Πώς η Αμερική χάνει τη στρατιωτική υπεροχή της από την Κίνα
Πώς η Αμερική χάνει τη στρατιωτική υπεροχή της από την Κίνα
Η πολύ σύντομη στρατιωτική αντιπαράθεση ανάμεσα στην Ινδία και το Πακιστάν, πέρα από εύλογες ανησυχίες, προκάλεσε ένα επιπλέον σοκ στη Δύση: Οταν ένα από τα, κινεζικής κατασκευής, μαχητικά αεροσκάφη του Πακιστάν εκτόξευσε έναν πύραυλο πάνω από τα βουνά του Κασμίρ και κατέρριψε ένα από τα, γαλλικής κατασκευής, Rafale της Ινδίας, οι δυτικοί αξιωματούχοι αισθάνθηκαν μια ζαλάδα.
Ηταν η πρώτη φορά που η Δύση είδε τα κινεζικά αεροσκάφη JC-10 και τους πυραύλους PL-15 να αναπτύσσονται σε ενεργό μάχη κι αυτό που είδε ήταν τρομακτικό. Οι λεπτομέρειες αυτής της σύγκρουσης μελετώνται έκτοτε εξονυχιστικά στα γραφεία στρατηγικού σχεδιασμού στις δυτικές χώρες, καθώς όλοι οι υπεύθυνοι αναρωτιούνται τι σημαίνουν όλα αυτά για τις στρατιωτικές δυνατότητες της Κίνας και αν το έθνος του Σι Τζινπίνγκ έχει, τελικά, φτάσει τη Δύση.
Τα τελευταία 25 χρόνια, ο Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός (PLA) της Κίνας έχει εξελιχθεί από έναν μικρό στρατό που έπρεπε να καλύπτει τα έξοδά του μόνος του, με καλλιέργειες στους αγρούς, σε έναν από τους μεγαλύτερους και ισχυρότερους στον κόσμο.
«Η Κίνα είναι η ισχυρότερη από ποτέ», παραδέχτηκε ο Ταξίαρχος Νταγκ Γουίκερτ, διοικητής της 412ης Πτέρυγας Δοκιμών της πολεμικής αεροπορίας των ΗΠΑ. «Εχει δημιουργήσει μια πολύ μεγάλη δύναμη που έχει αναπτυχθεί ειδικά για να αντιμετωπίσει τις δυνάμεις μας».
Σήμερα, γράφει η Telegraph, ο PLA διαθέτει σχεδόν ένα εκατομμύριο περισσότερους στρατιώτες από τον αμερικανικό στρατό και χίλια περισσότερα άρματα μάχης. Εχει χτίσει το μεγαλύτερο πολεμικό ναυτικό στον κόσμο, με περίπου 400 πολεμικά πλοία και έχει εξοπλίσει την αεροπορία του με σχεδόν 2.000 μαχητικά αεροσκάφη.
Το Πεκίνο έχει επίσης επεκτείνει δραστικά τις δυνατότητες πληροφοριών του, σε σημείο που ο αναπληρωτής διευθυντής της CIA, Μάικλ Ελις, ισχυρίστηκε πριν από λίγες ημέρες ότι η Κίνα έχει καταστεί «υπαρξιακή απειλή για την αμερικανική ασφάλεια με έναν τρόπο που πραγματικά δεν έχουμε αντιμετωπίσει ποτέ πριν».
Ωστόσο, ενώ η Κίνα είναι ισχυρότερη σήμερα από ό,τι ήταν στο παρελθόν, μια ματιά στις πραγματικές της δυνατότητες δείχνει ότι ο PLA εξακολουθεί να υστερεί σε δεξιότητες και εμπειρία και παραμένει ένα βήμα πίσω από τον πιο έμπειρο ανταγωνιστή του, τον αμερικανικό στρατό.
«Οι αριθμοί δεν λένε όλη την ιστορία», σημείωσε ο στρατηγός Γουίκερτ. «Ο στρατός της Κίνας έχει αυξηθεί σε αριθμό καθώς και σε πολυπλοκότητα, αλλά εξακολουθούν να υπάρχουν ορισμένοι τομείς στους οποίους έχουμε τεχνολογικό πλεονέκτημα».
Κάθε χρόνο, διοργανώνονται πολλές εκθέσεις και επιδείξεις σε όλη την Κίνα, οι οποίες αναδεικνύουν το οπλοστάσιο μιας από τις πιο αδιαφανείς και μυστικοπαθείς ένοπλες δυνάμεις στον κόσμο.
