1313
| CreativeProtagon

Ενα ατιμώρητο έγκλημα διαρκείας στα ελληνικά γήπεδα

Μαρία Δεδούση Μαρία Δεδούση 2 Ιουνίου 2025, 16:57
|CreativeProtagon

Ενα ατιμώρητο έγκλημα διαρκείας στα ελληνικά γήπεδα

Μαρία Δεδούση Μαρία Δεδούση 2 Ιουνίου 2025, 16:57

Μια από τις πολύ έντονες παιδικές μου αναμνήσεις, είναι από τις 12 Σεπτεμβρίου 1979. Είμαι πολύ πιτσιρίκα, κάνει ζέστη, φοράω τα καλά μου και κάθομαι δίπλα στον μπαμπά μου, στην θύρα 3Ε της Λεωφόρου. Γύρω μας αλαλάζουν 25.537 άνθρωποι. Ζαλίζομαι· από ένταση, έκπληξη, το μέγεθος του γηπέδου που τότε μου φαινόταν μεγαλύτερο από το Μαρακανά, από την πρώτη μου επαφή με την αρένα.

Ο αείμνηστος πατέρας μου ήταν πολλά πράγματα, αλλά εάν έπρεπε να τον χαρακτηρίσω με λίγες λέξεις, μια από αυτές θα ήταν «Παναθηναϊκός». Τον αδικεί αυτό, αλλά νομίζω ότι ίδιος θα ήταν περήφανος εάν το άκουγε. Είχε μόνιμη θέση στα επίσημα του σημερινού Σταδίου «Απόστολος Νικολαΐδης», κάθε Κυριακή άκουγε το πρωί τη θεία λειτουργία (αν και κομμουνιστής) και το μεσημέρι, με την μεγαλύτερη ευλάβεια, τη μπάλα στο ραδιόφωνο. Παίζαμε και ΠΡΟ ΠΟ, στο οποίο πιάσαμε κιόλας μια φορά 13άρι, αλλά ατυχώς ήταν από εκείνες τις αγωνιστικές που είχαν 11 άσσους και το είχε πιάσει μαζί μας η μισή Ελλάδα.

Πλούσιοι δεν γίναμε από το ποδόσφαιρο, αλλά εγώ έμαθα πώς παίζεται το άθλημα: τα κόρνερ και τα οφσάιντ, ήξερα απ’ έξω όλους τους παίκτες και την ιστορία τους, τα συστήματα, τα πάντα όλα. Είναι ωραίο σπορ το ποδόσφαιρο και παρά την φαινομενική πολυπλοκότητά του, διέπεται από μόλις 17 κανόνες.

Εκείνο το απομεσήμερο, καθώς ο ήλιος έγερνε και έριχνε μακριές σκιές στον αγωνιστικό χώρο της Λεωφόρου, έκαναν την εμφάνισή τους οι δύο ομάδες. Από τη μια 11 παίκτες στα λευκά, με μπλε εθνόσημο στο στήθος. Από την άλλη, 11 παίκτες με κόκκινη φανέλα και ένα λευκό σφυροδρέπανο στο στήθος. Το ματς Ελλάδα – Σοβιετική Ενωση, έληξε 1-0. Μια καταπληκτική προσπάθεια του Δεληκάρη έστειλε τη μπάλα στον Αρδίζογλου, εκείνος στον Νικολούδη κι εκείνος, μετά από 2-3 κόντρες πάνω στους Σοβιετικους, στα δίχτυα. Πολύ ωραίο γκολ, σύγχρονο. Η Ελλάδα, για πρώτη φορά πέρασε στο Κύπελλο Ευρώπης, του 1980.

Μου άρεσε το ποδόσφαιρο. Το αγάπησα, μπορώ να πω. Ο πατέρας μου, όμως, δεν με ξαναπήρε στο γήπεδο. Διότι, όταν άρχισαν εκείνην την ημέρα, να ακούγονται συνθήματα για τις μαμάδες των Σοβιετικών, θύμωσε και πιθανώς ντράπηκε που με εξέθεσε σε αυτά.

Πήγα στο γήπεδο μόνη μου, μεγαλώνοντας. Σε «χαρές και λύπες», θριάμβους και καταστροφές της ομάδας μου. Εβλεπα και στην τηλεόραση, ποδόσφαιρο και αργότερα μπάσκετ. Φανατιζόμουν με τον Παναθηναϊκό, όπως φανατίζεται κάθε συνεπής οπαδός. Δεν με απασχολούσαν, επί πολλά χρόνια, τα καφριλίκια και ο παραλογισμός του να συζητάμε εάν είναι «θεμιτό» να εκτοξεύονται αντικείμενα, φωτοβολίδες ή οτιδήποτε στον αγωνιστικό χώρο, εάν είναι «σωστό και πρέπον» να φτύνεις τον παίκτη που πάει να εκτελέσει το κόρνερ και εάν έφταιξε σε κάτι η μαμά του ή η αδελφή του, που εκείνος ήταν στην αντίπαλη ομάδα.

