Συνευθύνη: Λαός και καθοδηγητές
Συνευθύνη: Λαός και καθοδηγητές
Προσπερνώντας την προτροπή ενός ανώνυμου σχολιαστή τού προηγούμενου σημειώματός μου (“Φοβού τους συμμάχους και δώρα φέροντας”), συνεχίζω να χαίρομαι και να παραδειγματίζομαι από σπουδαία μυθιστορήματα. Κολυμπώ αυτόν τον καιρό στο βαθύ πέλαγος της Άννας Καρένινα.
Λόγος πολύς γίνεται ξανά τις τελευταίες μέρες για τη συλλογική ευθύνη (με αφορμή το περιβόητο “Μαζί τα φάγαμε”, που έγινε τώρα και διαδικτυακό hit –γιατί, αλήθεια, ο Θ. Πάγκαλος ζητάει κοντά 4 ευρώ για κάθε κατέβασμα του ογκώδους πονήματός του, ενώ με περισσή άνεση θα μπορούσε να το εντάξει σε ένα πρόγραμμα τύπου creative commons;) Σε ό,τι αφορά λοιπόν, τη συνευθύνη, στο μέρος της που αναλογεί στους πεφωτισμένους ταγούς μας και σ’ εκείνο που αφεύκτως πέφτει στους ώμους των λοιπων απλών πολιτών, βρίσκω συναρπαστικά διδάγματα στο πεζογράφημα-κτήμα εσαεί που μας παρέδωσε ο Τολστόι. Με την άδειά σας παραθέτω ένα εκτενές απόσπασμα από το μεγαλειώδες αυτό κείμενο (χρειάζεται άραγε να θυμίσω και να παινέψω κι εγώ την αξιοσύνη της μετάφρασης του ‘Αρη Αλεξάνδρου;)
“Ο Σεργκέι Ιβάνοβιτς έλεγε πως αγαπάει και ξέρει τον λαό και κουβέντιαζε συχνά με τους μουζίκους- κι ε’ιναι αλήθεια πως ήξερε να πιάνει κουβέντα μαζί τους, χωρίς να υποκρίνεται και να προσπαθεί να τους φανεί αρεστός με κάθε τρόπο, κι από κάθε τέτοια κουβέντα έβγαζε γενικά συμπεράσματα που έτειναν να αποδείξουν πως ο λαός είναι αξιοθαύμαστος και αυτός- ο Σεργκέι Ιβάνοβιτς- τον γνωρίζει αυτόν τον λαό κατά βάθος και κατά πλάτος. Η τέτοια στάση του απέναντι στον λαό δεν άρεσε στον Κονσταντίν Λέβιν. Για τον Κονσταντίν ο λαός ήταν απλώς ο κύριος συμμέτοχος στον κοινό μόχθο και παρ’ όλη την εκτίμηση και την εκ γενετής αγάπη του για τον μουζίκο, που την είχε βυζάξει, όπως έλεγε ο ίδιος, μαζί με το γάλα της χωριάτισσας παραμάνας του, ο Λέβιν, σαν συμμέτοχος σε μια κοινή υπόθεση με τον μουζίκο, ενθουσιαζότανε πολλές φορές βλέποντας τη δύναμη, την πραότητα και την ντομπροσύνη αυτών των ανθρώπων, όμως πολύ συχνά, όταν η κοινή αυτή υπόθεση απαιτούσε άλλα χαρίσματα, αγανακτούσε και τα’βαζε με τον λαό γιατί έβλεπε πως ήταν αδιάφορος, τσαπατσούλης, μέθυσος και ψεύτης. Αν τον ρωτούσε κανείς τον Κονσταντίν Λέβιν τι νιώθει για τον λαό, αγάπη ή αποστροφή, δεν θα’ξερε τι ν’ απαντήσει. Όμως, του ήταν αδύνατο ν’αγαπάει ή να μην αγαπάει τον λαό σαν κάτι ιδιαίτερο, γιατί όχο μόνο ζούσε με τον λαό, όχι μόνο όλα του τα συμφέροντα ήταν δεμένα με τον λαό, μα θεωρούσε κιόλας τον εαυτό του ένα κομμάτι τού λαού, δεν έβλεπε στον εαυτό του και τον λαό κανενός είδους ιδιαίτερες αρετές ή ελαττώματα και δεν μπορούσε να αντιπαραθέσει τον εαυτό του στον λαό. Και παρόλο που ζούσε χρόνια τώρα με τους μουζίκους κι είχε στενές σχέσεις μαζί τους σαν αφεντικό, σαν μεσάζοντας και το κυριότερο σαν συμβουλάτορας (οι μουζίκοι τού είχαν εμπιστοσύνη κι έρχονταν από σαράντα βέρστια μακριά να του ζητήσουν τη συμβουλή του), δεν είχε κατασταλάξει σε καμιά συγκεκριμένη κρίση για τον λαό και αν τον ρωτούσε κανείς “τον ξέρεις τον λαό;” θα δυσκολευότανε να απαντήσει, όπως θα δυσκολευότανε να απαντήσει κι αν τον αγαπάει. Το να πει κανείς πως ξέρει τον λαό, ήταν γι’ αυτόν το ίδιο σαν να’ λεγε πως ξέρει τους ανθρώπους…”
Και προσέξτε πολύ, παρακαλώ, τώρα.