Τον Νοέμβριο, η χώρα φιλοξένησε την ετήσια αεροπορική επίδειξη Zhuhai, όπου παρουσίασε τα stealth («αόρατα» στα ραντάρ) μαχητικά αεροσκάφη J-20, τα οποία θεωρούνται άμεσοι ανταγωνιστές ενός από τα ισχυρότερα μαχητικά των ΗΠΑ, του F-35 Lightning II, και ικανά να μεταφέρουν πυραύλους αέρος-αέρος όπως τα PL-15 που χρησιμοποίησε το Πακιστάν εναντίον της Ινδίας.
Παρουσιάστηκε, επίσης το αντιβαλλιστικό πυραυλικό σύστημα HQ-19, όπως και το νέο αεροπλανοφόρο SS-UAV «Jiu Tan», ικανό να εκτοξεύει ταυτόχρονα ολόκληρα σμήνη επιθετικών drones τύπου Kamikaze. Το συγκεκριμένο αεροπλανοφόρο θα σαλπάρει για το παρθενικό του ταξίδι τον επόμενο μήνα.
Στην Παγκόσμια Εκθεση Ραντάρ, η Κίνα παρουσίασε ένα νέο ραντάρ JY-27V, το οποίο, σύμφωνα με τα κρατικά ΜΜΕ, μπορεί να ανιχνεύσει αμερικανικά μαχητικά stealth πέμπτης γενιάς, συμπεριλαμβανομένου του F-35 Lightning II.
Φημολογείται επίσης ότι το ναυτικό της Κίνας αναπτύσσει ένα νέο υπεραεροπλανοφόρο, παρόμοιο με το USS Gerald Ford, το οποίο θα είναι μεγαλύτερο από οποιοδήποτε υπάρχον σκάφος στον στόλο του.
Και ο στρατός λέγεται ότι αναπτύσσει ένα νέο ελαφρύ άρμα μάχης 4ης γενιάς, το οποίο θα φιλοξενεί κανόνια ικανά να βάλλουν με πολλαπλούς τύπους πυρομαχικών.
Ωστόσο, σημειώνει η Telegraph, η πιο ανησυχητική εξέλιξη για τις ΗΠΑ είναι η ταχεία πρόοδος των πυρηνικών δυνατοτήτων του Πεκίνου. Από το 2023 έως το 2024, οι Κινέζοι πρόσθεσαν 100 κεφαλές στο οπλοστάσιό τους, αυξάνοντας το συνολικό αριθμό από 500 σε 600. Η χώρα αναμένεται να έχει περισσότερες από 1.000 πυρηνικές κεφαλές έως το 2030.
Σύμφωνα με τους ειδικούς, τουλάχιστον 400 από αυτές βρίσκονται σε διηπειρωτικούς βαλλιστικούς πυραύλους που θα μπορούσαν να φτάσουν στις ΗΠΑ από την ηπειρωτική Κίνα, συμπεριλαμβανομένου του DF-41, ο οποίος μπορεί να ταξιδέψει σε απόσταση μεταξύ 12.000 και 15.000 χιλιομέτρων.
Ενώ οι ΗΠΑ, με 3.700 πυρηνικές κεφαλές στο οπλοστάσιό τους, συνεχίζουν να έχουν πλεονέκτημα, η αμερικανική κυβέρνηση εκφράζει ανοιχτά την ανησυχία της για την ταχεία ανάπτυξη του πυρηνικού οπλοστασίου του Πεκίνου.
Κατά τη διάρκεια ομιλίας του στη Γερουσία τον Απρίλιο, ο γερουσιαστής Ρότζερ Γουίκερ σημείωσε ότι η πυρηνική ανάπτυξη της Κίνας γίνεται πλέον «με ρυθμό που ξεπερνά κατά πολύ τον δικό μας».
Ο Τίμοθι Χιθ, ανώτερος ερευνητής άμυνας και ειδικός σε θέματα Κίνας στην RAND Corp, εξηγεί στην Telegraph ότι η πυρηνική πρόοδος του Πεκίνου είναι πιθανώς μέρος της «πολιτικής αποτροπής» του.
«Είναι ένα σημάδι ότι δεν θέλουν να εμπλακούν σε μια συμβατική διένεξη με τις ΗΠΑ», λέει. «Η αύξηση του πυρηνικού αποθέματος είναι ένας τρόπος να προειδοποιηθούν οι ΗΠΑ να μην ξεκινήσουν μια διαμάχη».
