοι τόσο ευρείς -από την εξισορρόπηση του παγκόσμιου εμπορίου έως τη διακοπή της διακίνησης φαιντανύλης, την επαναβιομηχανοποίηση της Αμερικής και τη δημιουργία εσόδων – που ο Εκπρόσωπος Εμπορίου δεν θα μπορούσε να ανταποκριθεί.

Αυτή η σύγχυση είναι το μεγαλύτερο εμπόδιο στις εμπορικές συνομιλίες ΗΠΑ-Κίνας. Θέλει η αμερικανική κυβέρνηση να αυξήσει τα έσοδα, να αποκαταστήσει την αμερικανική μεταποίηση, να δημιουργήσει θέσεις εργασίας, να αντιμετωπίσει τις παγκόσμιες ανισορροπίες, να μειώσει το χρέος των ΗΠΑ, να ενισχύσει την ασφάλεια, να επιβραδύνει την άνοδο της Κίνας ή κάποιον συνδυασμό αυτών;

Ισως το πιο θεμελιώδες ερώτημα είναι εάν ο Τραμπ θέλει μια συμφωνία ή αποσύνδεση. Εάν επιθυμεί την αποσύνδεση, δεν υπάρχει κανένας καλός λόγος για να διαπραγματευτεί η Κίνα. Αλλά εάν επιθυμεί μια συμφωνία, ο Τραμπ θα πρέπει να πει ξεκάθαρα τι θέλει και οι δύο πλευρές θα πρέπει να αρχίσουν να συνομιλούν σοβαρά. Ενα ντε φάκτο εμπάργκο στο διμερές εμπόριο θα καταστρέψει και τις δύο οικονομίες και οι αξιωματούχοι θα πρέπει να κάνουν ό,τι μπορούν για να σώσουν την κατάσταση. Το τρέχον αδιέξοδο τελικά δεν ωφελεί κανέναν.


Η Susan Thornton, πρώην αναπληρώτρια υφυπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ αρμόδια για την Ανατολική Ασία και τον Ειρηνικό, είναι ανώτερη ερευνήτρια στο Paul Tsai China Center της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Γέιλ. Το κείμενο αυτό αναδημοσιεύεται για την Ελλάδα από το Project Syndicate.

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News

Διαβάστε ακόμη...

Διαβάστε ακόμη...