“Ο Κονσταντίν Λέβιν έβλεπε τον αδελφό του σαν άνθρωπο πανέξυπνο και τρμερά μορφωμένο, ευγενικό, με την πιο υψηλή έννοια αυτής της λέξεως, σαν άνθρωπο που του δόθηκε σαν δώρο η ικανότητα να αγωνιστεί για το κοινό καλό. Όμως, στο βάθος της ψυχής του, όσο πέρναγαν τα χρόνια κι όσο καλύτερα γνώριζε τον αδελφό του, τόσο συχνότερα του πέρναγε η σκέψη πως αυτή η ικανότητα της δράσης για το κοινό καλό, που αυτός, ο Λέβιν, το’ νιωθε πως δεν την είχε καθόλου, μπορεί και να μην είναι προτέρημα, μ’ απεναντίας να σημαίνει πως κάτι του λείπει του αδελφού του- όχι πως του λείπουν οι καλές, οι τίμιες , οι ευγενικές επιθυμίες και προθέσεις, μα του λείπει η δύναμη της ζωής, αυτό που ονομάζουν καρδιά, του λείπει κείνη η έφεση που αναγκάζει τον άνθρωπο απ’ όλους τους δρόμους που ξανοίγονται μπροστά του, να διαλέξει τον έναν και να τον ακολουθήσει ως το τέρμα του. Όσο περισσότερο γνώριζε τον αδελφό του, τόσο συχνοτερα παρατηρούσε πως ο Σεργκέι Ιβάνοβιτς, όπως και πολλοί άλλοι που δρούσαν κι αγωνίζονταν για το κοινό καλό, δεν αγάπησαν αυτό το κοινό καλό με την καρδιά μα με το μυαλό τους. Το σκέφτηκαν πως ήταν καλό να ασχοληθούν μ’ αυτήν την υπόθεση και μόνο γι’ αυτό ασχολήθηκαν. Την εικασία αυτή του Λέβιν τού την επιβεβαίωσε και η παρατήρηση πως ο αδελφός του δεν παθαινότανε για τα ζητήματα του κοινού καλού… περισσότερο απ’ όσο παθαινότανε για μια παρτίδα σκάκι ή για την έξυπνη κατασκευή μιας καινούργιας μηχανής”. (!)
(Βλέπε και τη διαδικτυακή ανάπτυξη του επιχειρήματος του κ. Πάγκαλου, ύστερα από τις πολύτιμες συμβουλές, υποθέτω, που του δώσανε διάφοροι έμπιστοι και καπάτσοι- ψηφιακοί- συνεργάτες του.) Αλλ’ ας σοβαρευτούμε: Τα λέει, πιστεύω, όλα ο Τολστόι, αλλά δε μπορώ ν’ αποφύγω τον πειρασμό να προσθέσω κι ένα δικό μου σχόλιο. Πόσο θα΄θελα να είχε λάβει υπόψη του τα βαθυστόχαστα αυτά λόγια ο επί σειράν ετών αιρετός, βεβαίως, αντιπρόσωπος/εκπρόσωπός μας, πριν ξεστομίσει εκείνη τη μπαρούφα του. Να παραπέμψω, τέλος, και σ’ ένα παλιότερο σημείωμά μου, “Όσο δεξιότερα τόσο καλύτερα”, με το οποίο έδινα και το στίγμα της ψήφου μου στις τελευταίες εκλογές; Όπως και να’ χει το πράγμα, επιτρέψτε μου να καταλήξω με μια στέρεη παλιά μου εντύπωση: Μάζα ή (ανευθυνο-υπεύθυνος) λαός δεν υπάρχει- πρόκειται για μια ανοίκεια φοβική κατασκευή των διανοουμένων και των λογής λογής- αιρετών ή μη- ταγών μας. Υπάρχουν μόνο (όλο και πιο πολυάριθμοι) συνάνθρωποι, με σάρκα και οστά, με μύχιες γνώσεις και ταλέντα και με απαιτήσεις. Ζηλευτά διαφορετικοί αναμεταξύ τους και, το σημαντικότερο ίσως, ευμετάβλητοι. Τους πλησιάζεις περισσότερο με την καρδιά, παρά με το μυαλό.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News