Ακόμη και τις περίφημες «παράγκες» του ελληνικού ποδοσφαίρου τις αντιμετώπιζα λίγο σαν αστείο. Ιδιαίτερα όταν μας ευνοούσαν. Γίνονταν «εγκληματικές» μόνο όταν περνούσαν στη «δικαιοδοσία» του τρισκατάρατου «αιώνιου». Το θεσμικό, το θεμελιώδες λάθος στην ύπαρξη όλων των παραπάνω δεν μας περνούσε καν από το μυαλό. Ούτε και η ευθύνη των παραγόντων, των ομοσπονδιών και όλων αυτών, για το γεγονός ότι κάθε λίγο και λιγάκι άνθρωποι μαχαιρώνονταν, δέρνονταν και έσπαγαν τους Αμπελόκηπους, τη Φιλαδέλφεια ή την Τούμπα και το Πασαλιμάνι.

Μέχρι που ήρθε η Ριζούπολη, εκείνη η αποφράδα ημέρα για το ελληνικό ποδόσφαιρο. Στις 11 Μαΐου 2003, ο Ολυμπιακός κατέκτησε το πρωτάθλημα, επικρατώντας 3-0 επί του Παναθηναϊκού, σε ένα ντέρμπι, στη Ριζούπολη, που δεν έπρεπε να έχει ξεκινήσει ποτέ, με όσα έγιναν μέσα και έξω από το γήπεδο. Φανατικοί οπαδοί του Ολυμπιακού επιτέθηκαν μαζικά, με πέτρες και φωτοβολίδες, στους παίκτες του Παναθηναϊκού και στα ΜΑΤ, δημιουργώντας μια εμπόλεμη ατμόσφαιρα που διατηρήθηκε σε όλο το παιχνίδι.

Δεν ξαναείδα ελληνικό ποδόσφαιρο ποτέ. Ούτε μπάσκετ. Εάν με ρωτήσεις σήμερα ποιοι είναι οι παίκτες του Παναθηναϊκού, δεν ξέρω ούτε έναν. Συνεχίζω να απολαμβάνω κάποιους διεθνείς αγώνες, αλλά και σε αυτούς σπάνια υποστηρίζω κάποιον, βλέπω το ποδόσφαιρο πλέον όπως περίπου μια ωραία παράσταση χορού, ή έναν αγώνα κλασικού αθλητισμού.

Δεν μου την έσπασε η καταστροφή του Παναθηναϊκού, στη Ριζούπολη. Ηταν απλώς η ημέρα που άνοιξα τα μάτια στην πραγματικότητα. Κι αυτό, συνήθως, συμβαίνει με βίαιο τρόπο. Και κατάλαβα ότι επί χρόνια ήμουν άλλο ένα γρανάζι στην τερατώδη αυτή μηχανή που λέγεται οπαδικός αθλητισμός.

Δεν έσπαγα καθίσματα, δεν έβριζα (πολύ), δεν μετείχα στα έκτροπα, όμως με τον φανατισμό κάθε μέλους μιας σκληροπυρηνικής αίρεσης, υποστήριζα τυφλά την ομάδα μου, ακόμη κι όταν αυτή σερνόταν στα γήπεδα, ακόμη κι όταν την ευνοούσε σκανδαλωδώς η διαιτησία, ακόμη κι όταν ο μεγαλοπαράγοντάς της καταδικαζόταν από την UEFA επειδή ήθελε να πυροβολήσει, μέσα στη φυσούνα, τον διαιτητή. Μπορεί να το έβρισκα και «χαριτωμένο».

Ο οπαδισμός είναι χειρότερος από τις αιρέσεις. Αυτές, τουλάχιστον υπόσχονται κάτι· από την αιώνια βασιλεία των ουρανών, έως την επικράτηση του υπαρκτού σοσιαλισμού σε έναν επί γης παράδεισο. Οσο έωλα κι αν είναι όλα αυτά, έχουν πάντως έναν στόχο.

Ο οπαδισμός δεν υπόσχεται απολύτως τίποτε. Προσκυνάς, τυφλά, «σώβρακα και φανέλες», όπως τραγουδούσε ο Πανούσης, με αποκλειστικό σκοπό να γίνονται ακόμη πιο πλούσιοι ή επιδραστικοί μια χούφτα ανθρώπων: Οι παίκτες, οι παράγοντες, οι ομοσπονδίες, οι συν αυτοίς.

Αποδέχεσαι, εξίσου τυφλά, το γεγονός ότι αυτή η «αίρεση» είναι υπεράνω του νόμου των κοινών θνητών, είναι ένα κράτος από μόνη της και η λατρεία της δικαιολογεί πράγματα που σε όλες τις άλλες περιπτώσεις καταδικάζεις χωρίς δεύτερη σκέψη. Τη βία, κυρίως, κάθε είδους: Φραστική, σωματική, μαζική ή και θανατηφόρα. Αλλά και την προτροπή στη βία.