Πέρα από το πυρηνικό τους απόθεμα, υπάρχουν τομείς όπου οι κινεζικές εξελίξεις ανταγωνίζονται τις ΗΠΑ.
Σύμφωνα με τον Χιθ, οι υπερηχητικοί πύραυλοι θα μπορούσαν να είναι ένας τομέας στον οποίο ο PLA έχει «ξεπεράσει τις ΗΠΑ σε τεχνολογία». Σημείωσε επίσης ότι το Πεκίνο έχει γίνει «σημαντικός παίκτης στην παγκόσμια αγορά» για στρατιωτικά drones, αν και άλλοι ειδικοί όπως ο στρατηγός Γουίκερτ δεν συμφωνούν ότι υπάρχει ακόμη κάποια τεχνολογία «όπου η Κίνα είναι μπροστά από τις ΗΠΑ».
Οι εξελίξεις στον PLA ήταν ιδιαίτερα ανησυχητικές στο πλαίσιο μιας πιθανής σύγκρουσης για την Ταϊβάν, το μόνο πιθανό σενάριο στο οποίο οι στρατοί των ΗΠΑ και της Κίνας θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν ο ένας τον άλλον.
Το Πεκίνο διεκδικεί κυριαρχία επί της Ταϊβάν, κάτι που η κυβέρνηση στην Ταϊπέι απορρίπτει, και έχει απειλήσει επανειλημμένα να εισβάλει στο νησί. Ως βασικός προμηθευτής όπλων της Ταϊβάν, ο πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, είχε δηλώσει ότι οι ΗΠΑ θα υπερασπιστούν τη χώρα, αλλά ο Ντόναλντ Τραμπ έχει αρνηθεί να πάρει σαφή θέση επί του θέματος.
Ο Χιθ εξηγεί στην Telegraph ότι η εγγύτητα της Κίνας με την Ταϊβάν της δίνει ένα πλεονέκτημα, επειδή το Πεκίνο θα είχε άμεση πρόσβαση σε «όλα τα επίγεια συστήματα». Εν τω μεταξύ, οι ΗΠΑ θα έπρεπε «να προβάλλουν την ισχύ τους «διασχίζοντας έναν ωκεανό».
Στην ομιλία του στη Γερουσία τον Απρίλιο, ο Γουίκερτ σημείωσε ότι η Κίνα είναι πλέον «ικανή να ακυρώσει την αεροπορική υπεροχή των ΗΠΑ στην πρώτη αλυσίδα νησιών», αναφερόμενος στη σειρά νησιών στον Ειρηνικό, η οποία περιλαμβάνει τμήματα της Ιαπωνίας, της Ταϊβάν, των Φιλιππίνων και του Βόρνεο. Αυτό σημαίνει ότι οι πύραυλοι εδάφους-αέρος της Κίνας είναι πλέον ικανοί να καταρρίψουν οποιοδήποτε αμερικανικό αεροσκάφος σε περίπτωση πολέμου.
Η Ουάσινγκτον έχει επίσης κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου για τις δυνατότητες κυβερνοπολέμου της Κίνας. Σε πρόσφατη ομιλία του σε πανεπιστήμιο στην Καλιφόρνια, ο στρατηγός Γουίκερτ είπε ότι η Κίνα κατάφερε να διεισδύσει στο ηλεκτρικό δίκτυο των ΗΠΑ και να εγκαταστήσει κακόβουλο λογισμικό σε συστήματα SCADA (Εποπτικός Ελεγχος και Συλλογή Δεδομένων), τα οποία παρακολουθούν κρίσιμες υποδομές όπως η διανομή ηλεκτρικού ρεύματος, νερού και φυσικού αερίου.
«Η Κίνα απέκτησε πρόσβαση σε αυτά τα συστήματα και τα χαρτογράφησε και αυτό είναι σίγουρα ανησυχητικό. Θεωρείται πράξη πολέμου», είπε ο στρατηγός Γουίκερτ στην Telegraph.
Ο PLA δεν ήταν πάντα τόσο ισχυρός ανταγωνιστής. Τη δεκαετία του 1990, όταν οι δυτικές χώρες επένδυαν τρισεκατομμύρια δολάρια στους στρατούς τους, ο PLA δεν είχε καν αρκετά χρήματα για να συντηρηθεί.
