Οι Ουκρανοί δείχνουν στη Δύση πώς πρέπει να πολεμά
Οι Ουκρανοί δείχνουν στη Δύση πώς πρέπει να πολεμά
Η συγκυρία ήταν εξαιρετική. Την 1η Ιουνίου, ουκρανικά drones που απογειώθηκαν από φορτηγά, στα ενδότερα της Ρωσίας, έπληξαν με ακρίβεια ρωσικά βομβαρδιστικά, εκπλήσσοντας αρκετούς. Η επιχείρηση δεν ήταν τόσο καινοτόμα ως προς τον σχεδιασμό της: επρόκειτο για μια κλασικού τύπου δολιοφθορά. Σε αυτήν, όμως, χρησιμοποιήθηκαν νέα όπλα, τα εμβληματικά πλέον drones.
Στις 2 Ιουνίου δημοσιοποιήθηκε η ετήσια έκθεση του βρετανικού υπουργείου Αμυνας, η οποία περιλαμβάνει σειρά προτάσεων για τον τρόπο που η Βρετανία πρέπει να προσαρμοστεί αμυντικά στα νέα παγκόσμια δεδομένα. Τίτλος της: «Στρατηγική Αναθεώρηση Αμυνας: Ασφαλείς στο εσωτερικό, ισχυροί στο εξωτερικό».
Ο «Ιστός της Αράχνης» κατέδειξε δύο πράγματα, γράφει ο Economist. Το ένα είναι ότι οι νέες τεχνολογίες, όταν χρησιμοποιούνται με εφευρετικότητα, μπορούν να καταστούν, δυσανάλογα προς την ισχύ τους, θανατηφόρες. Το άλλο είναι ότι το πεδίο της μάχης εκτείνεται πλέον πολύ πέρα από την πρώτη γραμμή του πολέμου, ανατρέποντας όλες τις στρατηγικές υποθέσεις και βεβαιότητες των τελευταίων ετών.
Η βρετανική έκθεση αναγνωρίζει αυτές τις νέες πραγματικότητες. Αντανακλά, σύμφωνα με τον Economist, τη νέα, πιο ευέλικτη σκέψης που θα χρειαστεί στην Ευρώπη και την Ασία, προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι ιλιγγιώδεις καινοτομίες που αλλάζουν εντελώς τη μορφή των πολέμων. Ωστόσο, η έκθεση επισημαίνει, ταυτόχρονα, το πιο δυσεπίλυτο πρόβλημα στη μετάβαση από τη θεωρία στην πράξη: Τα χρήματα που απαιτούνται για να συμβεί αυτό, είναι πάρα πολλά.
Επειτα από δεκαετίες εφησυχασμού, η Βρετανία (όπως και οι σύμμαχοί της) έχει αναγνωρίσει ότι πρέπει να προετοιμαστεί για πόλεμο. Αυτό σημαίνει την προμήθεια πυρομαχικών και την ανάπτυξη δυνάμεων και πολεμικών τεχνολογιών στο εξωτερικό, παράλληλα με την εξασφάλιση του εσωτερικού μετώπου.
Μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, η βρετανική Βασιλική Πολεμική Αεροπορία (RAF), όπως και πολλές ευρωπαϊκές στρατιωτικές δυνάμεις, εξοικονόμησε χρήματα κλείνοντας βάσεις και συγκεντρώνοντας αεροσκάφη σε όλο και λιγότερα σημεία. Η αιφνιδιαστική επίθεση της Ουκρανίας έδειξε ότι αυτό ίσως είναι λάθος. Η έκθεση αναφέρει ότι η RAF πρέπει να μάθει ξανά πώς να πολεμά από ένα ευρύτερο φάσμα τοποθεσιών και να διασπείρει τα πυρομαχικά, τα ανταλλακτικά και τα καύσιμα της σε πολλαπλές τοποθεσίες.
Η ίδια αρχή ισχύει ευρύτερα, σύμφωνα με τον Economist: Η αρχή της διασποράς πρέπει να ισχύσει εξίσου για τα υποθαλάσσια καλώδια, τους ηλεκτρικούς υποσταθμούς και τις επικοινωνίες. Η βρετανική έκθεση ορθώς ζητά μια συνολική αμυντική προσέγγιση, «ολόκληρης της κοινωνίας», στην οποία η βιομηχανία, τα χρηματοοικονομικά, ο ακαδημαϊκός κόσμος, η εκπαίδευση και οι απλοί άνθρωποι θα είναι καλύτερα προετοιμασμένοι για πιθανές κρίσεις.
Ο τρόπος σκέψης απέναντι στη στρατιωτική τεχνολογία θα πρέπει να είναι εξίσου ευέλικτος. «Οι αναδυόμενες τεχνολογίες», προειδοποιεί η έκθεση, «αλλάζουν ήδη τον χαρακτήρα του πολέμου πιο ριζικά από οποιαδήποτε άλλη στιγμή στην ανθρώπινη Ιστορία». Η Βρετανία και οι σύμμαχοί της έχουν ήδη αργήσει να προσαρμοστούν. Η έκθεση γράφει ότι για αμυντικά έργα αξίας άνω των 20 εκατ. λιρών (23 εκατ. ευρώ), η ανάθεση μιας σύμβασης διαρκεί κατά μέσο όρο 6,5 χρόνια. Συνιστά να διατίθεται το 10% του ετήσιου κρατικού προϋπολογισμού για αμυντικές προμήθειες σε νέες τεχνολογίες.