Οι περισσότεροι ενήλικες που ξέρω και εντάσσονται σε αυτήν την κατηγορία, προσπαθούν να αιτιολογήσουν αυτήν τους την ξεκάθαρη, ιδεολογική και οντολογική, ασυνέπεια, πλέκοντας «μεταφυσικού» τύπου διασυνδέσεις στο μυαλό τους, ανάμεσα στους ίδιους και τις ομάδες τους. Τους «συμβαίνει κάτι» όταν πάνε στα γήπεδα. Λαμβάνουν κάποιου είδους «επιφοίτηση» εξ ουρανού, έχουν «εξωσωματικές», ανεξήγητες εμπειρίες. Και δεν βλέπουν ότι ο ιδιοκτήτης της ομάδας τους συμπεριφέρεται σαν κοινός ποινικός, ας πούμε, ή και αν το βλέπουν το ξεπερνάνε.

Εξάλλου, σε αυτό το σύστημα σκέψης, τα γήπεδα οφείλουν να είναι τόποι ποταπής συμπεριφοράς, κι όποιος δεν αντέχει να μην πηγαίνει. Είναι το μέρος που «τα αγοράκια» πάνε για να ξεσπάσουν και να βγάλουν βόλτα τα ταπεινότερα ένστικτά τους. Κι αυτό το θεωρούμε, το 2025, νορμάλ…

Ολοι αυτοί δεν βλέπουν ότι οι επόμενες οπαδικές δολοφονίες είναι πίσω από τη γωνία, ότι οι επόμενες γενιές παιδιών που θα καταστραφούν μέσα από τον οπαδισμό έχουν γεννηθεί ήδη και γαλουχούνται καθημερινά. Συχνά είναι τα δικά μας παιδιά. Τα οποία επιμένουμε να τα παίρνουμε στις χαβούζες που είναι πλέον τα γήπεδα, να τα φανατίζουμε και να τα μυούμε στις αιρέσεις μας.

Και μετά, όταν γυρίζουμε στο σπίτι μαζί τους, να τους κάνουμε κηρύγματα για τα πάντα, ως ηθικώς ανώτεροι που είμαστε.

Ο παίκτης των εκατομμυρίων και ο παράγοντας των δισεκατομμυρίων, στο μεταξύ, βρίζουν ο ένας την κόρη και τη μάνα του άλλου και μοιράζουν κωλοδάχτυλα σε εθνική μετάδοση, αλλά το εξαργυρώνουν αυτό με πακτωλούς χρημάτων. Στην πραγματικότητα, τους εξυπηρετεί η πόλωση και η έξαψη των παθών, διότι αυτά συσπειρώνουν τον κόσμο και γεμίζουν τα γήπεδα, ακριβώς όπως η πόλωση και η έξαψη των παθών γεμίζουν τα σόσιαλ και κατ΄επέκταση τις τσέπες του Ζάκερμπεργκ και του Μασκ.

Το δε κράτος παρακολουθεί, αμήχανο, να διαπράττονται, σε κοινή θέα, ποινικά αδικήματα και δεν παρεμβαίνει, διότι εάν παρέμβει θα βρεθεί αντιμέτωπο με στρατούς φανατικών. Δεν φοβάται τόσο τον κάθε παράγοντα το κράτος. Τους φανατικούς της ομάδας του φοβάται.

Και η ζωή συνεχίζεται, παραδομένη στις κάθε λογής αιρέσεις που αποτελούν πλέον το βασικό ιδεολογικό άξονα των κοινωνιών. Την μια ημέρα θα είσαι πολύ ευαίσθητος για το Διεθνές (ή εγχώριο) Δίκαιο και θα φωνασκείς να τηρηθεί κατά γράμμα και την επόμενη θα ξεσπάς το θυμό σου στη μάνα του τάδε σέντερ φορ και θα θεωρείς «δικαιολογημένα» τα καφριλίκια του δείνα μεγαλοπαράγοντα, επειδή «μας αδίκησε η διαιτησία».

Ο οποίος μεγαλοπαράγοντας θα έπρεπε να είναι στη φυλακή. Καιρό τώρα. Μαζί με όσους σκοτώνουν, δέρνουν, σπάνε και καταστρέφουν στα γήπεδα.

Και ίσως τα πρωταθλήματα να αναστέλλονταν για κανα-δύο χρόνια εντελώς. Πράσινοι, κίτρινοι, κόκκινοι, ριγέ και πουά να κάτσουν σπίτια τους. Μέχρι τα γήπεδα να γίνουν «εκκλησίες».

Να πάω με τα παιδιά μου να τους δείξω τι σημαίνει οφσάιντ. Και τους άλλους 16 κανόνες του ποδοσφαίρου. Χωρίς κανένας δίπλα τους να βρίζει τη μάνα κανενός.

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News

Διαβάστε ακόμη...

Διαβάστε ακόμη...