«Είχε πολύ μικρό προϋπολογισμό από την κυβέρνηση και ουσιαστικά εξαρτιόταν από δραστηριότητες που αποκόμιζαν χρήματα για να αυτοχρηματοδοτηθεί», λέει ο Ντρου Τόμσον, πρώην υπεύθυνος για την Κίνα στο υπουργείο Αμυνας των ΗΠΑ. «Ο PLA επένδυε σε εργοστάσια, υπηρεσίες και επιχειρήσεις logistics, ενώ στις αγροτικές περιοχές καλλιεργούσε ακόμη και τα δικά του τρόφιμα».
Ενώ έχει διανύσει μεγάλη απόσταση στις δεκαετίες που ακολούθησαν, ο PLA συνεχίζει να αντιμετωπίζει σημαντικές προκλήσεις, οι οποίες, σύμφωνα με τους ειδικούς, τον εμπόδισαν να φτάσει τον αμερικανικό στρατό.
Καταρχάς, ο αμερικανικός στρατός είναι δοκιμασμένος στο πεδίο της μάχης, έχοντας πολεμήσει σε αρκετές συγκρούσεις σε όλο τον κόσμο, από το Ιράκ μέχρι το Αφγανιστάν, ενώ ο PLA δεν έχει πολεμήσει εδώ και δεκαετίες.
Οι ένοπλες δυνάμεις της Κίνας δυσκολεύονται επίσης με τη μεταξύ τους συνεργασία. Ενώ ο αμερικανικός στρατός είναι μια ολοκληρωμένη δύναμη, που σημαίνει ότι οι διαφορετικές υπηρεσίες -από την αεροπορία μέχρι το ναυτικό- συνεργάζονται στενά, δεν συμβαίνει το ίδιο στην περίπτωση του PLA.
Ο Κιτς Λιάο, αναπληρωτής διευθυντής του Παγκόσμιου Κινέζικου Κέντρου του Ατλαντικού Συμβουλίου, σημειώνει ότι τα επίπεδα ετοιμότητας για ενεργό εμπλοκή του PLA είναι επίσης χαμηλότερα από αυτά των ΗΠΑ.
Η ετοιμότητα της πολεμικής αεροπορίας των ΗΠΑ για τον τελευταίο χρόνο ήταν λίγο πάνω από 60%, ποσοστό «σχετικά χαμηλό», σύμφωνα με τον Λιάο, αλλά η βαθμολογία της Κίνας, η οποία δεν δημοσιοποιείται, πιστεύεται ότι είναι ακόμη χαμηλότερη.
Μίμηση αντί καινοτομίας
Οι αμυντικοί περιορισμοί της Κίνας, γράφει η Telegraph, πηγάζουν εν μέρει από την εγγενή δομή του PLA ως προέκταση του κυβερνώντος Κομμουνιστικού Κόμματος Κίνας.
Σε αντίθεση με τους στρατούς στις ΗΠΑ ή του Ηνωμένου Βασιλείου, οι οποίοι είναι ξεχωριστοί από οποιαδήποτε πολιτική οντότητα, ο PLA ιδρύθηκε για να υπηρετήσει το κομμουνιστικό κόμμα και ο πρωταρχικός του στόχος σήμερα είναι να διατηρήσει το κόμμα στην εξουσία.
Ο Τόμσον λέει ότι είναι το αντίστοιχο -για τις ΗΠΑ- με την περίπτωση που «οι Ρεπουμπλικάνοι θα είχαν τον δικό τους στρατό και οι Δημοκρατικοί τον δικό τους».
Δεδομένου του κομματικού ρόλου του PLA, συχνά εστιάζει σε πολιτικά ζητήματα και όχι σε ζητήματα ασφαλείας, όπως αποδεικνύεται από την εμμονή του με την Ταϊβάν, η οποία δεν αποτελεί άμεση απειλή για την Κίνα.
Ο PLA παρεμποδίζεται επίσης από την τάση του να μιμείται παρά να καινοτομεί. Αντί να αναπτύξει το δικό της υπερσύγχρονο υλικό, η Κίνα βασίζεται στο να ακολουθεί στενά τον αμερικανικό στρατό, γεγονός που καθιστά πολύ δύσκολο να φτάσει ή να ξεπεράσει τις ΗΠΑ.
«Είναι πάντα ένα βήμα πίσω επειδή η μεθοδολογία τους για να καλύψουν τη διαφορά ήταν η κλοπή και η μίμηση της αμερικανικής τεχνολογίας», εξηγεί στην Telegraph ο Τόμσον. «Η Κίνα πάντα βασιζόταν στη σύγκριση με άλλες δυνάμεις και πάντα προσπαθούσε να καλύψει τη διαφορά, όμως, τελικά, αυτό είχε ως συνέπεια να μην μπορεί να το κάνει».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News