Η πιο τολμηρή και ταχύτερη αναδιοργάνωση των στρατιωτικών υπηρεσιών αποτελεί επίσης μέρος της προτεινόμενης στρατηγικής. Το Βασιλικό Ναυτικό θα πρέπει να επιταχύνει τη δημιουργία μιας «υβριδικής» αεροπορικής πτέρυγας αεροπλανοφόρων, με τόσο εξελιγμένα όσο και απλά drones που θα πετούν παράλληλα με τα F-35. Ο στρατός θα διαθέτει ένα μείγμα εξοπλισμού 20-40-40. Οι πλατφόρμες με πλήρωμα θα αποτελούν μόνο το 20% του εξοπλισμού. Θα ελέγχουν μη επανδρωμένες πλατφόρμες που θα μπορούν να επαναχρησιμοποιηθούν (40%), καθώς και «αναλώσιμα», όπως βλήματα, πυραύλους και drones μιας χρήσης (40%).
Η Βρετανία έχει μια καλή ευκαιρία να πειραματιστεί με αυτόν τον τρόπο, επειδή οι μεγάλες χώρες, όπως η Γερμανία, επεκτείνουν τις παραδοσιακές χερσαίες δυνάμεις τους. Η έκθεση, αναφέρει ο Economist, ορθώς αποφεύγει να δηλώσει ρητώς ότι ο παλιού τύπου, μαζικός εξοπλισμός είναι ξεπερασμένος. Δεν μπορεί κάθε πράξη πολέμου να διεξάγεται με μη επανδρωμένα αεροσκάφη κρυμμένα σε φορτηγά.
Η έκθεση καταλήγει στο συμπέρασμα ότι τα τανκς εξακολουθούν να έχουν σημασία, για παράδειγμα, κυρίως επειδή προστατεύουν τα στρατεύματα σε ένα ολοένα και πιο «ορατό» από τον εχθρό πεδίο μάχης. Η δέσμευση για την κατασκευή έως και δώδεκα επιθετικών υποβρυχίων αποτελεί υπενθύμιση ότι ένα από τα μεγαλύτερα και πιο δαπανηρά όπλα, το πυρηνοκίνητο υποβρύχιο, παραμένει ένα από τα πιο ισχυρά.
Μέχρι στιγμής, όλα αυτά είναι σωστά και αξιέπαινα, γράφει ο Economist. Ομως, παραμένει ένα κραυγαλέο χάσμα ανάμεσα στη φιλοδοξία και τα χρήματα που απαιτούνται ώστε αυτή να μετουσιωθεί σε πράξη. Η Βρετανία σχεδιάζει να δαπανήσει το 2,5% του ΑΕΠ της για την άμυνα, έως το 2027, με μια αόριστη φιλοδοξία να ανέβει αυτό στο 3%, έως το 2034. Αυτό είναι προφανέστατα ανεπαρκές. Η Ρωσία επανεξοπλίζεται γρήγορα και η Αμερική λέει σχεδόν ξεκάθαρα ότι θα αποσύρει τις δυνάμεις της από την Ευρώπη. Η Γερμανία, αντιμέτωπη με τις ίδιες απειλές, πιθανώς θα δαπανά διπλάσια από τη Βρετανία έως το 2029.
Οι σύμμαχοι του ΝΑΤΟ είναι πιθανό να συμφωνήσουν σε έναν κοινό στόχο 3,5% του ΑΕΠ για την άμυνα, στη σύνοδο κορυφής της 24ης Ιουνίου. Αυτό θα απαιτούσε επώδυνες αυξήσεις φόρων, περικοπές κοινωνικών παροχών ή δανεισμό. Ομως, η Ευρώπη δεν θα μπορέσει να υποστηρίξει την Ουκρανία, να αποτρέψει τη Ρωσία και να καλύψει τα κενά που αφήνει η Αμερική με λιγότερα χρήματα.
Το 2014, οι σύμμαχοι του ΝΑΤΟ συμφώνησαν σε έναν στόχο 2% και αρκετοί από αυτούς τον αγνόησαν. Αυτή τη φορά, το χρονοδιάγραμμα είναι εξίσου σημαντικό με τον στόχο. Δεν έχει νόημα να αναβληθούν οι δαπάνες για τη δεκαετία του 2030.
«Μέχρι πρόσφατα ένας πόλεμος εναντίον μιας χώρας με προηγμένες στρατιωτικές δυνάμεις θα ήταν αδιανόητος», αναφέρει η βρετανική αμυντική έκθεση, προειδοποιώντας ότι μια τέτοια σύγκρουση θα ήταν πολύ αιματηρή και μακροχρόνια. Συνεπώς, καταλήγει ο Economist, είναι πολύ προτιμότερο να αποτρέψει κανείς έναν τέτοιο πόλεμο, παρά να επιχειρήσει να τον διεξαγάγει.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News
